Λένα Παπαληγούρα: «Καθώς μεγαλώνω με απασχολεί περισσότερο η διαδικασία παρά το αποτέλεσμα»
Η Λένα Παπαληγούρα επιστρέφει με τον «Μικρό Πρίγκιπα» στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά και εμείς θυμόμαστε μια παλαιότερη συνέντευξη μαζί της.
Φωτογραφίες: Χρυσαφένια Μόσχου
Σε μια συνέντευξη που είχε δώσει ο Ντέιβιντ Μπάουι πριν από κάποια χρόνια τόνισε ένα περίεργο φαινόμενο. Από τη στιγμή που έκλεισε τα 18 ένιωθε πως δε μεγάλωσε ποτέ περισσότερο και συνέχισε να συμπεριφέρεται σαν έφηβος γιατί έτσι ένιωθε, μέχρι που μια μέρα ξύπνησε και είδε τον εαυτό του να είναι πια πενηντάρης. Δεν είναι τυχαίες λοιπόν οι συγκρίσεις που έγιναν με τον Βρετανό μουσικό και τον «Μικρό Πρίγκιπα» του Σεντ-Εξιπερί. Αλήθεια όμως, πόσοι άνθρωποι μπορούν να πουν ότι τους συμβαίνει αυτό το φαινόμενο και ότι μεγαλώνοντας θυμούνται πώς ήταν ως νέοι ή ως παιδιά και ότι η καθημερινότητα της ενήλικης ζωής δεν επεμβαίνει και τους κάνει κυνικούς;
Το διαχρονικό παραμύθι του Σεντ-Εξιπερί θα μεταφερθεί στη σκηνή του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά σε μια από τις πιο πολυαναμενόμενες παραστάσεις του φθινοπώρου, με τον σκηνοθέτη Δημήτρη Μπογδάνο να οραματίζεται στο ρόλο του Μικρού Πρίγκιπα την Λένα Παπαληγούρα. Και αυτή η εκ πρώτης όψεως ανατρεπτική επιλογή βγάζει απολύτως νόημα, καθώς αυτό που θέλει να τονιστεί είναι η άφυλη και άχρονη φύση του ήρωα, τον οποίο καλούμαστε να ξαναδούμε πλέον ως ενήλικες αλλά με ανήλικη ματιά.
Για την Λένα Παπαληγούρα τώρα δε χρειάζονται ιδιαίτερες συστάσεις. Έχει καταξιωθεί ως μια από τις πιο επιτυχημένες ηθοποιούς της γενιάς της και δε φοβάται να δοκιμάζει καινούρια πράγματα, συνδυάζοντας τις ερμηνείες στα άκρα και την απόλυτη αθωότητα ενός παιδιού.
Αυτό το χειμώνα θα συνεχίσει για μια ακόμη σεζόν στον εμβληματικό ρόλο της «Κατερίνας» του Αύγουστου Κορτώ, θα τη δούμε ξανά στις «Τρεις αδερφές» του Τσέχωφ στο Θέατρο Πορεία και αναμένουμε με ανυπομονησία τη συμμετοχή της στο έργο «Οι τρεις ευτυχισμένοι» του Λαμπίς που θα παρουσιαστεί τον Γενάρη στο ίδιο θέατρο, δια χειρός Γιάννη Χουβαρδά. Και ενώ συνεχίζεται ακόμη η περιοδεία της «Λυσιστράτης» του Μιχαήλ Μαρμαρινού (η οποία ολοκληρώνεται στο Ηρώδειο στις 24 Σεπτεμβρίου), μιας από τις πιο σημαντικές και ανανεωτικές παραστάσεις του Αριστοφάνη που έχουμε παρακολουθήσει στην Επίδαυρο τα τελευταία χρόνια, ετοιμαζόμαστε να τη δούμε και στο σινεμά, με το αγγλόφωνο «Nocturne» του Κωνσταντή Φραγκόπουλου να συμμετέχει στις προσεχείς Νύχτες Πρεμιέρας (η προβολή είναι την Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου στις 22:00 στο Odeon Όπερα).
