Κριτική ταινίας: Μνημείων Άνδρες
Ο Τζορτζ Κλούνεϊ σκηνοθετεί μια ιστορική κομεντί που έχει ως κέντρο αναφοράς τη διάσωση ανεκτίμητων έργων τέχνης από τη λαίλαπα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και τις βαρβαρότητες των κατακτητών.
Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, το ότι τάχθηκε πρόσφατα υπέρ της επιστροφής των μαρμάρων του Παρθενώνα στην Ελλάδα, κατά τη συνέντευξη τύπου στο Φεστιβάλ του Βερολίνου για τη νέα του ταινία «The Monuments Μen».
Βασισμένη στο ομότιτλο βιβλίο του Ρόμπερτ Μ. Έντσελ, η ταινία «Μνημείων Άνδρες» (The Monuments Men) συγκεντρώνει μια πλούσια γκάμα γνωστών ηθοποιών και εμπνέεται από μια αληθινή ιστορία.
Καθώς η ήττα του Χίτλερ δεν ήταν αρκετά μακριά προς το τέλος του πολέμου και οι Ναζί κατέστρεφαν αδίσταχτα τα πάντα στο πέρασμά τους, ακόμη και βιβλία ή πολύτιμα έργα τέχνης, ο πρόεδρος Ρούζβελτ ανέθεσε σε μια επίλεκτη ομάδα Συμμάχων το δύσκολο έργο να βρει όσα μπορεί από τα έργα της πολιτιστικής κληρονομιάς διαφόρων λαών και να τα επιστρέψει εκεί όπου ανήκαν πριν την αρπαγή τους.
Η βασική ιδέα του έργου φαίνεται πρωτότυπη και θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση μιας αφήγησης συναρπαστικής και ίσως μοναδικής.
Ωστόσο, ο σκηνοθέτης δείχνει να βρίσκεται σε αμηχανία μην ξέροντας τι να κάνει με το πλούσιο υλικό (τόσο των ηθοποιών όσο και της ιστορίας) που βρίσκεται στη διάθεσή του και μας απογοητεύει, παραδίδοντας ένα έργο χωρίς καμία συνοχή, με διάσπαρτες σκηνές άλλοτε χιουμοριστικές και άλλοτε «σοβαρές» μέσα σε ένα περιβάλλον πολέμου και τρομοκρατίας, με γκρεμισμένα κίρια και στρατιώτες, που κινούνται κάπως άστοχα δεξιά και αριστερά.
Ο Κλούνεϊ προσπάθησε να σκηνοθετήσει μια πολεμική εποποιία, την αποστολή ανεύρεσης ενός θησαυρού που ανήκει σε όλη την ανθρωπότητα, μια αποστολή για την οποία ρίσκαραν τη ζωή τους άνθρωποι που δεν είχαν ιδέα από πόλεμο, καθώς ήταν συντηρητές έργων τέχνης ή διευθυντές μουσείων και που στοίχισε τη ζωή μερικών από αυτούς.
Η σκηνοθεσία του Κλούνεϊ δεν περνά καμιά ιδέα του τραγικού ή του μεγαλειώδους της πράξης αυτών των ανθρώπων, δεν επιχειρείται καμία εμβάθυνση στα πρόσωπά τους, αντίθετα περιορίζεται σε μια πολύ επιφανειακή επίδειξη κάποιων ενεργειών τους, δίνοντάς μας την εντύπωση ότι η παραγωγή έχει μαζέψει μια «στρατιά» από καλούς ηθοποιούς, τους έχει φορέσει τη στολή του στρατιώτη και τους περιφέρει άστοχα και άνευρα από εδώ και από εκεί, μέσα σε ένα ντεκόρ εξωτικά πολεμικό.
Το πάθος αυτών των χαρακτήρων για τα έργα τέχνης, η αυτοθυσία και ο ηρωισμός τους ίσα που αχνοφαίνονται καθώς η «γραφή» του σκηνοθέτη δείχνει να δίνει προτεραιότητα σε «έξυπνα» αστεία και γενικά σε ευτράπελες χιουμοριστικές σκηνές που δένουν άκομψα με το πλαίσιο της διήγησης.
Προσπαθώντας να κάνει το κοινό να γελάσει (αποφορτίζοντας ίσως τη βαρύτητα του θέματος και κερδίζοντας περισσότερα εισιτήρια), η ταινία στην πορεία ξεφεύγει από τον αντικειμενικό της στόχο. Το αποτέλεσμα είναι η παραγωγή ενός ελαφρύ θεάματος που δεν καταφέρνει να συγκινήσει.
Αν σας αρκεί η απλή παρουσία γνωστών και καλών ηθοποιών, θα πρότεινα να δείτε το φιλμ «Μνημείων Άνδρες». Σε διαφορετική περίπτωση, δεν θα το συνιστούσα.
Παίζουν: Τζορτζ Κλούνεϊ, Ματ Ντέιμον, Κέιτ Μπλάνσετ, Μπιλ Μάρεϊ, Τζον Γκούντμαν, Ζαν Ντιζαρντέν, Μπομπ Μπάλαμπαν, Χιου Μπόνβιλ. Η ταινία προβάλλεται απο την Odeon.
ΔΗΜΗΤΡΑ ΓΙΑΝΝΑΚΟΥ