«Θεσμοφοριάζουσες»: κριτική θεάτρου
Ο Γιώργος Κιμούλης θα περιοδεύσει σε όλη την Ελλάδα με τις «Θεσμοφοριάζουσες» του Αριστοφάνη.
Η Μάνια Στάικου γράφει κριτική για την παράσταση «Θεσμοφοριάζουσες» του Αριστοφάνη, σε σκηνοθεσία του Γιώργου Κιμούλη.
Άνεργος, ολίγον μισογύνης-δεν ξεπέρασε ποτέ το Οιδιπόδειο-και πολλαπλά λαβωμένος από την οικονομική κρίση, αναζητά το νέο ρόλο του σε ένα κατεστραμμένο κοινωνικό τοπίο. Αυτός ήταν ο «Συγγενής» του Γιώργου Κιμούλη, στην ελεύθερη διασκευή της αριστοφανικής κωμωδίας «Θεσμοφοριάζουσες» που συνυπέγραψε με τον γνωστό μπλόγκερ Πιτσιρίκο, σε μετάφραση του Κ.Χ. Μύρη (του Κώστα Γεωργουσόπουλου).
Η γνωστή αμηχανία πολλών σκηνοθετών για τον Αριστοφάνη, ξεπεράστηκε με μια καυστική αντιμνημονιακή σάτιρα που παρότι «πατούσε» στους αριστοφανικούς χαρακτήρες, αντλούσε τη δυναμική της από την παράδοση της επιθεώρησης. Το σχήμα-παρότι έχει δοκιμαστεί στο παρελθόν με αμφίβολα αποτελέσματα-αυτή τη φορά λειτούργησε ικανοποιητικά.
Ευρηματικό το κινηματογραφικό σκηνικό του Γιάννη Μετζικώφ πλαισίωνε με σύντομες, σπαρταριστές σκηνές την πλοκή-δημιουργώντας μια αισθητικά ενδιαφέρουσα «συνέχεια» με όσα διαδραματίζονταν επί σκηνής.
Το συμπλήρωναν ένα παλιό αυτοκίνητο, μια ξεχαρβαλωμένη παραδοσιακή πόρτα και λίγοι κίονες-απομεινάρια μιας «άλλης» Ελλάδας. Το «μάτι» δέσποζε σε ορισμένες εικόνες του σκηνικού και είχε διπλή σημειολογία: αποτελούσε έμμεσο σχόλιο στην παθητική στάση του σύγχρονου πολίτη που παρακολουθεί ως θεατής το «ελληνικό δράμα» αλλά «συναντούσε» και τον αριστοφανικό λόγο.
Σε αυτό το-σαν παλιό σινεμά- σκηνικό- «πρωταγωνίστησαν» στο χιουμοριστικό «εισαγωγικό» μοντάζ οι πολιτικοί με τις διαψευσμένες από την πραγματικότητα- ατάκες τους.
Το «Ποτάμι» και «Η ελιά», οι υπόγειες διασυνδέσεις της αστυνομίας με τη Χρυσή Αυγή, το δόγμα του μεταμοντέρνου στο θέατρο, οι μόδες του Φεστιβάλ Αθηνών αλλά και σύντομες αναφορές σε αναγνωρίσιμα πρόσωπα (στον Πέτρο Τατσόπουλο, στη Σώτη Τριανταφύλλου και στην Μαρία Ρεπούση) έδωσαν τον τόνο στην αιχμηρή διασκευή των Κιμούλη-Πιτσιρίκου-ένα σατιρικό ξεκαθάρισμα λογαριασμών στο νεφελώδες τοπίο της «κεντροαριστεράς».
Ο Ευάγγελος Βενιζέλος αποτέλεσε τον αγαπημένο «στόχο» της παράστασης, με τον Δημήτρη Πιατά να τον υποδύεται απολαυστικά ως «Μενέλαο-Μπένι», σε μια από τις καλύτερες στιγμές του, στο τελευταίο μέρος.
Το αίτημα για επιστροφή στις «θηλυκές αξίες» της παράστασης, αντιπαρατίθεται στην εξουσία και τις δομές μιας ανδροκρατούμενης, ανταγωνιστικής κοινωνίας. Και το ενδιαφέρον είναι ότι έχει αποδέκτες και τις ίδιες τις γυναίκες-αυτές που διαμορφώνουν τους αυριανούς πολίτες και που ένα μεγάλο μέρος τους προσαρμόστηκαν στους ανδρικούς κώδικες.
Η μαινόμενη φεμινιστική περσόνα της Φαίης Ξυλά, αποδόθηκε με συνέπεια και μπρίο. Ο Θανάσης Αλευράς και ο Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος αποτέλεσαν αξιοπρόσεκτο κωμικό δίδυμο, με την «αέρινη» κινησιολογία τους.
Ο Χάρης Χιώτης-χάρη και στο αβανταδόρικο, καλογραμμένο κομμάτι που κλήθηκε να ερμηνεύσει-σκόρπισε το γέλιο στο ρόλο του αφελούς τοξότη-(άνδρα των ΜΑΤ). Τα κοστούμια του Γιάννη Μετζικώφ ήταν ετερόκλητα ως προς τη ταυτότητα της εποχής τους- σύγχρονα, αλλά και με επιρροές από τα ‘50’s, φλέρταραν και με το επιτηδευμένο κιτς. Προσεγμένη και δυναμική η κινησιολογία του 14μελούς χορού (με την επίβλεψη της Έλενας Γεροδήμου).
Η μουσική του Διονύση Τσακνή, οργανικά ενταγμένη στο θεατρικό σύνολο. Σωστοί φωτισμοί από την Κατερίνα Μαραγκουδάκη. Επόμενοι σταθμοί της περιοδείας: 25 Ιουνίου στο Ανοιχτό Θέατρο Παπάγου και 29 Ιουνίου στο Πόρτο Ράφτη («Κινηματογράφος Άλεξ»).
Μάνια Στάικου