Who is who: Sylvester Stallone
Ο Sylvester Stallone «κι αν εγέρασε» δεν εγκαταλείπει τις ταινίες δράσης. Εν αναμονή της νέας κινηματογραφικής του απόδρασης στο «Εscape plan», το click@Life κάνει αναδρομή στις σημαντικότερες στιγμές του πιο καλτ σταρ του Χόλιγουντ.
Ο Sylvester Gardenzio Stallone (Συλβέστερ Γκαρντέντζιο Σταλόνε) ήρθε στον κόσμο στις 6 Ιουλίου του 1946, με μια δύσκολη γέννα. Οι χειρουργικές λαβίδες του μαιευτήρα επηρέασαν ένα νεύρο στο νεογέννητο Sylvester, με αποτέλεσμα να προκαλέσουν παράλυση στο κάτω αριστερό σημείο του προσώπου του και σε ένα τμήμα των χειλιών και της γλώσσας του.
Αργότερα αυτά τα μειονεκτήματα μετατράπηκαν σε σήμα-κατατεθέν της σκληροτράχηλης κινηματογραφικής περσόνας που διαμόρφωσε, παρότι του άφησαν ένα ελαφρύ τραύλισμα.
Ο πατέρα του, ο Frank, ήταν Ιταλός και εργαζόταν ως κομμωτής. Είχε φτάσει στην Αμερική ως μετανάστης τη δεκαετία του ’30. Η μητέρα του Jackie, πρώην χορεύτρια, αστρολόγος και υποστηρίκτρια του γυναικείου μποξ, είχε ρωσοεβραϊκές και γαλλικές ρίζες. Ο μικρότερος αδελφός του, o Frank o νεότερος, ακολούθησε και αυτός καριέρα μουσικού και ηθοποιού. Μετά το διαζύγιο των γονιών του, ο Stallone σε ηλικία μόλις εννιά ετών πήγε να μείνει με τη μητέρα του.
Μόλις ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Γυμνάσιο Lincoln στη Φιλαδέλφεια, πέρασε από τη Στρατιωτική Ακαδημία Charlotte Hall και αργότερα φοίτησε στο Πανεπιστήμιο του Μαϊαμι.
Μάλλον θα προτιμούσε να σβήσει από το βιογραφικό του την πρώτη του κινηματογραφική εμφάνιση στην soft πορνό ταινία «The party at Kitty and Stud’s» (1970), για την οποία έχει απολογηθεί σε αρκετές συνεντεύξεις του. Έκανε τα γυρίσματα αφού είχε μείνει άστεγος και άφραγκος στους δρόμους της Νέας Υόρκης. «Έπρεπε, ή να κάνω την ταινία ή να ληστέψω κάποιον», έχει δηλώσει χαρακτηριστικά.
Στα πρώτα του βήματα εμφανιζόταν σε μικρούς ρόλους, σε ταινίες όπως στην κωμωδία «Bananas» του Γούντι Άλεν ή το θρίλερ «Κlute» (1971). Κατόρθωσε να τραβήξει την προσοχή με το δράμα «The lord’s of Flatbush» (1974), όπου εμφανίστηκε ως «σκληρός» έφηβος του Μπρούκλιν με δερμάτινο μπουφάν.
Ακολούθησαν άλλοι κινηματογραφικοί και τηλεοπτικοί ρόλοι, με σημαντικότερη την παρουσία του στο καλτ πλέον φουτουριστικό θρίλερ δράσης «Death Race 2000» (1975) του Paul Bartel. O Stallone εμφανίζεται ως ένας διψασμένος για αίμα οδηγός σε αγώνες ταχύτητας, με το όνομα Machine Gun Joe Viterbo.