Όπως γίνεται αντιληπτό, ξεκινά άλλη μια πολύ γεμάτη σεζόν για την ηθοποιό, η οποία παραδέχεται πως πλέον δεν ενδιαφέρεται τόσο για τον προορισμό όσο για το ταξίδι που την έφερε ως εκεί. Με αφορμή λοιπόν τον «Μικρό Πρίγκιπα» τη συναντήσαμε και ξετυλίξαμε το κουβάρι του φετινού χειμώνα της. Την εφ’ όλης της ύλης συνέντευξη μπορείτε να τη διαβάσετε παρακάτω.
Ο Σεντ-Εξιπερί στην αρχή του βιβλίου του παρουσιάζει ένα επεισόδιο με έναν Τούρκο ο οποίος αναφέρει ότι ανακάλυψε έναν πλανήτη. Και όταν εμφανίζεται ως Τούρκος και μιλάει τουρκικά τον απορρίπτουν, ενώ όταν εμφανίζεται ενδεδυμένος σαν επιστήμονας τον θαυμάζουν όλοι. Βάζει λοιπόν τον ήρωα του να καλεί τους αναγνώστες να μην κρίνουν από εξωτερικά στοιχεία, να μην την διαβάσουν επιπόλαια αλλά να δουν την ουσία της ιστορίας. Πιάνομαι λοιπόν από εκεί για να σου απαντήσω γιατί νομίζω ότι τελικά είναι μια ιστορία γραμμένη από έναν ενήλικα, μια παράσταση ιδωμένη από ενήλικες που όμως απευθύνεται σε όλους. Αλλά απευθύνεται κυρίως στη καρδιά και όχι στο μυαλό τους. Και αν μου ζητάς να ερμηνεύσω το μότο που έγραψε ο Δημήτρης Μπογδάνος για τη παράσταση και εμένα με βρίσκει σύμφωνη, νομίζω ότι απευθύνεται σε ενήλικες και τους οδηγεί να ξαναθυμηθούν να βλέπουν με μια αθώα ματιά. Τους λέει «ας μείνουμε στο τι λέει η ιστορία και όχι στο αν είναι για παιδιά ή για μεγάλους». Μπορεί να μιλήσει εξίσου σε έναν ανήλικο θεατή για άλλα πράγματα και να θυμίσει σε έναν ενήλικο θεατή άλλα. Δεν πήραμε τον «Μικρό Πρίγκιπα» και τον κάναμε «κάπως», τον κάναμε επίτηδες σκληρό για να επικοινωνήσει με τους μεγάλους. Είναι η θέση και η αγάπη για αυτό το παραμύθι που μας οδήγησε. Και αναγκαστικά γινόμαστε κάποιες φορές πιο σκοτεινοί, γιατί το παραμύθι έχει αρκετό σκοτάδι. Προσπαθούμε μπροστά στα ματιά των θεατών να ανακαλύψουμε τι είναι τελικά αυτό το μεταφυσικό παιδί και ποια ανάγκη οδηγεί τον συγγραφέα-πιλότο στο να το επινοήσει. Που βρίσκεται μέσα σε εμάς, πότε εμφανίζεται και τι μας οδηγεί στο να το εφεύρουμε. Είναι νομίζω μια παράσταση για όλη την οικογένεια και ο καθένας θα δει αυτό που μπορεί, ανάλογα με τη φάση που είναι.
Πόσο σημαντικό είναι να τονιστεί ότι ο «Μικρός Πρίγκιπας» δεν έχει φύλο;
Νομίζω ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι αρκετά σημαντικό γιατί αν βλέποντας την παράσταση κάποιος σταθεί στο ότι εγώ είμαι κορίτσι κι όχι αγόρι, κάτι δε θα έχω πετύχει εγώ σωστά! Αυτό είναι ένα μεταφυσικό και αθώο πλάσμα που όμως ξέρει πολύ περισσότερα απ’ ό,τι οι ενήλικες και εκεί εστιάσαμε δουλεύοντας. Στην ποιητική του δηλαδή εκδοχή. Και η ποίηση δεν έχει φύλο. Τώρα γιατί ο Δημήτρης ήθελε να το κάνω εγώ; Έλα ντε! Νομίζω ίσως ήθελε να βγει ένα μείγμα αθωότητας και σοβαρότητας που ενδεχομένως να θεωρεί ότι υπάρχει σε εμένα. Έτσι είπε τουλάχιστον! Δεν ξέρω αν υπάρχει και μακάρι να υπάρχει και μακάρι να καταφέρω να βγει στην παράσταση. Εγώ δουλεύοντας δεν εστιάζω καθόλου στο θέμα του φύλου. Αυτό που προσπαθώ είναι να κατανοήσω αυτό το περίεργο που έχει αυτός ο χαρακτήρας, ο οποίος κουβαλάει ταυτόχρονα την ιστορία όλου του κόσμου στην πλάτη του, αλλά και είναι ένα απλό παιδί.
Είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα συνάντηση και ήταν μια ωραία αφορμή για μένα να ξαναδιαβάσω και να δω με άλλο μάτι αυτό το παραμύθι. Να ξαναθυμηθώ και εγώ αθώα μου κομμάτια. Και αν καταφέρουμε οι «ενήλικες με ανήλικη ματιά» να αφεθούν σε αυτή την αθωότητα και τη σκοτεινιά, που μπερδεύονται και συνυπάρχουν, κάτι θα έχουμε κερδίσει.
Είναι πάρα πολύ δύσκολο. Μα εγώ και στην παράσταση ακόμη και ως ηθοποιός δυσκολεύομαι.
Στην παράσταση περιέχονται και κάποιες επιστολές του Εξιπερί, γιατί εκδόθηκαν πρόσφατα κάποια κείμενά του που είχε γράψει στη γυναίκα του (την οποία την έλεγαν μάλιστα και Κονσουέλο που παραπέμπει στην λέξη παρηγοριά αλλά και στο τριαντάφυλλο του παραμυθιού). Αυτές οι προσθήκες έγιναν για να γίνεται ξεκάθαρο το ότι δεν είναι τυχαίο ότι έγραψε αυτή την ιστορία μετά από όντως ένα ταξίδι του στην έρημο που έπεσε το αεροπλάνο του και βρέθηκε μόνος και αντιμέτωπος με τον εαυτό του και λίγο πριν το τέλος της ζωής του. Είναι σαν να αναζητούσε απεγνωσμένα αυτή την πρώτη αθωότητα επειδή ένιωσε απόλυτα χαμένος μέσα στην έρημο και την μοναξιά. Αυτό που κάνει ο πιλότος της ιστορίας δηλαδή που είναι μόνος του χαμένος και ψαχνει αυτή την αθωότητα που όλοι χάνουμε καθώς μεγαλώνουμε. Μου φαίνεται πολύ τραγικό αυτό.
Ευτυχώς οι ηθοποιοί, επειδή έχουμε ανάγκη από φαντασία και δημιουργικότητα για να υπάρξουμε στη δουλειά μας, αναγκαζόμαστε να την επανεφεύρουμε κατά κάποιον τρόπο. Δε σου λέω ότι φτάνουμε κοντά, αλλά ίσως να καταφέρνουμε κάτι παραπάνω από κάποιον που δουλεύει σε μια δουλειά που δεν του επιτρέπει να εντάσσει τη φαντασία στην καθημερινότητά του.
Πολύ σημαντική στον «Μικρό Πρίγκιπα» είναι η έννοια της θνητότητας. Είναι η στιγμή που συνειδητοποιούμε ότι είμαστε θνητοί και αυτή ακριβώς η στιγμή χάνουμε και ένα μέρος της αθωότητάς μας;
Είναι ενδιαφέρουσα ερώτηση. Δεν ξέρω, γιατί λένε καμιά φορά ότι τη βρίσκεις τη στιγμή ακριβώς που συνειδητοποιείς ότι είσαι θνητός και σε πολύ μεγάλη ηλικία που νιώθεις τη ματαιότητα. Αλήθεια δεν ξέρω, αλλά νομίζω ότι ενδεχομένως να χάνεις την αθωότητά σου στη μέση φάση της ζωής, τότε που νομίζεις ότι είσαι παντοδύναμος.
