«The Sisters Brothers»: Άγρια Δύση αλά γαλλικά
Φαινομενικά γουέστερν, στην ψυχή δράμα με υπαρξιακές και φροϋδικές προεκτάσεις που ευτυχεί λόγω των ηρώων του, θυσιάζει όμως το ενδιαφέρον του θεατή στον αργό βηματισμό του.
Με ένα εξ ορισμού αμερικάνικο κινηματογραφικό είδος επιλέγει να κάνει το ντεμπούτο του σε αγγλόφωνη ταινία ο Γάλλος σκηνοθέτης Jacques Audiard, ο οποίος απέσπασε για την ταινία το Αργυρό Λιοντάρι Σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ της Βενετίας όπου αναμετρήθηκε ανάμεσα σε άλλες ταινίες με το παρόμοιας θεματικής γουέστερν «The Ballad of Buster Scruggs» των αδελφών Κοέν.
Διασκευάζοντας μαζί με τον Thomas Bidegain το ομότιτλο μυθιστόρημα του Καναδού συγγραφέα Patrick deWitt, ο Audiard έχει κατ’ αρχάς μια καλή ιστορία στα χέρια του. Και με αυτή την ιστορία προσπαθεί να κοιτάξει με καθαρά ευρωπαϊκό μάτι ένα είδος καθαρά αμερικάνικο, ανανεώνοντάς το μάλιστα κάποιες φορές και σίγουρα χρησιμοποιώντας το για να στήσει ένα δράμα γύρω από δύο δολοφόνους με αστείο όνομα.
Γύρω στο 1850 και στην Αμερική που χτίζεται πάνω στις αξίες του χρήματος, του συμφέροντος, και του οπορτουνισμού, οι αδελφοί Σίστερς αποτελούν ένα αχτύπητο και φημισμένο δίδυμο πληρωμένων δολοφόνων. Ο Eli (John C. Reilly) είναι ο μεγαλύτερος, πιο εσωστρεφής σαν χαρακτήρας, ευαίσθητος, νιώθει εγκλωβισμένος σε μια ζωή γεμάτη βία και γι’ αυτό έχει τάσεις απόσυρσης από το επάγγελμα, ο Charlie (Joaquin Phoenix) από την άλλη είναι ο μικρότερος, αγαπάει το ποτό, τη βία και την επιπολαιότητα και συχνά η αλαζονεία του παρασέρνει τον αδερφό του σε πυροσβεστικές επεμβάσεις.
Τους παρακολουθούμε όταν αναλαμβάνουν την τελευταία τους αποστολή, να ξεκινήσουν από το Όρεγκον για να βρουν ένα χημικό, τον Hermann Kermit Warm (Riz Ahmed), με εντολή από ένα πανίσχυρο άνδρα της περιοχής, τον Αρχιπλοίαρχο, να τον σκοτώσουν. Ο χημικός διαθέτει μία φόρμουλα που εξοικονομεί χρόνο και προσπάθεια στην ανεύρεση χρυσού, επομένως όποιος μάθει για τη φόρμουλά του τον θέλει νεκρό.
Σε αυτή τους την αποστολή οι αδελφοί Sisters έχουν σύμμαχο ένα ιχνηλάτη, τον John Morris (Jake Gyllenhaal), ο οποίος έχει εντολή να βρει τον χημικό και να τον παραδώσει στα δύο αδέρφια ώστε εκείνοι με τη σειρά τους να… τελειώσουν τη δουλειά. Το ταξίδι και η αποστολή ξεκινά, μόνο που οι δύο ήρωες έχουν να αντιμετωπίσουν πολλές αναποδιές που θα αλλάξουν όχι μόνο τη φύση της αποστολής τους αλλά και τους ίδιους. Η αποστολή τους τελικά δεν είναι να βρουν το χημικό αλλά να καταφέρουν να μείνουν ζωντανοί σε μια τυχοδιωκτική περιπέτεια με επίκεντρο τον χρυσό.