Η γέννηση του Rocky Balboa
Λίγο αργότερα ο Stallone στράφηκε στη συγγραφή σεναρίου, φέρνοντας στο Χόλιγουντ τον θρυλικό ήρωα που τον καθιέρωσε, τον «Rocky» (1976). Το ερέθισμα για μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του, το έδωσε η θρυλική αναμέτρηση στο ρινγκ των Muhammad Ali και Chuck Wepner. Ο «Rocky», σε σκηνοθεσία του John G.Avildsen απέσπασε δέκα υποψηφιότητες για Όσκαρ, κατέκτησε το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας και αποτέλεσε την αφετηρία για μια από τις εμπορικότερες σειρές ταινιών στις ΗΠΑ. «Συχνά με ρωτούν αν ο Ρόκι αποτελεί προέκταση του εαυτού μου. Όμως η αλήθεια είναι ότι εύχομαι να ήμουν τόσο ευγενής όσο ο Ρόκι. Δεν λέει ποτέ κακή λέξη για κανένα και ποτέ δεν παραπονιέται. Έχει χάσει 24 φορές, αλλά είναι φιλοσοφημένος και ξέρει ότι θα υπάρξει μια άλλη μέρα. Δεν είμαι έτσι. Μακάρι να ήμουν» έχει εξομολογηθεί σε συνεντεύξεις του για τον αγαπημένο του ήρωα.
Παρεμβλήθηκαν οι περιπέτειες «F.I.S.T.» (1978) και το «Paradise Alley» (1978) και στη συνέχεια ο Stallone επέστρεψε στο ρινγκ για το σίκουελ «Rocky 2» (1979). Παρότι η νέα περιπέτεια του ήρωα δεν είχε την ίδια θριαμβευτική υποδοχή με το πρώτο φιλμ της σειράς, απέφερε ικανοποιητικά κέρδη στο box office. Τα στούντιο είχαν βρει πλέον ένα χρυσωρυχείο.
Στο «Nighthawks», ο Stallone υποδύεται έναν «μυστικό» αστυνομικό ενώ το «Victory» του John Huston διαδραματίζεται στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, όταν Ναζί αξιωματούχοι διοργανώνουν έναν αθλητικό αγώνα με τη συμμετοχή αιχμαλώτων από το στρατόπεδο συγκέντρωσης. H ανταπόκριση από το κοινό δεν ήταν η αναμενόμενη, οπότε ο Stallone επέστρεψε στην ασφάλεια του «Rocky», πρωταγωνιστώντας στην τρίτη ταινία της σειράς (1982).
Rambo: το δεύτερο «κινηματογραφικό παιδί του»
Σταθμό στην καριέρα του αποτέλεσε ο John Rambo, στην κλασική πλέον περιπέτεια του Ted Kotcheff «First blood» (1982). Πρόκειται για την κινηματογραφική μεταφορά του ομώνυμου μυθιστορήματος του David Morell, στην οποία ο Stallone όχι μόνο ανέλαβε τον πρωταγωνιστικό ρόλο αλλά απαίτησε να συνεργαστεί και στη συγγραφή του σεναρίου με τους Michael Kozoll και William Sackheim.
Τα μεγάλα στούντιο αρχικά ήταν επιφυλακτικά σε αυτή την παραγωγή με το σκεπτικό ότι το κοινό δεν ήταν ακόμη έτοιμο να δεχτεί έναν βετεράνο του Βιετνάμ, με ταραγμένο ψυχισμό. Αρκετές από τις ατάκες του οργισμένου Ράμπο, δίχασαν το κοινό, ωστόσο η ταινία αποτέλεσε μια απρόσμενη εισπρακτική επιτυχία. Το σίκουελ ήταν προδιαγεγραμμένο: με το «Rambo: First Blood 2» (1985) σε σενάριο των Stallone και James Cameron και τον ελληνοϊταλό George Cosmatos στο τιμόνι της σκηνοθεσίας, o Rambo παρά τις αρνητικές κριτικές, ανατινάζει και πάλι το box office. Θεωρείται μια από τις καλύτερες ταινίες της σειράς και έχει αποτελέσει την πηγή έμπνευσης για αμέτρητα βίντεο-παιχνίδια, ακόμη και παρωδίες.