Σε ένα σημείο λέει ο πρίγκιπας «αναρωτιέμαι αν τα αστέρια λάμπουν για να μπορεί ο καθένας να βρίσκει το δικό του. Κοίταξε τον πλανήτη μου, είναι ακριβώς από πάνω μας, αλλά τόσο μακριά...» και αυτό το τόσο μακριά είναι σαν να σε φέρνει αντιμέτωπο με το μέγεθος του κόσμου. Δηλαδή ότι είμαστε τόσο μικροί σε ένα απέραντο σύμπαν. Ίσως λοιπόν τη στιγμή που είσαι κοντά στο θάνατο μπορεί αυτό να το επανανακαλύπτεις και να ανακτάς πάλι κάτι που είχες παιδί.
Δε θα μπορούσα να σου απαντήσω ναι γιατί η «Κατερίνα» μας για δέκα παραστάσεις άρχισε και έχει πάει τρία χρόνια, οπότε θα ήταν σαν να κοροϊδεύω τον εαυτό μου. Δεν επιλέγω ποτέ με αυτό το κριτήριο. Όταν με είχε πάρει ο Γιώργος Νανούρης για την «Κατερίνα» και μου είχε πει ότι είναι μόνο μια παράσταση- ένα αναλόγιο, του είχα πει πριν διαβάσω το βιβλίο όχι, γιατί ήξερα ότι θα το δούλευα πάρα πολύ και να ανέβει μόνο για μια παράσταση θα ήταν κρίμα. Που να φανταζόμουν τότε!
Και μου είπε «οκ, διάβασέ το και πάρε με». Και το διαβάζω και του λέω πως είναι υπέροχο και για μισή παράσταση είμαι μέσα. Οπότε μάλλον τελικά αυτό ήρθε για να μου «διδάξει» ότι αυτό που μετράει είναι το υλικό και η συνεργασία και η δεδομένη φάση που είμαι, αν μου λέει κάτι μέσα μου το υλικό, το κείμενο κλπ.
Από εκεί και πέρα αν αυτό πετύχει μακάρι να συνεχιστεί. Αν δεν πετύχει, το σημαντικό για μένα είναι η διαδικασία. Να την έχω χαρεί. Να είναι βιωμένη και έντονη. Στη «Λυσιστράτη» για παράδειγμα που οι παραστάσεις που παίξαμε είναι λίγες αναλογικά με τη δουλειά των 3,5 μηνών που έγινε, ακόμη και για δύο παραστάσεις να είχε γίνει, η εμπειρία στις πρόβες είναι αυτή που κρατάω και η συνεργασία που είχα με τον Μιχαήλ και τον θίασο.
Ο «Μικρός Πρίγκιπας» γίνεται αυτή τη στιγμή για δέκα παραστάσεις εξαιτίας των προγραμμάτων όλων μας και εξαιτίας των δικών μου προγραμμάτων, γιατί μετά θα συνεχίσουμε με τις «Τρεις αδερφές» και θα συνεχίσουμε και λίγο με την «Κατερίνα» οπότε εκ των πραγμάτων δυστυχώς δε θα μπορούσα για περισσότερο.
Σημασία έχει όμως ότι γίνεται. Και αν πάει καλά, ελπίζω να βρούμε τρόπο να συνεχιστεί.
Για έναν ηθοποιό το να παίζει ξανά και ξανά τον ίδιο ρόλο και να ξέρει ότι η μέρα του είναι ως ένα συγκεκριμένο σημείο και μετά έχει να κάνει το ίδιο πράγμα, πώς μπορεί να τον επηρεάσει; Και γίνεται κάποιες φορές να μπεις τόσο πολύ σε ένα ρόλο ώστε ο ρόλος να είναι αυτός που αρχίζει να μπαίνει σε εσένα;
Ένας ηθοποιός έχει στο νου του όλη τη μέρα ότι το βράδυ έχει να κάνει κάτι. Δεν έχει σημασία αν είναι το ίδιο αλλά είναι αυτό το κάτι. Όταν παίζω, πάντα μες στη μέρα κουβαλάω αυτό το κάτι. Σαν αγωνία, σαν προσδοκία, σαν… κάτι..Η παράσταση είναι ο στόχος μου για το βράδυ. Δεν αλλάζει αυτό όσες φορές κι αν την έχω παίξει.
