Το «Batman v Superman: Η αυγή της δικαιοσύνης» είναι μια αποτυχία υπερηρωικών διαστάσεων

batman-v-superman-superman
ΠΕΜΠΤΗ, 24 ΜΑΡΤΙΟΥ 2016

Ήταν μια από τις πιο πολυαναμενόμενες ταινίες των τελευταίων ετών, για αυτό η απογοήτευση είναι μεγαλύτερη. Διαβάστε την spoiler-free κριτική μας.

Η Marvel έχει καταφέρει να κυριαρχήσει στο κινηματογραφικό μποξ όφις τη δεκαετία που διανύουμε. Με μεθοδικότητα κατάφερε να φτάσει σε ένα σημείο στο οποίο μπορεί να φέρνει μπροστά χαρακτήρες από το τρίτο και το τέταρτο ράφι και να τους αναδεικνύει σε πρωταγωνιστές, με τον κόσμο να παθαίνει πανζουρλισμό στην προοπτική μιας νέας τους ταινίας. Παρόλα αυτά, οι δύο μεγαλύτεροι και διαχρονικά πιο δημοφιλείς υπερήρωες ανήκουν στο δυναμικό της DC Comics. Ο λόγος φυσικά γίνεται για τον Σούπερμαν και τον Μπάτμαν. Από την άλλη βέβαια, η DC βρίσκεται στα χέρια της Warner Bros και αυτή τη στιγμή βρίσκεται ήδη πάρα πολύ πίσω σε σχέση με την Marvel. Τι καλύτερη ιδέα λοιπόν από το να βάλεις αυτούς τους δύο στην ίδια ταινία, αλλά στο αντίπαλο στρατόπεδο;

Σε πρώτη φάση, αυτή η ιδέα προκάλεσε χαμό κατά την ανακοίνωσή της στο Comic-Con. Ήταν η ίδια χρονιά που η Marvel ανακοίνωσε απλά τον τίτλο της δεύτερης ταινίας των «Εκδικητών» («Η εποχή του Ultron») και κάπου εκεί ξεκίνησαν τα thinkpieces μήπως τελικά έφτασε η στιγμή η DC Comics να σπάσει την παντοκρατορία της Marvel. Παρά τις θετικές σκέψεις πάντως, υπήρχαν κάποιοι παράμετροι που δεν μπορούσες να παραγνωρίσεις. Τη σκηνοθεσία της κινηματογραφικής κόντρας των Μπάτμαν και Σούπερμαν ανέλαβε ο Ζακ Σνάιντερ, σκηνοθέτης του κάκιστου «Ανθρώπου από ατσάλι», ο οποίος αρέσκεται στο να κάνει ταινίες με σούπερ ήρωες οι οποίοι να είναι πολύ μακριά από τις κόμικ ρίζες τους και να υπάρχει η αίσθηση ότι παρακολουθείς κάτι βαθύ. Μόνο που αν θέλουμε να δούμε κάτι τέτοιο, θα επιλέξουμε κάποια ταινία του Τέρενς Μάλικ και όχι ένα WWE ανάμεσα σε έναν ημίθεο που φοράει το εσώρουχό του πάνω από το παντελόνι και έναν πολυεκατομμυριούχο που το βράδυ ντύνεται νυχτερίδα και βοηθάει την αστυνομία.

Πριν πούμε ο,τιδήποτε άλλο, να ξεκαθαρίσουμε ότι αγαπάμε αυτούς τους δύο υπερήρωες. Μεγαλώσαμε με τις ιστορίες τους και είναι ένα αναπόσπαστο κομμάτι της ποπ ζωής μας. Συνεπώς, ένα τέτοιο πρότζεκτ φυσικά και μας αφορά και νιώθουμε ξανά 15 χρονών μπαίνοντας στην αίθουσα. Ο ενθουσιασμός ωστόσο σε αυτή την περίπτωση δεν ήταν όσο μεγάλος θα έπρεπε. Τα trailer της ταινίας ήταν χαοτικά, φέρνοντας πιο πολύ στην αισθητική του «Ανθρώπου από ατσάλι» παρά σε ο,τιδήποτε έχει σχέση με αθώες και πολύχρωμες κόμικ ιστορίες. Είπαμε να μην ενδώσουμε στους φόβους μας και να μείνουμε ανοιχτόμυαλοι, δε δικαιωθήκαμε όμως, αφού το «Batman v Superman: Η αυγή της δικαιοσύνης» μας απογοήτευσε με κάθε πιθανό τρόπο.

