Who is who: Blur

who-is-who-blur

Φωτογραφία: www.blur.co.uk

ΠΕΜΠΤΗ, 12 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2012

Αγαπήθηκαν ως μία από τις κορυφαίες britpop μπάντες στα μέσα των 90s και συνεχίζουν να έχουν τρομερά φανατικό κοινό. Η συναυλία τους για τη λήξη των Ολυμπιακών του Λονδίνου στις 12 Αυγούστου όμως, θα είναι το κύκνειο άσμα τους; Οι Blur μας συστήνονται…

Από πού κρατάει η «σκούφια» τους;

Η ιστορία των Blur έχει τις ρίζες της στα 1980, όταν ο Damon Albarn και Graham Coxon συναντήθηκαν σε ηλικία 12 και 11 ετών αντίστοιχα ως συμμαθητές στο Stanway Comprehensive School του Colchester, στο Essex.

Ο Albarn, Λονδρέζος από κούνια, ήταν γιος του Keith Albarn, ενός καλλιτέχνη που κινήθηκε στο χώρο του ψυχεδελικού βρετανικού ροκ στα τέλη της δεκαετίας του ‘60. Στο Colchester έφτασαν στα τέλη της δεκαετίας του ‘70, με το νεαρό Damon να αρχίζει κιόλας από τότε να μελετάει μουσική.

Ο Coxon, που γεννήθηκε σε μια αεροπορική βάση στη Γερμανία, ήταν επίσης γιος μουσικού. Μετακόμισε στο Colchester το 1977 και η οικογένεια του τον παρότρυνε να ασχοληθεί με το σαξόφωνο και την κιθάρα στο Stanway.

Ο Alex James μεγάλωσε στο Bournemouth στις νότιες αγγλικές ακτές, ερχόμενος στο Λονδίνο στα τέλη των 80's για να σπουδάσει στο Goldsmith's College, όπου και πρωτοσυνάντησε τον Coxon το 1988.

Ο Dave Rowntree, γεννημένος στο Conchester, είχε πατέρα μηχανικό ήχου στο BBC, ενώ η μητέρα του έπαιζε σε ορχήστρα. Άρχισε με την πίπιζα από πολύ μικρός και είχε μάθει επαγγελματικά drums σε νεαρή ηλικία.

Οι Seymour γίνονται Blur

Οι τέσσερις αυτοί τύποι δημιούργησαν μαζί ένα περίεργο art-punk σχήμα με το όνομα Seymour. Ο Albarn βρέθηκε στα φωνητικά, ο Coxon στην κιθάρα, ο James στο μπάσο, ενώ ο Rowntree στα τύμπανα. Μετά από μια δεκάδα -και κάτι παραπάνω- συναυλιών στο Λονδίνο, αποφασίζουν να αλλάξουν το όνομά τους σε Blur το 1989 και με αυτό το όνομα πια υπογράφουν στη Food Records αργότερα μέσα στην ίδια χρονιά.

Η πρώτη τους κυκλοφορία είναι το single «She's So High» του 1990. Η μπάντα είχε πάρει την ανιούσα και το single «There's No Other Way» ήταν ήδη αρκετά μεγάλο hit στη Βρετανία την άνοιξη του 1991.

Για πρώτη φορά οι Blur δούλεψαν με το θρυλικό παραγωγό Stephen Street, ο οποίος έχει δουλέψει μεταξύ άλλων και με τους Smiths, τον Morrissey στην προσωπική του καριέρα και τους Cranberries.

Το άλμπουμ «Leisure», το ντεμπούτο των Blur, βγαίνει στις προθήκες το 1991 και είναι ουσιαστικά ένας Floyd-ικός στις επιρροές του δίσκος, ενώ οι κιθάρες του «My Bloody Valentine» μοιάζουν επηρεασμένες από τους «σκληρούς» Beatles της εποχής του Revolver.

Το άλμπουμ έφτασε στο No. 7 στα βρετανικά charts, ωστόσο οι Blur βάλθηκαν να το υπερβούν ταχύτατα, με το single «Popscene» τον Μάρτη του 1992, που χαρακτηριζόταν από φρενήρεις ρυθμούς και έντονες κιθάρες με σχεδόν punk άποψη.