Μετατοπίζοντας το ενδιαφέρον από το τοπίο στον άνθρωπο- χωρίς ωστόσο να λείπουν οι πανοραμικές λήψεις και το βάθος πεδίου που αναδεικνύουν το φυσικό τοπίο- και ακολουθώντας τα χνάρια του είδους των revisionist γουέστερν, η ιστορία αμφισβητεί το κλασικό δίπολο καλός-κακός. Όλοι οι χαρακτήρες θέλουν να ζήσουν και όλοι είναι συμπαθείς, με γκρίζες συμπεριφορές που συχνά εξηγούνται από το παρελθόν τους- για παράδειγμα κατανοούμε τη βίαιη συμπεριφορά του Charlie μέσα από τις αναφορές στον πατέρα τους και κυρίως από τον τρόπο που φαίνεται να έχει επηρεάσει τον άλλο αδελφό, τον Eli.
Ρίχνοντας έτσι το ενδιαφέρον στον ανθρώπινο παράγοντα ο Audiard καταφέρνει να αποσπάσει εξαιρετικές ερμηνείες από όλους, αν και η ταινία «ανήκει» στον John C Reilly και τη δύναμη με την οποία μας μεταφέρει την απόγνωση αυτού του ανθρώπου που ονειρεύεται μια άλλη ζωή. Δίπλα του ο Joaquin Phoenix, εξίσου καλός υποκριτικά που προσφέρει στην ιστορία τον ιδανικό αδελφό για τον χαρακτήρα του Reilly. Η χημεία τους είναι τρομερή και μοιάζει εντελώς φυσική για δύο αδέλφια τόσο διαφορετικά. Εξίσου ταιριαστό είναι και το άλλο δίδυμο της ταινίας, με τον Jake Gyllenhaal είναι πολύ καλός και διακριτικός σε ένα κάπως εσωστρεφή ρόλο, ο οποίος όμως θα μπορούσε και να λείπει από την ταινία. Το ταίρι του από την άλλη, ο Riz Ahmed ενσαρκώνει μια ήρεμη δύναμη με γνώσεις και ιδανικά που βλέπει μακριά και ονειρεύεται την ιδανική κοινωνία σε μια περίοδο που μόλις έχει αρχίσει να διαμορφώνεται η έννοια της κοινωνίας.
Ο Joaquin Phoenix με τον Jacques Audiard και τον John C. Reilly στην 44η διοργάνωση του Φεστιβάλ Αμερικανικού Κινηματογράφου της Ντοβίλ,
Τελικά ο Audiard φτιάχνει μια ιστορία με πιστολέρο στην Άγρια Δύση η οποία συνδυάζει την περιπέτεια με την ενδοσκόπηση, τις υπαρξιακές ανησυχίες και το οικογενειακό δράμα. Όλα αυτά στήνονται όμως σε μια- ναι, θα το πω- βαρετή ταινία διάρκειας περίπου 2 ωρών, διάρκεια η οποία γίνεται εξαιρετικά αισθητή μιας και η ιστορία υστερεί σε ρυθμό, νεύρο και ενέργεια.
Η ταινία στιλιστικά είναι υπέροχη, διαθέτει ωραία φωτογραφία (Benoît Debie) και μουσική (Alexandre Desplat), ξέρει να παίζει με τις σκιές, το φως, το σκοτάδι, τα ξεθωριασμένα χρώματα και τους φυσικούς ήχους σε όποιο περιβάλλον και αν βρίσκονται οι ήρωες. Επιστρατεύοντας αυτή την αισθητική αρτιότητα και μέσα από τους βαθυστόχαστους διαλόγους, η ταινία θέτει πολλούς προβληματισμούς, εστιάζει στον άνθρωπο και γενικά θέλει να πει πολλά χρησιμοποιώντας τον κυνισμό, το γλυκόπικρο χιούμορ και την ειρωνεία. Όλα αυτά όμως ζουν στην έντονη αρρυθμία και τον ατέλειωτο βαρύ βηματισμό της πρώτης ώρας, πράγμα που κάνει σοβαρή ζημιά στην αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος στο δεύτερο πιο ζωηρό μέρος.
ΙΩΑΝΝΑ ΒΑΡΔΑΛΑΧΑΚΗ / [email protected]