Αγγελική Δαρλάση: "Μέσω της ανάγνωσης μπορούμε να ελπίζουμε σε καλύτερους, αυριανούς πολίτες"
Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Παιδικού Βιβλίου (2 Απριλίου)μιλήσαμε με τη συγγραφέα Αγγελική Δαρλάση για την αξία της ανάγνωσης, τα δικά της αγαπημένα μυθιστορήματα αλλά και τα κριτήρια με τα οποία ένας γονιός μπορεί να επιλέξει βιβλίο για το παιδί μου.
Η Αγγελική Δαρλάση έχει σπουδάσει Θεατρολογία, Παραστατικές Τέχνες και δημιουργική γραφή. Είναι πολυπράγμων και έχει ασχοληθεί με τον κινηματογράφο και το θέατρο, μεταξύ άλλων. Κυρίως όμως, είναι συγγραφέας. Οι βραβεύσεις που ακολουθούν τα βιβλία της είναι σημαντικές. Το βιβλίο "Όταν έφυγαν τα αγάλματα" είναι υποψήφιο για το Βραβείο του Κύκλου του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου στην κατηγορία του εφηβικού-νεανικού βιβλίου. Με αυτή της την ιδιότητα λοιπόν της ζητήσαμε να απαντήσει σε μερικές ερωτήσεις που αφορούν το παιδικό βιβλίο και τη σημασία του.
Πόσο σημαντικό είναι το βιβλίο για τα παιδιά;
Όσο σημαντικό θέλουμε να είναι και του αναγνωρίζουμε ότι είναι. Υπάρχουν πολλοί που δεν βλέπουν την ανάγνωση βιβλίων ως αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητάς τους, δεν τους είναι μια αγαπημένη συνήθεια και, άρα, ούτε και των παιδιών τους∙ θεωρητικά, μπορούν να ζήσουν μια χαρά χωρίς αυτή τη συνήθεια.
Η λογοτεχνία όμως, όπως και οι τέχνες γενικότερα, ο πολιτισμός αφορούν την ανάγκη του ανθρώπου για «ευ ζην», την ανάγκη για ψυχική και πνευματική έκφραση, αναζήτηση και καλλιέργεια∙ ιδιαίτερα σημαντική ανάγκη, που δεν αποτελεί πολυτέλεια, και που προκύπτει αμέσως μόλις ικανοποιούνται οι βασικές ανάγκες επιβίωσης.
Στο μυθιστόρημά μου «Τότε που κρύψαμε έναν άγγελο», ένας τυφλός ποιητής και μια βιβλιοθηκονόμος που φυγαδεύουν βιβλία από τη δημόσια βιβλιοθήκη προκειμένου να μην καταστραφούν από τους βομβαρδισμούς, αισθάνονται ανήμποροι που δεν μπορούν να βοηθήσουν τα παιδιά (πρωταγωνιστές της ιστορίας) που τρέχουν να γλιτώσουν από τον πόλεμο.
Βλέποντάς τα έτσι πεινασμένα και διψασμένα σκέφτονται πως για πρώτη φορά θα προτιμούσαν το φορτηγάκι τους να ήταν γεμάτο από νερό και ψωμί, αντί για βιβλία. Λίγο μετά όμως αναθεωρούν∙ βλέπετε, παραδέχονται πως σώζοντας βιβλία, ουσιαστικά ψωμί και νερό έσωζαν, το ψωμί και το νερό του ανθρώπινου νου. Κι όταν η γυναίκα βάζει στον σάκο των παιδιών τρία βιβλία, αφού δεν έχει τίποτε άλλο να τους δώσει, «το κάνει με την ίδια έγνοια κι αφοσίωση που μια μάνα βάζει στον σάκο του παιδιού της ψωμί και νερό… Για τον δρόμο».
Τι τους προσφέρει το βιβλίο και πώς μπορούν να αξιοποιήσουν αυτή τη δυνατότητα οι γονείς;
Λίγο πολύ είναι γνωστά τα οφέλη της ανάγνωσης βιβλίων∙ βοηθάει στη γλωσσική ανάπτυξη, στην ανάπτυξη της φαντασίας κι ως εκ τούτου στην καλλιέργεια της κριτικής σκέψης και της ενσυναίσθησης. Προσφέρει πνευματική και ψυχική καλλιέργεια, με λίγα λόγια.