Όσο και αν η ταινία θέλει να μας πείσει πως το διακύβευμα είναι η διαμάχη του Μπάτμαν με τον Σούπερμαν και πως αυτή είναι μια κόντρα που έχει σημασία, διαψεύδει η ίδια τον εαυτό της, χρησιμοποιώντας το συγκεκριμένο φιλμ ως έναν μέσο για να χτίσει ένα ευρύτερο κινηματογραφικό σύμπαν με πολλές προεκτάσεις. Η διαφορά της Marvel είναι ότι δημιούργησε το δικό της κινηματογραφικό σύμπαν σε βάθος ετών και με προγραμματισμό. Σε κάθε ταινία της διηγείται μια ολοκληρωμένη ιστορία, η οποία απλά τυγχάνει να είναι μέρος ενός μεγαλύτερου συνόλου. Στην «Αυγή της δικαιοσύνης λοιπόν αυτή η εντύπωση συνοχής και υπολογισμού είναι ανύπαρκτη. Η ταινία έρχεται ως συνέχεια των γεγονότων του «Ανθρώπου από ατσάλι» και οδηγεί στον κόσμο της «Justice League», χωρίς τίποτα απ’ ό,τι συμβαίνει εδώ να έχει σημασία από μόνο του αν δεν έχεις δει τι συνέβη πριν ή τι θα ακολουθήσει μετά.

Ο Σούπερμαν του Χένρι Καβίλ δε μας εντυπωσίασε στον «Άνθρωπο από ατσάλι» και δεν αλλάζουμε άποψη μετά την «Αυγή της δικαιοσύνης». Μπορεί να χωράει μια χαρά στα ρούχα του Σούπερμαν, αλλά είναι βαρετός, μονοδιάστατος, ουδέτερος και δίχως ίχνος χιούμορ. Αυτό που παίρνουμε είναι ένας ρομποτοποιημένος Σούπερμαν, ανέκφραστος και δίχως κανένα αληθινό ενδιαφέρον. Αυτομάτως λοιπόν το ενδιαφέρον στρέφεται στον Μπάτμαν του Μπεν Άφλεκ. Δεν έχουν περάσει ούτε τέσσερα χρόνια από την τελευταία ταινία Μπάτμαν του Κρίστοφερ Νόλαν, με τον Κρίστιαν Μπέιλ να έχει ταυτιστεί με το ρόλο. Είναι δύσκολο λοιπόν να συνηθίσουμε κάποιον άλλο ηθοποιό στο ρόλο, πόσο μάλλον όταν δεν έχει παρουσιαστεί προηγουμένως και ρίχνεται κατευθείαν στο «ρινγκ».

Καταρχάς, ο Μπάτμαν της ταινίας υποτίθεται πως βρίσκεται στα τελειώματά του ως σκοτεινός ιππότης. Έχει πια μεγαλώσει για να κάνει αυτή τη δουλειά και αναλαμβάνει να αντιμετωπίσει τον Σούπερμαν ως τελευταία αποστολή. Καθώς ο Σούπερμαν «έφερε» στη Γη τον Ζοντ και τους φίλους του, τους οποίους για να τους νικήσει κατέστρεψε τη μισή Metropolis με πολλές παράπλευρες απώλειες αθώων ανθρώπων, βρέθηκε από ήρωας σε θέση κατηγορούμενου. Φυσικά ο Μπάτμαν είναι άνθρωπος και δεν έχει τύχη σε μια μάχη σώμα με σώμα με τον Σούπερμαν, για αυτό θα βρει άλλες μεθόδους να τον αντιμετωπίσει. Ας επιστρέψουμε όμως στον Άφλεκ. Βρίσκεται πια στα 43 του, αλλά δε δείχνει καθόλου καταβεβλημένος ή ότι μπορεί να είναι παλαίμαχος. Ο Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ είναι 50 ετών και στέκεται μια χαρά ως Iron Man. Γιατί λοιπόν να θεωρήσουμε «τελειωμένο» τον Μπάτμαν του Άφλεκ;

Όσο και αν αυτό συγκαταλέγεται στα προβλήματα της ταινίας, δεν είναι το μεγαλύτερο. Η αρχή είναι καλή, δίνοντας έμφαση στην ανθρώπινη οπτική γωνία του Μπάτμαν, χτίζοντας ατμόσφαιρα και κάνοντας πιστευτά τα κίνητρά του. Επειδή όμως ο Ζακ Σνάιντερ θέλει να διαχειριστεί τόσα πολλά πράγματα που οι 2,5 ώρες του φιλμ δεν είναι αρκετές για να αναπτυχθούν, δεν αφήνει ούτε τον Μπάτμαν μα ούτε και τον Σούπερμαν να «αναπνεύσουν» και έτσι τους φέρνει σε μια διαμάχη χωρίς να έχουμε ενδιαφερθεί πραγματικά για κανέναν από τους δύο και χωρίς να έχουν αναπτυχθεί οι χαρακτήρες τους και ο περίγυρός τους.