Ο Stallone έχει πλέον τυποποιηθεί και πληθαίνουν τα ειρωνικά σχόλια, για το πόσες ταινίες με τον Rocky ή τον Rambo σκοπεύει να γυρίσει. «Θα συνεχίσω να παίζω τον Ράμπο και τον Ρόκι. Και οι δύο τους είναι μηχανές που κόβουν χρήμα και δεν μπορούν να κλείσουν», απαντά με αφοπλιστική ειλικρίνεια ο ηθοποιός. Συνολικά γύρισε δέκα ταινίες, με ήρωες τα δύο αγαπημένα του «παιδιά», τον Rocky και τον Rambo.
Τη δεκαετία του ’80 ο Stallone είναι πλέον ένας σταρ των ταινιών δράσης. Το 1985 συζητήσεις προκαλεί η νέα κινηματογραφική επιστροφή του Rocky, ο οποίος έρχεται αντιμέτωπος με το «σοβιετικό θηρίο», τον Ρώσο μποξέρ «Ιvan Drago», για να εκδικηθεί το θάνατο του καλύτερου του φίλου, Αpollo Creed στο ρινγκ. Οι ιδιαίτερα περιγραφικές και βίαιες σκηνές του τραγικού τέλους του Creed σχολιάζονται αρνητικά, όμως η ταινία κερδίζει 300 εκατομμύρια δολάρια στο box office. Ο Stallone συνεχίζει ακάθεκτος να βομβαρδίζει το κοινό με μια σειρά «μάτσο» χαρακτήρων, σε περιπέτειες όπως οι «Cobra» (1986), «Οver the top» (1987), «Tango and cash» κ.τ.λ.
H κωμωδία δεν είναι το είδος στο οποίο διέπρεψε ο Stallone, αν θυμηθούμε την παταγώδη αποτυχία του σε ταινίες όπως το «Stop! Or my mom will shoot» (1992). Οι ταινίες δράσης, όπως για παράδειγμα η φουτουριστική περιπέτεια «Demolition man» (1993) αποτελούν το προνομιακό του πεδίο. Όσο για τον Rocky, μπορεί να απογοήτευσε στην πέμπτη περιπέτειά του, όμως το 2006 επανήλθε δριμύτερος στις κινηματογραφικές αίθουσες, αποσπώντας διθυραμβικές κριτικές, ενώ και ο Rambo έκανε…αισθητή την παρουσία του το 2008.
Οι «βετεράνοι» των ταινιών δράσης παίζουν ακόμα…
Ο Stallone δεν μπόρεσε ποτέ να απελευθερωθεί από την τυποποιημένη εικόνα του χολιγουντιανού υπερ-ήρωα των ταινιών δράσης, με τον επιβλητικό σωματότυπο. «Είμαι πολύ σωματικός τύπος. Οι άνθρωποι δεν μου αναγνωρίζουν ότι διαθέτω πολύ μυαλό, οπότε γιατί να τους απογοητεύσω;» έχει σχολιάσει με τη γνωστή αυτοσαρκαστική του διάθεση, ο ηθοποιός. Ωστόσο, τα προσεκτικά υπολογισμένα βήματά του στον ναρκοθετημένο χώρο της χολιγουντιανής βιομηχανίας, αποδεικνύουν το αντίθετο.
Θα περίμενε κανείς ότι ένας σταρ των ταινιών δράσης, θα «ξεθώριαζε» με το πέρασμα του χρόνου. Όμως ο Stallone ξέρει πώς να κρατά ζωντανό το μύθο του. Επιστρατεύοντας στην περιπέτεια «Οι αναλώσιμοι» (2010) βετεράνους συναδέλφους του, όπως οι Arnold Schwarzenegger, Bruce Willis, Mickey Rourke, Jason Statham, ο Stallone κατέκτησε το ανδρικό κοινό των multiplex, με μια παραγωγή που αποπνέει υψηλές δόσεις τεστοστερόνης και νοσταλγίας και έχει αυστηρά την προσωπική του σφραγίδα.
