Ένα κειμενάκι αέρινο και προσωρινό όπως το καλοκαίρι, φόρος τιμής στο Ημερολόγιο που κάποιοι κράτησαν κάποτε.
Δεν ξέρω αν η συνήθεια του ημερολογίου έχει ξεμείνει σε κανέναν μας. Ίσως να αφορά μόνο τις μικρότερες ηλικίες, τους εφήβους, ας πούμε. Δεν τολμάω να ρωτήσω κανέναν τους, απ΄το φόβο της απάντησης που υποψιάζομαι πως θα εισπράξω. Και αυτό γιατί θεωρώ πιθανότερο το facebook να έχει γίνει το νέο «ημερολόγιο» σκέψεων και συναισθημάτων, με περισσότερες μάλιστα δυνατότητες. Φωτογραφίες, σχόλια, βίντεο και τα συναφή. Λογικό…
Όχι, αυτό το άρθρο δεν σκοπεύει να πάρει γραφικό χαρακτήρα εξιδανικεύοντας το παρελθόν. Ωστόσο, ένα τσίμπημα νοσταλγίας πρέπει να το καταθέσω. Δημιουργήθηκε διαβάζοντας κάτι που είπε η Αναϊς Νίν: «Μόνο όταν ξεκίνησα να γράφω ημερολόγιο, ανακάλυψα τον τρόπο να παγιδεύσω τη στιγμή».
Το να κρατάς ημερολόγιο ήταν μια
ιεροτελεστία, μια διαδικασία τόσο προσωπική που κατέληγε συνωμοσία με τον εαυτό σου. Η συνήθεια του να περιγράφεις στο νοερό σου αναγνώστη όσα συνέβησαν στη διάρκεια της ημέρας, διέθετε κάτι το λυτρωτικό, ήταν μιας μορφής ψυχοθεραπεία. Ανακουφιζόσουν από όσα είχες μέσα σου, «ξέρναγες» το μελάνι του
θυμού ή της οργής σου, «κεντούσες» τα θετικά συναισθήματα με ωραίες λέξεις, επέμενες με το στυλό σε όσα ήθελες να εστιάσεις, αυτό το επίμονο, συστηματικό, χειροποίητο μπολντάρισμα γινόταν ένα με τις σκέψεις σου και με κάποιον τρόπο μαγικό τούς επέτρεπε ή και τις προκαλούσε να εισχωρήσουν μέσα στην υπερτονισμένη λέξη και, όταν έκλεινες το ημερολόγιο, το μελάνι διαχεόταν στις κοντινές σελίδες και το άνοιγες την επόμενη μέρα, αλλά η μουντζούρα δεν σε χαλούσε, γιατί ήταν κάτι σημαντικό αυτό το αποτυπωμένο. Σημάδευε τις σελίδες, όπως είχε σημαδέψει και σένα και ταυτιζόσουν με εκείνες τις μουντζούρες και σ' άρεσε.
Το γεγονός ότι έγραφες μόνο για τον εαυτό σου, έδινε στο γράψιμό σου
αυθορμητισμό και ελευθερία. Έλεγες τα πράγματα χωρίς αυτολογοκρισία, ξαφνικά οι σελίδες γέμιζαν αλήθειες και ας ήταν κάποιες απλώς προσωρινές που, όταν επέστρεφες, γελούσες, ντρεπόσουν, ίσως λίγο κοκκίνιζες και δως του να σκίζεις σελίδες ή να σβήνεις πάλι με το μελάνι αρωγό χαράσσοντας ακατάσχετες γραμμές στις φράσεις ή τις παραγράφους (ή εκείνο το όνομα) που ήθελες να εξαφανίσεις. Και έκλεινες πάλι το ημερολόγιο και ένιωθες ότι είχες κάνει μια μικρή
επανάσταση, είχες πάρει εκδίκηση. Είχες μόλις αφαιρέσει από το πολύτιμο χώρο-προέκταση του εαυτού σου το περιττό, το ανεπιθύμητο, υπήρχε καλύτερη απόδειξη της απόφασής σου;
Το ημερολόγιο ήταν μια καθημερινή πρακτική και για πολλούς συγγραφείς. Η Σύλβια Πλαθ, ο Μαρκ Τουέιν, η Σαρλότ Μπροντέ, Ο Χέμινγουεϊ, η Αναίς Νιν, ο Τζακ Κέρουακ και άλλοι άφησαν σημαντικά δείγματα ημερολογιακής γραφής που επέτρεψαν να καταλάβουμε ακόμη καλύτερα το έργο και την προσωπικότητά τους.
Γιατί τα θυμηθήκαμε όλα αυτά; Είναι που είναι καλοκαίρι και που κάπως θες κάπου να κρύψεις με ασφάλεια αυτά που ζεις, που νιώθεις, που σου συμβαίνουν και που ονειρεύεσαι. Να βρεις μια γωνιά δροσερή και σκιερή και εκεί
να φυλάξεις το δικό σου καλοκαίρι, για να το επισκέπτεσαι, όταν έξω κάνει χειμώνα, να σε ζεσταίνει και να τα λέτε μυστικά.
Φόρος τιμής στο καλοκαίρι είναι αυτό το αρθράκι που σκαρώθηκε σαν από μόνο του και που κρύβει μια σιωπηλή προτροπή (και υπόσχεση) φέτος να κρατήσουμε ημερολόγιο, υπενθύμιση των καλών που μας συμβαίνουν, αντίδοτο στην γκρίνια για όσα αργούν και δεν έρχονται ή όταν φτάνουν δεν είναι εκείνο που είχαμε φανταστεί.
Αν πάλι δεν τα καταφέρω, ούτε και εσείς, υπάρχει πάντα ο
Σεφέρης.
«Ανάμεσα στην ισημερία της άνοιξης και την ισημερία του φθινοπώρου
εδώ είναι τα τρεχάμενα νερά
εδώ είναι ο κήπος
εδώ βουίζουν οι μέλισσες μες στα κλωνάρια
και κουδουνίζουνε στ’ αυτιά ενός βρέφους
και ο ήλιος νά!
και τα πουλιά του παραδείσου
ένας μεγάλος ήλιος πιο μεγάλος απ’ το φως»
Πρωί, Ημερολόγιο Καταστρώματος Α’, Γιώργος Σεφέρης
Χριστίνα Χρυσανθοπούλου
[email protected]