Μάνα, μητέρα, μαμάαααααα!
Τρεις αξέχαστες μαμάδες: Μαίρη Μεταξά, Τασσώ Καββαδία και Μαίρη Αρώνη
Μάνα- κέρβερος, μάνα- συμπονετική, μάνα- στην… κοσμάρα της, μάνα- του μαμάκια και ένα σωρό άλλες φιγούρες αιώνιων, αξιαγάπητων και ταυτόχρονα ενοχλητικών μαμάδων έχουν αναβιώσει στο ελληνικό σινεμά και καθώς κάθε 2η Κυριακή του Μαΐου είναι η Παγκόσμια Ημέρα της Μητέρας, η 13η Μαΐου, τους ανήκει δικαιωματικά.
Ειδικά αφιερωμένο λοιπόν το κείμενο που ακολουθεί σε όλους εκείνους τους χαρακτήρες των μαμάδων, αστείρευτης έμπνευσης, γέλιου αλλά και αφόρητης δυστυχίας που πέρασαν μπροστά από την οθόνη.
Πριν ξεκινήσουμε όμως οφείλουμε να αναγνωρίζουμε όλοι το φαινόμενο «ελληνίδα μάνα», όχι όποια κι όποια, απλά η ελληνίδα, η οποία αποτελεί μία ειδική κατηγορία από μόνη της. Υπερπροστατευτική, σε σημείο δυνάστη αλλά με την απόλυτη λατρεία για το...σπλάχνο της, η ελληνίδα μάνα είναι πράγματι μία αστεία φιγούρα.
Ας ξεκινήσουμε λοιπόν με τη «μάνα – του μαμάκια», γνωστή ως «μάνα-Βουτσά», ή Πολυξένη Κοπέογλου ή Πηνελόπη Ιορδανίδου, ή κατά κόσμο Μαίρη Μεταξά. Λατρεμένη φιγούρα, η οποία προσπαθούσε να προστατεύσει το αθώο «χαϊβάνι» αλλά και ταυτόχρονα μονάκριβο καμάρι της, από τη «ζεβζέκα» Μάρθα Καραγιάννη. Και έτσι «τον έφτιαχνε κεφτέδες», ως σωστή κωνσταντινοπολίτισσα, μέχρι να βρεθεί η …κατάλληλη, που ποτέ δεν είναι ισάξιά της, για να τον παντρέψει. Η ειρωνεία και παράνοια της συγκεκριμένης μάνας είναι ότι αν και καμία δεν είναι ισάξια του γιου της, άρα λογικά πρέπει να μείνει ανύπαντρος, αυτή επιμένει να ψάχνει την ιδανική νύφη.
Μία θέση πιο πάνω, στο νούμερο τέσσερα έχουμε τη «μάνα-κέρβερο», γνωστή και ως Τασσώ. Και ποια άλλη φυσικά από την ξεχωριστή Τασσώ Καββαδία. Η μοναδική στο είδος της «κακιά του ελληνικού σινεμά», που στην πραγματικότητα μόνο έτσι δεν ήταν, κατάφερε να δημιουργήσει τη δική της περσόνα, ως μάνα- δυνάστης, που κυριεύει με τα πανούργα σχέδια της τους αδύναμους. Καταστρέφει τους απανταχού φτωχούς γιατί ο πλούτος της είναι ικανός για όλα. Αγοράζει συνειδήσεις και την αγάπη των τίμιων πλην φτωχών νέων, προκειμένου να περάσει το δικό της. Με άλλα λόγια είναι η Αλέξις (της αμερικανικής «Δυναστείας» του 80) στο πιο ….ελληνικό της, και που και που, ρίχνει και κανένα περιποιημένο χαστούκι, σε όσους δεν υπακούουν.
