Κριτική ταινίας: «Μόνο o Θεός συγχωρεί»
Η Δήμητρα Γιαννακού γράφει για το πολυσυζητημένο θρίλερ «Μόνο ο Θεός συγχωρεί» του Νίκολας Βίντιγκ Ρεφν, στο οποίο πρωταγωνιστεί ο Ράιαν Γκόσλινγκ. Η ταινία προβάλλεται από τις εταιρείες Seven Films/Spenzos Film.
«Μόνο o Θεός συγχωρεί»(«Only God forgives»)
«Η τέχνη είναι μια πράξη βίας. Με ενδιαφέρουν τα ακραία, ένα μείγμα ποίησης και βίας», είχε πει κάποτε ο Νίκολας Βίντιγκ Ρεφν («Drive»). Το νέο του φιλμ «Μόνο ο Θεός συγχωρεί» αποτελεί τη μετουσίωση της παραπάνω ιδέας, καθώς ωμές πράξεις βίας και τρομερής αγριότητας «σερβίρονται» με στυλιζαρισμένο τρόπο στο θεατή, αφού πρώτα περάσουν από ένα φίλτρο εκλεπτυσμένης αισθητικής.
Η έκθεση της στυγερής και άμετρης βίας πάντα συνέπαιρνε τον Δανό σκηνοθέτη, καθώς βρίσκει μέσα σε αυτή την αποκάλυψη των πιο κρυφών πτυχών της ανθρώπινης φύσης και των σκοτεινών πλευρών της. Αυτόν τον ενθουσιασμό του για τη βία δεν είναι η πρώτη φορά που τον εκφράζει, αν σκεφτούμε παλαιότερες παραγωγές του, όπως το «Bronson» ή το «Valhalla Rising». Στο «Μόνο ο Θεός συγχωρεί», ωστόσο, η Βία (με Β κεφαλαίο) βρίσκεται παντού. Στα βλέμματα, στα λόγια, στις στάσεις και συμπεριφορές αγγίζοντας, τέλος, το ύστατο σημείο της ενσάρκωσής της στο χτύπημα-καταπέλτης της σπάθας του Τσανγκ (Βιθάγια Πάνσρινγκραμ), ενός ήρωα-κριτή και δικαστή-θύτη ταυτόχρονα.
Μια ιστορία εκδίκησης αφηγείται το σενάριο του «Μόνο ο Θεός συγχωρεί». Ο τόπος της δράσης είναι τα καταγώγια της Μπανγκόγκ. Η βαρβαρότητα κυριαρχεί μέσα στα πορνεία, όπου οι γυναίκες παρουσιάζονται εύθραυστες και υποταγμένες ενώ οι άνδρες βρίσκουν τη θέση που τους ταιριάζει μέσα στην επιθετικότητα και την αγριότητα. Σε αυτό το πλαίσιο, εκτελούνται διάφοροι φόνοι, παίρνοντας ρεβάνς για τα εγκλήματα που διεπράχθησαν.
Ο Ράιαν Γκόσλινγκ δεν έχει καμία σχέση με τον ήρωα του «Drive». Αυτή τη φορά ενσαρκώνει έναν κακοποιό, τον Τζούλιαν, έναν έμπορο ναρκωτικών με βεβαρυμμένο παρελθόν που διαχειρίζεται μια αίθουσα του μποξ. Ο Τζούλιαν θα κληθεί να πάρει εκδίκηση για την άγρια σφαγή του αδερφού του ο οποίος πιο πριν είχε σκοτώσει μια πόρνη. Παρά τις συνθήκες και το περιβάλλον, ο Τζούλιαν δείχνει αρκετά αδύναμος και τρωτός…
Το σενάριο είναι αρκετά απλό και αποτελεί ουσιαστικά την πρόφαση για να ξεκινήσει ένας ατέρμονος κύκλος βίας, ποικίλων αποχρώσεων. Μια διαδοχή καλά υπολογισμένων χτυπημάτων, μέσα στα οποία οι εκτελεστές τους δείχνουν να βρίσκουν το νόημα της ύπαρξης. Η αφήγηση χαρακτηρίζεται από αρκετές ελλείψεις, συχνά από αργές σκηνές αποδοσμένες σε slow motion για να υπογραμμίσουν ακόμη περισσότερο την κίνηση. Πολλές φορές, οι άνθρωποι και τα αντικείμενα βρίσκονται ήδη μέσα στο κάδρο πριν γίνει το ρακόρ μεταξύ των πλάνων. Έχουν «τοποθετηθεί» από πριν και είναι έτοιμα να δεχθούν το βλέμμα της κάμερας, παραπέμποντας σε αισθητική κινηματογράφησης του Καουρισμάκι.
Η αφαίρεση εξυπηρετεί το συμβολικό χαρακτήρα της ιστορίας και στοχεύει στη νοητική διέγερση του θεατή. Αρκετά πλάνα χωρίζονται σε τρία μέρη˙ το δεξί και το αριστερό είναι συνήθως σκοτεινά ή αρκετά αφαιρετικά, λειτουργώντας ως παραπετάσματα σε ένα μεσαίο και μακρόστενο τμήμα μέσα στο οποίο συμπυκνώνεται η δράση και η εξέλιξη της ιστορίας. Ένα οπτικό εφέ ευφυές που προεκτείνεται μέσα από ένα μακρόστενο καθρέπτη ή με διαδοχικές μακρόστενες πόρτες.
Τα τράβελινγκ εμπρός, πίσω και λατεράλ, τα πανοραμίκ, ή τα βαθιά πλονζέ, επίσης, δεν λείπουν και όλα συνεπικουρούν στην αναπαράσταση του συνεχούς πήγαινε-έλα των τραγικών ηρώων μέσα σε ένα βούρκο αιματοκυλίσματος. Χαρακτηριστικές είναι οι σκηνές της μάχης με φόντο το κεφάλι ενός αφηνιασμένου δράκου ζωγραφισμένου στον τοίχο, βυθισμένου στο κόκκινο. Τα έντονα χρώματα και ιδιαίτερα το κόκκινο εκφράζουν είτε την αγριότητα είτε τη φρικαλεότητα του υποκόσμου των πορνείων.
Οι πόρνες, ακίνητες σαν αντικείμενα παρακολουθούν κοκαλωμένες τις βιαιοπραγίες, θυμίζοντας αγάλματα. Μέσα σε αυτό το γυναικείο πληθυσμό, η μητέρα του νεκρού και του Τζούλιαν, η Κρύσταλ (Κρίστιν Σκοτ Τόμας) εμφανίζεται ως μέγαιρα, εξοργισμένη και λυσσασμένη για εκδίκηση. Ένας μακιαβελικός χαρακτήρας, κυριαρχικός και αδίσταχτος, με αιμομικτικές ενδείξεις που συμπυκνώνει όλη την αγριότητα και ποταπότητα του περιβάλλοντος.
Η μουσική του Κλιφ Μαρτίνεζ («Drive»), υποβλητική και ανάλογη των περιστάσεων, συμβάλλει στη διατήρηση του ρυθμού του σκοτεινού θρίλερ «Μόνο ο Θεός συγχωρεί» με το εξαίρετο κάστινγκ.
Παίζουν: Ράιαν Γκόσλινγκ, Κριστίν Σκοτ Τόμας, Βιθάγια Πάνσρινγκραμ, Για Για Γινγκ. H ταινία προβάλλεται από τις εταιρείες Seven Films/Spenzos Film.
ΔΗΜΗΤΡΑ ΓΙΑΝΝΑΚΟΥ