Στο ενδιάμεσο αυτής της τιτανομαχίας υπάρχει ο χαρακτήρας της Wonder Woman. Είναι πραγματικά απορίας άξιο πώς οι Warner Bros και DC Comics δεν έχουν καταφέρει να βρουν χώρο στη μεγάλη οθόνη για έναν τόσο δυναμικό, αγαπητό και αβανταδόρικο χαρακτήρα, αλλά στην περίπτωσή μας κάλλιο αργά παρά ποτέ. Την Wonder Woman αναλαμβάνει να υποδυθεί η Ισραηλινή Γκαλ Γκαντότ και αν αρχικά υπήρχαν αρκετές ενστάσεις για το πρόσωπό της, μπορούμε να πούμε πως είναι η πιο αξιοπρεπής παρουσία. Φυσικά και το επίκεντρο βρίσκεται στους Μπάτμαν και Σούπερμαν και η Wonder Woman έχει περιφερειακό ρόλο, με στόχο να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στη συνέχεια του κινηματογραφικού σύμπαντος της DC Comics, όταν όμως πρέπει να έρθει μπροστά είναι πολύ καλή και είναι κρίμα που μας συστήνεται σε αυτό το φιλμ και όχι σε κάποια δική της περιπέτεια. Θα μπορούσε να λειτουργήσει πολύ καλύτερα για όλους.

Η πιο αμφιλεγόμενη παρουσία και αυτή που θα συζητηθεί περισσότερο είναι αυτή του Τζέσι Άιζενμπεργκ στο ρόλο του Λεξ Λούθορ. Το ξέρουμε πως ο Λούθορ είναι μια σατανική ιδιοφυία, η ερμηνεία του Άιζενμπεργκ προσπαθεί να το υπερτονίσει όμως με κάθε τρόπο, με αποτέλεσμα να μπαίνει στην κατηγορία του καρτουνίστικου villain, βρισκόμενος σε ένα περιβάλλον που μισεί ο,τιδήποτε καρτουνίστικο. Το αποτέλεσμα είναι να βρίσκεται εκτός τόπου και χρόνου και αν και θα μπορούσε να είναι απολαυστικός σε κάποια άλλη ταινία, εδώ σου προκαλεί γέλιο χωρίς αυτός να είναι ο σκοπός. Η παρουσία του αποδεικνύεται κομβική για την εξέλιξη της ταινίας, αφού κινεί τα νήματα για να συμβούν διάφορα πράγματα, δεν καταφέραμε ωστόσο να τον συνηθίσουμε όσο και αν προσπαθήσαμε.

Το μεγαλύτερο πρόβλημα της ταινίας παρουσιάζεται καθώς εισέρχεται στο τρίτο και τελευταίο μέρος της, το οποίο αποτελείται από μεγάλες μάχες. Δε θα αποκαλύψουμε μυστικά της πλοκής, θα πούμε όμως πως η τελική μάχη έρχεται απότομα, όταν έχουμε ξενερώσει από μια συγκεκριμένη ανατροπή στη σχέση των δύο πρωταγωνιστών και εκτός του ότι δεν έχει προετοιμαστεί καταλλήλως, η χρήση κακών CGI είναι τέτοια που προκαλεί πονοκεφάλους και δυσκολία παρακολούθησης σχετικά με το ποιος πολεμάει ποιον. Όλα γίνονται στο σκοτάδι μέσα από εκρήξεις που ακολουθούνται και το αποτέλεσμα είναι αντιαισθητικό, ανέμπνευστο και πρόχειρο. Και όλα γίνονται ακόμη χειρότερα με την πάγια τακτική του Σνάιντερ να προσπαθεί να δώσει ένα μεγαλύτερο νόημα. Εδώ καταπιάνεται με τη σχέση των πρωταγωνιστών της ταινίας με τους γονείς τους, αλλά η διαχείριση είναι τόσο άγαρμπη και κακή σε timing ώστε σε πετάει έξω από την ταινία στα πιο κρίσιμα σημεία της.

Όπως θα καταλάβατε, δε θαμπωθήκαμε καθόλου από την αίγλη του «Batman v Superman: Η αυγή της δικαιοσύνης». Για κάθε ένα καλό που προσπαθεί να κάνει, υπάρχουν άλλα δύο που θα σε κάνουν να θες γελάσεις (όχι λόγω του χιούμορ, το οποίο είναι ανύπαρκτο δια ροπάλου) ή να κάνεις facepalm ή και τα δύο μαζί. Είναι η πιο ιδιαίτερη, φιλόδοξη και μπερδεμένη υπερηρωική ταινία των τελευταίων ετών, όλα γυρνούν παρόλα αυτά εις βάρος της λόγω του οράματος της Warner Bros για ένα κοινό σύμπαν «εδώ και τώρα» και της οπτικής του Ζακ Σνάιντερ που απλούστατα δεν κάνει για αυτή τη σειρά ταινιών και δεν μπορούμε να περιμένουμε τίποτα καλό από τον ίδιο σε αυτό το πλαίσιο. Φυσικά και θα δούμε τις επόμενες ταινίες που έχουν προγραμματιστεί σε αυτό το νεοσύστατο κινηματογραφικό σύμπαν, το μέλλον τους πάντως (σε ποιοτικό επίπεδο, το εμπορικό κομμάτι είναι μια εντελώς διαφορετική κουβέντα) διαφαίνεται πιο σκοτεινό και από την προσέγγιση του Σνάιντερ.

Η ταινία «Batman v Superman: Η αυγή της δικαιοσύνης» κυκλοφορεί στις αίθουσες από την Tanweer.

Γιάννης Μόσχος

[email protected]