Στο νούμερο τρία και μιας και μόλις μιλήσαμε για φτωχούς πλην τίμιους, είναι η «μάνα-κλάψα». Η συμπονετική, που κλαίει με το παραμικρό, αλλά κυρίως γιατί αυτή και το παιδί της τους κατατρέχει η μοίρα. Όλα τα δεινά πάνω στην Ελένη Ζαφειρίου με άλλα λόγια, που είτε ως μάνα του Καΐλα είτε του Ξανθόπουλου (με την χαρακτηριστική εκφώνηση της λέξης «μάνα» σε βαθύ τόνο) πάντα είχε να αντιμετωπίσει τις χίλιες μύριες κατάρες. Ήταν αυτή που έκανε πράξη το «όπου φτωχός και η μοίρα του». Αλλά και στην περίπτωση της «θείας από το Σικάγο» που πάλι τη μάνα ενσάρκωνε, μπορεί να μην έκλαιγε, τουλάχιστον τόσο πολύ (κύλησε δάκρυ όταν πάντρεψε τις κόρες όμως) αλλά είχε τον τρόπο της να είναι η μάνα-βράχος που τα αντέχει όλα. Το ζήτημα όμως είναι ότι η συγκεκριμένη μάλλον δεν θα ήταν και ο καλύτερος ακροατής αν είχες κάτι ευχάριστο (έτσι για αλλαγή...) να της πεις.
Μία μόλις θέση πριν την κορυφή, στο νούμερο δύο, έχουμε τη «μάνα-κυματοθραύστη». Αυτόν τον συνδυασμό «πες τα μου όλα, για να σε προστατεύσω» δηλαδή. Ιδανική στο ρόλο της η Νίτσα Τσαγανέα, που πάντα είχε μία συμπαθέστατη αφέλεια. Ή τουλάχιστον έτσι φαινόταν, αφού στο τέλος κατάφερνε να κάνει το χατίρι της…κόρης της και να καταφέρει το έτερον της ήμισυ να δώσει άδεια για κανένα πάρτι ή μία έξοδο που τόσο επιθυμούσε το παιδί της. Κολώνα του σπιτιού και της οικογένειας είχε τη «μαλαγανιά» να πείθει και να κρατά τις επικίνδυνες ισορροπίες μεταξύ πατέρα- κόρης κυρίως. Και κάπου εκεί πέταγε και καμία ατάκα, που για πολλές ώρες κράταγε μέσα της. Τι κι αν η ….μύτη της είχε περίεργο σχήμα, όπως χαρακτηριστικά της έλεγε ο Φωτόπουλος στον «Θόδωρο και το δίκαννο» αυτή απτόητη, συνέχιζε την αποστολή της: να καλύπτει το παιδί της. Αστεία, χωρίς πολλά πολλά και πάντα καταφερτζού.
Νίτσα Τσαγανέα και Ελένη Ζαφειρίου
Και στο νούμερο ένα δεν θα μπορούσε να είναι άλλη από τη μία και μοναδική «Πάστα Φλώρα». Η «μάνα-άλλα ντ’ άλλα», που είναι κυριολεκτικά στην κοσμάρα της, και πιθανότατα το άπιαστο όνειρο και η χαρά του κάθε πιτσιρικά. Μία τέτοια μάνα άλλωστε θα βοηθούσε στα δύσκολα εφηβικά χρόνια με την αδιαφορία και την παράνοια της. Μοναδική στο είδος της η Μαίρη Αρώνη, ενσάρκωσε μία «μάνα» πρωτοποριακή, φιλελεύθερη και κυρίως αστεία όσο δεν πάει. Με μία μόνιμη απορία «ζωγραφισμένη» στο μάτι, για το τι συμβαίνει γύρω της και αν είχε έρθει ο Στέλιος (Διονύσης Παπαγιαννόπουλος), η συγκεκριμένη μάνα κατάφερε να κάνει να φαίνεται αστεία η όποια μητρική αδιαφορία. Κοκέτα και με αποκλειστικό ενδιαφέρον τη μόδα, είχε αναπόσπαστη την …προσοχή της στην αφέλεια. Με ατάκες εκτός τόπου και χρόνου, δεν ξέχναγε να δίνει και συμβουλές, δικής της «λογικής», καθότι ας μην ξεχνάμε ότι μάνα είναι μόνο μία. Να σας χαιρόμαστε!
ΣΟΦΗ ΖΙΩΓΟΥ