Η ηχητική στροφή και η εκτίναξη

Ήδη ο Albarn άρχιζε να αλλάζει τη συνθετική του φυσιογνωμία στο πιο προκλητικό, μουσικά και στιχουργικά και οι Blur έκαναν το μεγάλο τους breakthrough, με το άλμπουμ «Modern Life Is Rubbish».

Το όνομά του το «ξεσήκωσαν» από ένα γκράφιτι στο Λονδίνο, κοντά στη Μαρμάρινη Αψίδα. Το «Modern Life Is Rubbish» (που βγήκε στις προθήκες το Μάη του 1993) σηματοδότησε μια μεγάλη καλλιτεχνική στροφή για το συγκρότημα. Ήταν ουσιαστικά μια επιτομή ολόκληρης της ιστορίας της britpop, αλλά με νέο αέρα.

Το ύφος του άλμπουμ χρωματίζεται κατάλληλα και από πινελιές ορχηστρικών σημείων και πνευστών. Η συγκεκριμένη σύγχρονη ματιά στην αστική Αγγλία αναπτύσσεται ακόμα περισσότερο στο τρίτο τους άλμπουμ, το «Parklife». Ο δίσκος ανέβηκε στο Νο1 των charts του Ηνωμένου Βασίλειου τον Απρίλη του ’94 και είχε έναν ακόμη πιο σαρκαστικό τόνο περιγράφοντας τις αγγλικές ιδιορρυθμίες και ιδιαιτερότητες. Η μπάντα τιμήθηκε με 4 Brit Awards στις αρχές του 1995.

Φωτογραφία: www.blur.co.uk

Το επόμενό τους βήμα, «The Great Escape», ήρθε γρήγορα, μέσα στο ‘95, και σήμανε μια «ενηλικίωση» για τον ήχο των Blur, κάτι που δημιούργησε κάποιες διχογνωμίες. Το μουσικό του στίγμα ξεπερνούσε και έσπαγε τα όρια της παραδοσιακής βρετανικής pop: banjo, mellotron, πλήκτρα με ιδιαίτερους χρωματισμούς, ακόμη και όσοι δυσανασχέτησαν, όλοι αναγνώρισαν το δαιμόνιο και τον ξεχωριστό χαρακτήρα των Blur.

Το άλμπουμ είχε απήχηση σε διαφορετικές γενιές ακροατών και οι Blur έγιναν το πρώτο group που βρέθηκε ταυτόχρονα στο εξώφυλλο του εφηβικού περιοδικού «Smash Hits» όσο και σε εκείνο που απευθυνόταν στη γενιά των τριαντάρηδων, το «Mojo». Το The «Great Escape» σκαρφάλωσε αμέσως στο No. 1, πουλώντας 1 εκατομμύριο αντίτυπα μονάχα στη Μεγάλη Βρετανία και είναι το πιο επιτυχημένο άλμπουμ των Blur σε παγκόσμια κλίμακα.

Μια μικρή περιοδεία τους στα αγγλικά παραθαλάσσια θέρετρα ήταν η τελευταία φορά που οι Blur έπαιξαν μπροστά σε σχετικά μικρό κοινό.

Η μάχη της britpop

Το καλοκαίρι του 1995 εμφανίστηκε σαν φαινόμενο στα βρετανικά media η έντονη αντιπαραβολή των Blur με τους Oasis, δηλαδή των δύο πιο εμπορικών συγκροτημάτων της britpop. Οι δύο μπάντες τα προηγούμενα χρόνια επαινούσαν η μία τη δουλειά της άλλης, αλλά τελικά ο ανταγωνισμός έφερε …ψύχρα! Το ζήτημα έλαβε και τοπικιστικά κριτήρια, αφού οι Oasis εμφανίζονταν από τα ΜΜΕ σαν εκπρόσωποι του αγγλικού Βορρά και οι Blur του αγγλικού Νότου στη λεγόμενη «μάχη της Britpop».