Μετά την εισπρακτική επιτυχία του πρώτου μέρους που άγγιξε τα 273 εκατομμύρια δολάρια, ακολούθησε, όπως ήταν αναμενόμενο το σίκουελ. Το «Expendables 2» με τους Liam Hemsworth, Scott Adkins, Chuck Norris, Νan Yu και τον Jean Claude Van Damme στο ρόλο του «κακού» πάτησε στην ίδια σίγουρη συνταγή. Τώρα ο Sly, όπως τον αποκαλούν χαϊδευτικά οι θαυμαστές του είναι έτοιμος για μια εντυπωσιακή κινηματογραφική απόδραση με τον φίλο του Arnie (Arnold Schwarzenegger) στην περιπέτεια «Escape plan» (στις κινηματογραφικές αίθουσες από τις 31 Οκτωβρίου, «Οdeon»). Ως επίλογος της κινηματογραφικής διαδρομής του Stallone μπορεί να θεωρηθεί το παρακάτω απόσπασμα από μια συνέντευξή του: «Αν μετανιώνω για κάτι, είναι ότι δεν διεύρυνα τη γκάμα της υποκριτικής μου, όταν έχτιζα την καριέρα μου. Συχνά ακούγεται μίζερο, όταν οι ηθοποιοί λένε πως αισθάνονται λύπη για τον εαυτό τους-πιστέψτε με, ήμουν πολύ, πολύ ευλογημένος-όμως αν έπρεπε να τα ξανακάνω όλα από την αρχή, νομίζω ότι θα μπορούσα να τα συνδυάσω και τα δύο. Μπορείς να κάνεις εμπορικά φιλμ και μετά μικρές, ανεξάρτητες ταινίες με επίκεντρο την υποκριτική. Ο Μπρους Γουίλις τα έχει καταφέρει καλά, οπότε είναι κάτι που μπορεί να γίνει. Μακάρι να το είχα κάνει, αλλά τότε δεν επικρατούσε αυτό το στυλ. Ήσουν, είτε ηθοποιός των στούντιο, είτε ανεξάρτητος ηθοποιός».
Eνδεικτική φιλμογραφία: «Grudge Match» (2013), «Εscape plan» (2013), «Βullet to the head» (2012), «The Expendables 2» (2012), «Zookeeper» (2011), «Rambo» (2008), «Rocky Balboa» (2006), «Spy Kids 3D-Game over» (2003), «Shade» (2003), «Taxi 3» (2003), «Avenging Angelo», «Εye see you» (2002), «Driven» (2001), «Get Carter» (2000), «Τhe good life» (1997), «Αn Alan Smithee film: Burn Hollywood Burn» (1997), «Cop land» (1997), «Daylight» (1996), «Αssassins» (1995), «Judge Dredd» (1995), «The specialist» (1994), «Demolition man» (1993), «Cliffhanger» (1993), «Stop! Or my mom will shoot» (1992), «Οscar» (1991), «Rocky V» (1990), «Tango and cash» (1989), «Lock up» (1989), «Rambo III» (1988), «Over the top» (1987), «Cobra» (1986), «Rocky IV» (1985), «Rambo: First blood part 2» (1985), «Rhinestone» (1984), «Staying alive» (1983), «First blood» (1982), «Rocky III» (1982), «Victory» (1981), «Nighthawks» (1981), «Rocky II» (1979), «Paradise alley» (1978), «F.I.S.T.» (1978), «Rocky» (1976), «Cannonball» (1976), «Farewell, my lovely» (1975), «Mandingo» (1975), «Death race 2000» (1975), «Capone» (1975), «The prisoner of second avenue» (1975), «The Lord’s of Flatbush» (1974), «Klute» (1971), «Bananas» (1971), «No place to hide» (1970), «Lovers and other strangers» (1970), «The party at Kitty and Stud’s» (1970).