Ύστερα είναι το θέμα της επανάληψης. Και εκεί θέλει δουλειά και προσοχή να προστατεύεις το υλικό ώστε να το ανανεώνεις μέσα σου για να μη στεγνώσει. Την «Κατερίνα» ας πούμε την έχουμε δουλέψει πολλές φορές από την αρχή κάθε φορά που την πάμε κάπου αλλού. Αυτό με βοήθησε και εμένα να έχω και νέα κίνητρα για να μη χάσει τη ζωντάνια της. Γιατί εγώ αυτό φοβάμαι και το έχω πει πως αν ποτέ νιώσω ότι δεν τραβάει άλλο θα σταματήσω. Δεν το αντέχω να κάνω κάτι που είναι «πεθαμένο». Αλλά νομίζω ότι το καταλαβαίνεις όταν έρχεται αυτή η στιγμή και κάτι μετακινείς και αυτό μπορεί να σου αλλάξει όλη τη διαδρομή. Τουλάχιστον εγώ το βλέπω έτσι γιατί μπορεί κάποιος άλλος ηθοποιός να σου πει ότι διατηρώντας το αρχικό σχήμα και αυτό μπορεί να σου δίνει μια ζωντάνια ακρίβειας. Δεν υπάρχει συνταγή. Κάθε παράσταση είναι διαφορετική. Κάθε ηθοποιός είναι διαφορετικός.
Τώρα το θέμα του αν μπαίνεις πολύ μέσα, για μένα αυτή η περίοδος είναι στις πρόβες. Εκεί όπου το υλικό είναι πιο ρευστό. Εκεί που ψάχνονται, που δοκιμάζονται τα πράγματα. Δε σου λέω ότι στην παράσταση δεν μπαίνω, απλά είναι πιο συγκεκριμένα τα πράγματα, πιο σαφή τα όρια. Πάω μια ώρα πριν, μπαίνω σιγά-σιγά, παίζω την παράσταση και αυτό που βιώνω μπορεί να είναι σκοτεινό αλλά με οδηγεί σε ένα φως περίεργο. Στις πρόβες της «Κατερίνας» όμως που είχα πάει στο Δρομοκαΐτειο και έβλεπα και μιλούσα συνέχεια για αυτό, ήταν μια περίοδος της ζωής μου που μπήκα πολύ μέσα σε κάτι. Ή στις πρόβες των «Τριών αδελφών» ας πούμε. Αν όμως έχει γίνει καλή δουλειά στις πρόβες είναι πιο εύκολο ανακαλείς τα βιώματα σε κάθε παράσταση. Αν το ψάχνεις κάθε βράδυ νομίζω είναι πιο δύσκολο.
Για μένα ο Μαρμαρινός ήταν πάντα ένα κεφάλαιο που βλέποντας τις παραστάσεις του ήθελα να έρθω σε επαφή με τον κόσμο που δημιουργεί και όντως η διαδικασία δουλειάς του ήταν πάρα πολύ ενδιαφέρουσα. Ιδιαίτερη, καθόλου εύκολη αλλά πολύ έντονη, και συγκινητικά ομαδική. Ο τρόπος του δίνει μια οπτική για τα έργα που σε κάνει να τα ανακαλύψεις απ την αρχή. Και είναι μάθημα όχι μόνο για αυτό το έργο αλλά σαν τρόπος δουλειάς. Τώρα σε αυτή την παράσταση υπήρχε μια μεγάλη αγωνία από όλους εμάς στο πώς θα εκληφθεί όλο αυτό το πράγμα από τον κόσμο και στη δύναμη και την τόλμη που απαιτούσε αυτό από εμάς. Αισθάνθηκα ότι η αλήθεια της παράστασης πέρασε στον κοινό και αυτό πιο πολύ με συγκίνησε. Όταν μας χειροκρότησαν στην παράβαση ήταν απίστευτη στιγμή. Από εκεί και πέρα ήταν σημαντικός και ο χώρος. Η Επίδαυρος έχει φοβερή ενέργεια, έχει μυθολογία και δε συγκρίνεται με τίποτα βρε παιδί μου, πώς να το κάνουμε; Και ήταν και η ολοκλήρωση ενός ταξιδιού. Πάντα έτσι είναι στις πρεμιέρες. Αποχαιρετάω το ταξίδι των προβών, αρχίζω το ταξίδι της παράστασης.