Τα δύο singles τους, το «Country House» των Blur και το «Roll With It» των Oasis κονταροχτυπήθηκαν εκείνο το καλοκαίρι, με νικητές τους Blur. Ωστόσο, οι Oasis ξεπέρασαν κατά πολύ τους Blur σε συνολικές πωλήσεις σε Βρετανία και ΗΠΑ τα επόμενα χρόνια.

Φωτογραφία: www.blur.co.uk

Το πέμπτο, ομώνυμο («Blur») άλμπουμ τους κυκλοφόρησε τον Φλεβάρη–Μάρτη του 1997 σε Αγγλία και ΗΠΑ και περιείχε το πολύ μεγάλο hit «Song 2» (Whee-hooo!).

Δύο χρόνια μετά, το 1999, το άλμπουμ «13» είναι γεγονός. Την παραγωγή ανέλαβε ο William Orbit, ενώ το περιοδικό Rolling Stone το χαρακτήρισε «το πιο κατάλληλο για live» υλικό που έβγαλαν ποτέ.

Μετά την κυκλοφορία του «13» και τη σχετική περιοδεία, η μπάντα μπήκε σε μία κατάσταση αδράνειας και τα μέλη της αφιερώθηκαν σε προσωπικούς δίσκους (Graham Coxon) ή side projects, όπως οι Gorillaz του Damon Albarn.

H αποχώρηση του Coxon και η ουσιαστική διάλυση των Blur

To 2002 o Coxon, σε δηλώσεις του, επιβεβαίωσε ότι του είχε ζητηθεί να εγκαταλείψει τη μπάντα, για λόγους που αφορούσαν τη συμπεριφορά του. Η ένταση στις σχέσεις των μελών των Blur είχε διαφανεί ήδη από το 1996, με τον Coxon να φέρεται χολωμένος τόσο με τον καλλιτεχνικό έλεγχο του Albarn πάνω στην πορεία του συγκροτήματος, όσο και με το playboy image του Alex James.

Το τελευταίο τους στούντιο άλμπουμ μέχρι σήμερα ήταν το «Think Tank», που κυκλοφόρησε τον Μάη του 2003. Σε αυτό, δεν υπήρχε αντικατάσταση του Coxon, αλλά την κιθαριστική δουλειά ανέλαβε ο Albarn, που κινήθηκε σε σχετικά απλές φόρμες συνθέσεων. Η κιθάρα του Graham Coxon ακούγεται μονάχα στο 13ο και τελευταίο κομμάτι του δίσκου, το «Battery in Your Leg».

Επανένωση ή αποχαιρετιστήριο;

Τον Δεκέμβρη του 2008, οι Albarn και Coxon ανακοίνωσαν ότι οι Blur θα επανενώνονταν για μία και μόνη συναυλία, στις 3 Ιουλίου του 2009, στο Hyde Park του Λονδίνου. Το γεγονός ότι τα εισιτήρια για τη συγκεκριμένη εμφάνιση εξαντλήθηκαν δύο λεπτά μετά την έναρξη της διακίνησής τους στο Διαδίκτυο, τους οδήγησε να ανακοινώσουν και δεύτερη εμφάνιση, στις 2 Ιουλίου. Τελικά κατέληξαν σε αρκετές εμφανίσεις σε καλοκαιρινά φεστιβάλ.

Οι Blur θα είναι οι headliners της συναυλίας που θα λάβει χώρα στο Hyde Park αμέσως μετά την Τελετή Λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων του Λονδίνου στις 12 Αυγούστου του 2012.

Μέσα στον Απρίλη του 2012, ο Albarn άφησε σαφώς να εννοηθεί πως οι ελπίδες για νέο άλμπουμ της μπάντας που τρέφουν κοινό και κριτικοί είναι φρούδες και πως το πιθανότερο είναι η συναυλία της 12ης Αυγούστου να σημάνει το παντοτινό τέλος των Blur. Αιτία για το γεγονός: πλέον, ο συνδυασμός των μουσικών επιρροών και διαθέσεων των 4 μελών της μπάντας ώστε να δημιουργηθεί νέο υλικό θεωρείται σχεδόν αδύνατος…

ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