Κριτική ταινίας: «Κάποτε στη Νέα Υόρκη»
Η σαγηνευτική Μαριόν Κοτιγιάρ μεταμορφώνεται σε τραγική ηρωίδα μέσα στο κοινωνικό δράμα «Κάποτε Στη Νέα Υόρκη» (The Immigrant) του Τζέιμς Γκρέι. Τα χαρακτηριστικά της παίρνουν τη λάμψη, τη χάρη και το μυστήριο μοιραίων γυναικών αλλοτινών εποχών, θυμίζοντας σταρ του βωβού σινεμά.
Ο ξεχωριστός Τζέιμς Γκρέι, του οποίου οι δημιουργίες («Η Νύχτα Μας Ανήκει», «Two Lovers») δεν συμβαδίζουν με το στυλ των σύγχρονων αμερικανικών παραγωγών, σκηνοθετεί μια ιστορία που φέρει άρωμα παλιού καιρού, τόσο ως προς την πλοκή και τη σύνθεση των χαρακτήρων της, όσο και ως προς την ατμόσφαιρα μέσα στην οποία μας βυθίζει.
Βαθιά επηρεασμένος από τις ρωσικές καταβολές του και από τις επαγγελματικές αποτυχίες του πατέρα του, ο Γκρέι γίνεται ένας σκηνοθέτης που αγαπά τους losers, τους περιθωριακούς, τους μετανάστες και τους φτωχούς, όλους όσους αδυνατούν να γνωρίσουν μια κοινωνική ανέλιξη και να ανταποκριθούν στο αμερικανικό όνειρο.
Η νέα του ταινία μιλά για μια πολωνή μετανάστρια, την Εύα, που προσπαθεί να εγκατασταθεί στη «Γη Της Επαγγελίας», την Αμερική. Το πρόβλημα με την άρρωστη αδελφή της και οι περιπέτειες που ακολουθούν, όταν η Εύα πέφτει στα δίχτυα ενός προαγωγού (Χοακίν Φοίνιξ), αποτελούν στοιχεία πλοκής που παραπέμπουν στις «Δύο Ορφανές» του Γκρίφιθ, μια ταινία του 1921, (συμπτωματικά τον ίδιο χρόνο εξέλιξης της ιστορίας του «Κάποτε Στη Νέα Υόρκη»).
Η Εύα θα περάσει πολλές δοκιμασίες και θα προσπαθήσει να επιβιώσει μέσα σε ένα περιβάλλον ξένο για αυτή, ύπουλο και ενίοτε εχθρικό. Θα βρεθεί αντιμέτωπη με σοβαρά διλήμματα, και θα εμπλακεί σε καταστάσεις που την ξεπερνούν. Σαν μιαν άλλη Jean d’Arc, θα υπομείνει με εγκαρτέρηση το μαρτύριό της αναδεικνύοντας ένα ψυχικό σθένος ξεχωριστό, παρά την ευαισθησία και την τρωτότητα του χαρακτήρα της. Η ερμηνεία και η εξωτερική εμφάνιση της Κοτιγιάρ θυμίζει σε κάποια σημεία την ηρωίδα του Dreyer από το μυθικό φιλμ «Jean d’Arc», μια υποψία που έρχεται να επιβεβαιώσει ένα συγκεκριμένο πλάνο, όπου η Εύα φορά στο κεφάλι ένα είδος στέμματος, το σχήμα του οποίου μοιάζει με εκείνο της Maria Falconetti.
Ο Χοακίν Φοίνιξ ερμηνεύει με θαυμαστή δεξιοτεχνία έναν περίπλοκο χαρακτήρα σκοτεινό, έναν χειραγωγό γεμάτο αντιφάσεις και επιπλέον ερωτευμένο, με τις τύψεις να τον καταδιώκουν συνεχώς, ώσπου η μετάνοια ή ο έρωτας να τον εξυψώσουν δίνοντας του τα χαρακτηριστικά μυθιστορηματικού προσώπου, βγαλμένου από κάποιο έργο της λογοτεχνίας του περασμένου αιώνα.
Η φανερή προσπάθεια αύξησης των συγκινήσεων και μετάδοσης έντονων συναισθημάτων, κατά την εξέλιξη της ιστορίας, φορτίζει το σύνολο με χαρακτηριστικά δυνατού μελοδράματος.
Η έννοια της συγχώρεσης βρίσκει σημεία αναφοράς σε μια αφήγηση όπου η πορνεία κρύβεται πίσω από το πέπλο του θεάτρου του δρόμου και των ταχυδακτυλουργιών, όπως και τα πρόσωπα παίζουν το καθένα το ρόλο τους, μέχρι τη στιγμή της αποκάλυψης του πραγματικού τους εαυτού.
Το εσωτερικό δράμα των προσώπων αντανακλάται περίτεχνα στις εναλλαγές φωτός και σκοταδιού ή στις καφέ και μελανές αποχρώσεις του ντεκόρ. Η φωτογραφία του Ντάριους Κόντζι («Amour») δείχνει να έχει εμπνευστεί από πίνακες των αρχών του αιώνα, συνθέτοντας ένα περιβάλλον μέσα στο οποίο θα πρότεινα να «βρεθείτε».
Σκηνοθεσία: Τζέιμς Γκρέι. Παίζουν: Μαριόν Κοτιγιάρ, Χοακίν Φίνιξ, Τζέρεμι Ρένερ. Εταιρεία Διανομής: SPENTZOS
ΔΗΜΗΤΡΑ ΓΙΑΝΝΑΚΟΥ