Έχεις και κινηματογραφικά νέα προσεχώς στις Νύχτες Πρεμιέρας. Μίλησέ μου για αυτή τη συνεργασία. Καταρχάς πώς προέκυψε;
Πρόκειται για μια αγγλική παραγωγή του Έλληνα σκηνοθέτη Κωνσταντή Φραγκόπουλου που γυρίστηκε πέρυσι το καλοκαίρι. Θέλανε μια κοπέλα η οποία είναι Πολωνέζα στο σενάριο και μετά από πολλές οντισιόν επέλεξαν εμένα.
Μου αρέσει πολύ το σινεμά, αλλά δυστυχώς επειδή στη χώρα μας δε γίνονται πολλά πράγματα και γιατί δουλεύω πολύ στο θέατρο, δεν έχει τύχει να κάνω όσο σινεμά θα ήθελα. Έκατσε σε φοβερή στιγμή πέρυσι το καλοκαίρι και αποφάσισα εκτός από την περιοδεία της «Κατερίνας» να μην κάνω τίποτα άλλο και να ασχοληθώ μόνο με αυτό. Οπότε αφοσιώθηκα στο γύρισμα. Δουλέψαμε πολύ ωραία με τον Κωνσταντή που είναι πολύ ταλαντούχος και ενδιαφέρων άνθρωπος και με όλους τους ξένους ηθοποιούς. Είδα πώς στήνεται μια ξένη παραγωγή και ας είναι low budget. Επίσης διαπίστωσα πόσο δύσκολο είναι να δουλεύεις στα αγγλικά, γιατί μπορεί να μιλάω σχετικά καλά αλλά ήταν περίεργο το ότι δεν έπαιζα στη γλώσσα μου και ήταν και η προφορά, γιατί κάνω μια Πολωνέζα.
Στην ταινία συμμετέχει και αυτός ο φοβερός τύπος από το «Game of Thrones», τον οποίο τον γνωρίζουμε σαν αυτόν που σκότωσε τον Τζον Σνόου και τον έχουμε στο μυαλό μας κάπως μοχθηρό. Πώς ήταν από κοντά;
Τρομερά καλός τύπος. Η ψυχή της παρέας. Μας έβγαζε κάθε βράδυ στην Cantina Social και είχε πάθει πλάκα με το μέρος. Του άρεσε πολύ η Ελλάδα. Όταν ήταν εδώ είχε προβληθεί το τελευταίο επεισόδιο και έπαθα πλάκα γιατί τον ρώταγαν στο δρόμο γιατί σκότωσε τον Τζον Σνόου. Είναι εξαιρετικός ηθοποιός. Ήταν πολύ γενναιόδωρος με όλους. Επίσης ήταν φοβερά διαβασμένος με άπειρες προτάσεις και πολύ ευπροσάρμοστος αφού δούλεψε σε μια τεράστια παραγωγή όπως το «Game of Thrones» και μετά ήρθε σε ένα πάρκινγκ στην Ελλάδα την πιο δύσκολη εποχή για τη χώρα ,και με λίγα χρήματα.
Για να επιστρέψουμε τώρα και στον «Μικρό Πρίγκιπα», νιώθω ότι οι ρόλοι που επιλέγεις έχουν κάτι το πάρα πολύ ακραίο και πάρα πολύ αθώο και είναι μια σύμπραξη αυτών των δύο στοιχείων.
Μήπως αυτοί οι ρόλοι είναι που με βρίσκουν; (γέλια) Δεν ξέρω αν τους επιλέγω εγώ. Σίγουρα κάτι με κινεί προς τα εκεί, αλλά το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι νιώθω τυχερή γιατί κάθε ρόλος μου αποκαλύπτει και έναν κόσμο. Καθώς μεγαλώνω με απασχολεί περισσότερο η διαδικασία παρά το αποτέλεσμα και αυτό είναι σημαντικό νομίζω.