Το βιβλίο μοιάζει με ταξίδι. Ταξίδι στον χώρο και στον χρόνο. Κι είναι ωραίο να είμαστε ταξιδιώτες (και όχι τουρίστες). Ταξίδι σημαίνει άνοιγμα του νου και της ψυχής, σημαίνει φεύγω από τον μικρόκοσμό μου και γνωρίζω, γοητεύομαι από την ύπαρξη άλλων κόσμων.
Σίγουρα όσα κερδίσουν από τη σχέση τους με τα βιβλία τα παιδιά θα τα αξιοποιήσουν, πολλές φορές ασυνείδητα, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα. Κι έτσι και μέσω της ανάγνωσης βιβλίων μπορούμε να ελπίζουμε σε καλλιεργημένους και σκεπτόμενους, κι άρα καλύτερους, αυριανούς πολίτες.
Ο καθένας επιλέγει με βάση το προσωπικό του αισθητικό κριτήριο, τα όσα έχει διαβάσει, τα όσα έχει πληροφορηθεί, τα όσα θα ήθελε πιθανόν να μεταδώσει ως αξίες στα παιδιά του. Καλό θα ήταν να λαμβάνει υπόψη του τις προτιμήσεις και τα ενδιαφέροντα του παιδιού του, καθώς και να του προτείνει και κάποια πέρα από αυτά. Βοηθάει να είναι ο γονιός όσο περισσότερο ευαισθητοποιημένος και «διαβασμένος» μπορεί - τόσο στη σχέση με το παιδί του, αλλά κι ως αναγνώστης.
Όταν ένα παιδί συναντηθεί με ένα καλό βιβλίο αποκλείεται να μην υποκύψει στη γοητεία του. Έτσι θέλω να πιστεύω. Από την πλευρά μας ως γονείς ας φροντίσουμε να είμαστε έτοιμοι να δίνουμε στο παιδί το επόμενο βιβλίο και μαζί του να πάμε να ανακαλύψουμε και το μεθεπόμενο και πάει λέγοντας.
Πώς κάνουμε ένα παιδί φίλο με τα βιβλία;
Με το να είμαστε, κατ’ αρχάς, εμείς οι γονείς φίλοι των βιβλίων. Δεν νομίζω πως είναι λογικό να περιμένουμε από ένα παιδί ν’ αγαπήσει τα βιβλία αν εμείς είμαστε κολλημένοι στην τηλεόραση ή στο διαδίκτυο. Το να βλέπει ένα παιδί τον γονιό να διαβάζει είναι μια ισχυρή εικόνα που εγγράφεται μέσα του και το ακολουθεί. Πώς να αγαπήσει ένα παιδί το διάβασμα αν παραδίπλα από τα, πάρα πολλά, παιχνίδια δεν υπάρχει μια μικρή ή μεγάλη βιβλιοθήκη, αν δεν μπει ποτέ σε ένα βιβλιοπωλείο και σε μια βιβλιοθήκη και δεν έχουν «ξεχαστεί» εκεί μέσα γονιός και παιδί; Αν δεν συζητάμε μαζί του για όσα διάβασε, για όσα εμείς διαβάσαμε;
Ποια βιβλία πιστεύετε ότι πρέπει να έχει διαβάσει οπωσδήποτε ένα παιδί μέχρι την εφηβεία;
Νομίζω πως το ιδανικό θα ήταν να το ενθαρρύνουμε και να το βοηθάμε να διαβάσει όσα περισσότερα βιβλία μπορεί. Σίγουρα όμως θα φρόντιζα να του δώσω να διαβάσει και κάποια κλασικά βιβλία τόσο από την ελληνική, όσο και από την ξένη λογοτεχνία – αυτό κάνω και με τα παιδιά μου.
Ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου είχαν κι εξακολουθούν να έχουν οι ιστορίες του Άντερσεν – ειδικά «Η Βασίλισσα του χιονιού». Πάντα με γοητεύει, με συναρπάζει, με συγκινεί.
Όπως και ο «Πήτερ Παν» του Μπάρι, «Οι περιπέτειες του Τομ Σώγιερ» του Τουαίην κι «Η Πίπη Φακιδομύτη» της Λίντγκρεν. Λάτρεψα το «Κοντά στις ράγιες» της Ζέη. Αγάπησα το «Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα» του Λουντέμη.
Πόσο επίκαιρο είναι το μήνυμα του τελευταίου σας βιβλίου «Όταν έφυγαν τ’ αγάλματα» και γιατί επιλέξατε να καταπιαστείτε με το συγκεκριμένο θέμα;
Δεν γράφω έχοντας στον νου μου να μεταφέρω κάποιο μήνυμα. Το τι μεταδίδει κάθε ιστορία, το νόημά της, δεν μπορεί να είναι κλειστό και περιχαρακωμένο. Αλλιώς καταλήγεις να κάνεις διδαχή. Οφείλεις να είσαι ειλικρινής κι ουσιαστικός. Καταθέτεις όσα εσένα συγκινούν και προβληματίζουν ελπίζοντας πως κάπου θα συναντηθείς με τον αναγνώστη σου. Κι ο κάθε αναγνώστης θα κρατήσει ό,τι εκείνον τον άγγιξε, του «μίλησε» περισσότερο.
Το συγκεκριμένο μυθιστόρημά μου μιλάει για την απόκρυψη των αρχαιοτήτων του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου κατά τη διάρκεια Β΄ Παγκοσμίου πολέμου. Με γοήτευσε αυτή η ιστορία που οι περισσότεροι, δυστυχώς, δεν γνωρίζουμε. Και θέλησα να τη διηγηθώ μέσα από τα μάτια μιας έφηβης με μισοσχηματισμένο χέρι η οποία μεγαλώνοντας μέσα στο μουσείο κι εξαιτίας της διαφορετικότητάς της έχει αναπτύξει μια ιδιαίτερη σχέση με τ’ αγάλματα τα οποία και θεωρεί «ζωντανά».
Μ’ ενδιέφερε να δω πώς οι απλοί άνθρωποι διαχειρίστηκαν εντός τους τον πόλεμο. Τι σήμαινε γι’ αυτούς η απόκρυψη και ποια ήταν η σχέση τους με τα αρχαιολογικά ευρήματα. Με γοήτευσε η ιδέα πως άνθρωποι που δεν ήταν προορισμένοι να γίνουν ήρωες έκαναν εν τέλει κάτι τόσο σημαντικό για τον πολιτισμό. Θέλησα να μιλήσω για τη διαχρονική ανάγκη του ανθρώπου, να κρύψει ό,τι αγαπάει, ό,τι θεωρεί σημαντικό, ό,τι μπορεί να ορίζει τη δική του «μικρή πατρίδα», προκειμένου να το σώσει από τον πόλεμο. Όσο μικρό ή μεγάλο κι αν είναι αυτό. Νομίζω πως με όλα όσα συμβαίνουν σήμερα, μάλλον πρόκειται για ζητήματα ιδιαίτερα επίκαιρα.
Τα παιδιά είναι σφουγγάρια. Δεν έχουν αντιστάσεις επειδή δεν έχουν εμπειρίες. Έχουν όμως μεγάλη παρατηρητικότητα, ιδιαίτερη αντιληπτική ικανότητα, αίσθηση του δικαίου κι ένστικτο. Για τα παιδιά μερικά πράγματα μέσα στην πολυπλοκότητά τους μοιάζουν αυτονόητα και πολύ απλούστερα. Οι μεγάλοι νομίζω πως καλούμαστε ν’ αντισταθούμε, και τα παιδιά, που καταλαβαίνουν αμέσως, θα ακολουθήσουν το παράδειγμά μας∙ ν’ αντισταθούμε στη βία, στη μισαλλοδοξία, στον ρατσισμό, στη λήθη∙ δεν έχουμε άλλο όπλο παρά τις αξίες του ανθρωπισμού και της αλληλεγγύης, τον πολιτισμό και το ανοιχτό μυαλό.
Χριστίνα Χρυσανθοπούλου
[email protected]