Δύσκολο είναι. Απλώς είναι αυτό που λες ότι κάτι είναι πολύ ωραίο και δεν μπορώ να μην το κάνω. Θέλει μόνο πολύ συγκέντρωση γιατί δεν υπάρχει πολύς προσωπικός χρόνος και επειδή είμαι «ψείρας» και δουλεύω πολύ και εκτός πρόβας θέλει και πολύ πειθαρχεία.
Βέβαια, λέω πάντα ότι πραγματικά δύσκολο είναι να είσαι χειρουργός, γιατί εμάς το επάγγελμά μας έχει και μια χαρά που δεν την παίρνουν εύκολα άλλα επαγγέλματα και δεν πρέπει να το ξεχνάμε αυτό. Και δεύτερον, νομίζω ότι η εποχή οδηγεί αναγκαστικά τους ηθοποιούς να δουλεύουν σε πολλά πράγματα μαζί. Τώρα αν κάποια από αυτά που σου τυχαίνουν είναι ωραία και σε γεμίζουν είναι ευτυχές.
Είσαι εργασιομανής δηλαδή;
Καλέ ναι!
Έχεις περάσει περιόδους δηλαδή που δεν έχεις καθόλου προσωπική ζωή και θέλεις να αφοσιωθείς μόνο στη δουλειά σου;
Έχω περάσει περιόδους πολύ έντονης δουλειάς, αλλά προσπαθώ να αφήνω πάντα λίγο χρόνο για τους κοντινούς μου ανθρώπους και μου κάνει και καλό γιατί ξέρω ότι αλλιώς μπορεί να χάσω την μπάλα.
Κάτι καλό που να είδες τελευταία; Κάποια παράσταση ή κάποια ταινία που να σου κέντρισε το ενδιαφέρον;
Δεν είδα τίποτα το καλοκαίρι γιατί έλειπα και το λίγο χρόνο που είχα ήθελα να πάω διακοπές και να τα αφήσω πίσω όλα. Μια ταινία είδα στην Άνδρο, τις «Σουφραζέτες» σε ένα θερινό σινεμά και πέθανα στο κλάμα! Τώρα θέλω να δω τη νέα του Γούντι Άλεν. Γενικά μου αρέσει πολύ το σινεμά.
Το χειμώνα τι να περιμένουμε από εσένα εκτός από τα όσα πολλά είπαμε;
Έχουμε να κάνουμε την «Κατερίνα» στη Θεσσαλονίκη που είναι κάτι που το περιμένουμε πολύ γιατί είναι ο τόπος της ηρωίδας . έπειτα θα κάνουμε στο Θέατρο Πορεία τις «Τρεις αδερφές», και χαίρομαι πάρα πολύ γιατί το αγαπάω πολύ και το έργο και την παράσταση και τους ανθρώπους εκεί. Ύστερα, θα ξανακάνουμε την «Κατερίνα» λίγο εδώ και από το δεύτερο μισό της σεζόν θα είμαι στο «Οι τρεις ευτυχισμένοι» του Λαμπίς, πάλι στο Πορεία σε σκηνοθεσία Γ. Χουβαρδά και το περιμένω πως και πως γιατί ήθελα πολύ να ξαναδουλέψουμε.
Το να αναζητήσεις κάποια στιγμή την τύχη σου και στο εξωτερικό το έχεις αποκλείσει τελείως; Και αναφέρομαι κυρίως στο σινεμά.
Νομίζω είναι απίθανο. Θα ήθελα όπως όλοι οι ηθοποιοί αν μου κάτσει κάτι, κυρίως για να ζήσω την εμπειρία γιατί πρέπει να είναι πολύ όμορφα να δουλεύεις για μια ξένη μεγάλη παραγωγή. Αλλά έχω επίγνωση ότι είναι δύσκολο. Αν βγει τώρα η ταινία και πάει και σε κάποια φεστιβάλ στο εξωτερικό και αν μπορούσα να πάω σε κάποιο από αυτά, θα ήταν μοναδική εμπειρία.
Όλο αυτό το διάστημα με τις πολλές παραστάσεις που έχεις δώσει θυμάσαι καμία αντίδραση από το κοινό που να σου έχει μείνει έντονη στη μνήμη;
Κοίταξε, αρκετές. Υπάρχει κόσμος που έχει ζοριστεί αρκετά στην «Κατερίνα» και είχαμε και λιποθυμίες. Και στο «Blasted» είχε συμβεί αυτό. Είναι έργα με σκληρό θέμα και δημιουργούν έντονα αισθήματα. Ο κόσμος μου μιλάει συχνά, με αγκαλιάζει. Και με συγκινεί πολύ. Αλλά και όταν δε μιλούν, όταν βλέπω πως συγκινούνται και επικοινωνούν με την όποια παράσταση και φεύγουν βουρκωμένοι είναι για μένα σαν δώρο.
Τώρα που έχεις αποκτήσει μια αναγνωρισιμότητα με τη δουλειά σου στο θέατρο, σου μιλάει κόσμος στο δρόμο;
Είναι ένα κομμάτι που το χαίρομαι αυτό, κυρίως επειδή έχει συμβεί από το θέατρο και ξέρω ότι αυτό είναι κάτι πολύ δύσκολο. Περπατάω και με φωνάζουν Κατερίνα. Ή με σταματούν και μου λένε τη γνώμη τους για τις «Τρεις αδελφές». Με εντυπωσιάζει αυτό. και έχω ακούσει και πολύ ενδιαφέροντα πράγματα.
Για να κλείσουμε ταιριαστά τη συνέντευξη, ποια είναι η αγαπημένη σου ατάκα από τον «Μικρό Πρίγκιπα»;
Θα σου πω στο τέλος που λέει δύο πράγματα. «Θα σου κάνω, λέει, ένα δώρο. Για όλους τα αστέρια σιωπούν. Εγώ όμως θα γελάω από κει πάνω. Και ύστερα, όταν θα έρθει η παρηγοριά, γιατί πάντα έρχεται η παρηγοριά, για εσένα όλα τα αστέρια θα ξέρουν να γελούν». Ένα σημείο που μ' αρέσει πολύ είναι αυτό, και ένα άλλο το οποίο δεν υπάρχει στην παράσταση αλλά υπάρχει στο βιβλίο και στην παράσταση εμφανίζεται σαν εικόνα, που λέει ότι ο πιλότος κουβαλούσε τον πρίγκιπα σαν… «εύθραυστο θησαυρό».
Σύλληψη & Σκηνοθεσία: Δημήτρης Μπογδάνος. Δραματουργικός συνεργάτης: Βασίλης Μαυρογεωργίου. Σκηνικά & Κοστούμια: Πάρις Μέξης. Κινησιολογία: Έλενα Γεροδήμου. Ηχητικό τοπίο & Live Set: Γιώργος Καλαϊδόπουλος. Φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος. Βοηθός Σκηνοθέτη: Υβόννη Τζάθα. Βοηθός σκηνογράφου: Γιωργίνα Γερμανού. Συντονισμός παραγωγής: Μαρία Δημητρίου.
Ερμηνεύουν: Λένα Παπαληγούρα, Γιωργής Τσαμπουράκης, Βασίλης Μαυρογεωργίου, Λευτέρης Βασιλάκης, Λήδα Καπνά, Θάνος Λέκκας, Ειρήνη Μακρή, Υβόννη Τζάθα.
Πληροφορίες: «Mon Petit Prince» του Σεντ-Εξιπερί σε σκηνοθεσία Δημήτρη Μπογδάνου, από 19 Οκτωβρίου για 10 παραστάσεις στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά. Ώρα έναρξης: 21:00. Τιμές εισιτηρίων: Α’ Ζώνη 25 ευρώ, Β’ Ζώνη: 20 ευρώ, Γ’ Ζώνη: 15 ευρώ, (Φοιτητικό-Ανέργων 12 ευρώ), Δ’ Ζώνη: 10 ευρώ, (Φοιτητικό-Ανέργων 8 ευρώ). Προπώληση Εισιτηρίων: viva.gr, artinfo.gr, 210 92 13 310, Καταστήματα: Public, Seven Spots, Ianos, Media Markt.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΟΣΧΟΣ / [email protected]