Who is who: Σούζαν Σάραντον

who-is-who-souzan-saranton

ΤΕΤΑΡΤΗ, 23 ΜΑΙΟΥ 2012

Και ηθοποιός και ακτιβίστρια και μητέρα, η Σούζαν Σάραντον δεν επαναπαύεται ούτε στιγμή, με το ανήσυχο πνεύμα της να τη δραστηριοποιεί συνεχώς, το ίδιο τώρα, όπως και στο παρελθόν.

Η Σούζαν Άμπιγκειλ Τόμαλιν, όπως είναι το πραγματικό της όνομα, γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη στις 4 Οκτωβρίου 1946 μέσα σε μια 11μελή οικογένεια, όπου ήταν το μεγαλύτερο από τα εννέα παιδιά της Λενόρα Μαρί και του Φίλιπ, ο οποίος είχε εργαστεί ως στέλεχος διαφημιστικής εταιρίας, τηλεοπτικός παραγωγός, αλλά και τραγουδιστής.

Οι γονείς της –που μετά από 40 χρόνια γάμου χώρισαν το 1982- μεγάλωσαν την οικογένεια με καθολικές αρχές, ενώ οι ρίζες τους είναι αγγλικές, ιρλανδικές, ουαλικές και ιταλικές – το 2006, μάλιστα, η Σάραντον ταξίδεψε στην Ουαλία για να έρθει σε επαφή με το γενεαλογικό της δέντρο.

Μεγάλωσε στο Νιού Τζέρσεϊ και πήγε σε καθολικά σχολεία, ενώ όταν αποφοίτησε, σπούδασε στο Καθολικό Πανεπιστήμιο της Αμερικής μέχρι το 1968. Στο διάστημα αυτό ήταν που γνώρισε και τον ηθοποιό Κρις Σάραντον, τον οποίο παντρεύτηκε το 1967 διατηρώντας μέχρι και σήμερα το επώνυμό του, παρ’ όλο που οι δυο τους χώρισαν το 1979.

Λίγο πριν φύγει η δεκαετία του ’60, ο τότε σύζυγός της την πήρε μαζί του σε μια οντισιόν για τη δραματική και υποψήφια για Όσκαρ σεναρίου ταινία «Joe» και παρ’ όλο που ο ίδιος δεν κατάφερε να κερδίσει ρόλο, η Σάραντον βρέθηκε στο πρωταγωνιστικό καστ σε ρόλο ναρκομανούς κόρης πλούσιας οικογένειας, μαζί με τον Πίτερ Μπόιλ και τον Ντένις Πάτρικ. Η ταινία πήγε καλά και δέχτηκε καλές κριτικές και η Σάραντον φαίνεται πως «πάτησε» γερά στο ντεμπούτο της.

Επόμενο βήμα είναι κάποιες τηλεοπτικές σειρές, αλλά και κινηματογραφικές ταινίες όπως η αισθηματική δραματική ταινία «Fleur bleue» (1971) του Λάρι Κεντ, η κομεντί «La mortadella» (1971) με τη Σοφία Λόρεν, η δραματική κομεντί «Η πρώτη σελίδα» (1974) του Μπίλι Γουάιλντερ με τον Τζακ Λέμον και τον Γουόλτερ Ματάου, η δραματική περιπέτεια «The Great Waldo Pepper» (1975) με τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ, η κομεντί-μιούζικαλ «The Rocky Horror picture show» (1975), η οποία σημείωσε εμπορική και καλλιτεχνική επιτυχία, δίνοντάς της την ευκαιρία να τραγουδήσει, κ.ά.

Η Σούζαν Σάραντον παρά την πολλή δουλειά και τις αρκετές ταινίες δεν είχε ακόμη τύχει ευρείας αναγνώρισης, αυτό, όμως, δεν την αποθάρρυνε. Συνέχισε μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ’70 με διάφορες ταινίες στη μεγάλη οθόνη, μεταξύ των οποίων τη δραματική κομεντί «The last of the cowboys» (1977) με τον Χένρι Φόντα, το «The other side of midnight» του Τσαρλς Τζάροτ, τη δραματική «Pretty baby» (1978) του Λουί Μαλ κ.ά., και το 1980 ο ορίζοντας φαίνεται να γίνεται πιο λαμπερός.

Κερδίζοντας έδαφος

Το 1980, η καριέρα της ηθοποιού φαίνεται πως κάνει στροφή προς την αναγνώριση, αφού η γκανγκστερική, δραματική ταινία στης οποίας το πρωταγωνιστικό καστ βρίσκεται μαζί με τον Μπαρτ Λάνκαστερ, το «Atlantic city», τη φέρνει ξανά σε συνεργασία με το Γάλλο σκηνοθέτη Λουί Μαλ (με τον οποίο, μάλιστα, βρισκόταν και σε σχέση για 2 χρόνια) και της χαρίζει την πρώτη της υποψηφιότητα για χρυσό αγαλματίδιο α’ γυναικείου ρόλου και διάφορες άλλες βραβεύσεις.

Η ίδια υποδύεται μια νεαρή Καναδέζα υπάλληλο σε καζίνο που προσπαθεί να φτιάξει τη ζωή της, μέχρι τα σχέδιά της να ανατραπούν, και φαίνεται πως εντυπωσιάζει τους κριτικούς και κερδίζει την προσοχή τους.

Ο δρόμος σιγά-σιγά «ανοίγει» και η Σάραντον αρχίζει να κερδίζει βραβεία και αναγνώριση. Το 1982 βρίσκεται στη δραματική κομεντί φαντασίας με τη Τζίνα Ρόουλαντς και τον Τζον Κασσαβέτη, «Tempest», όπου βραβεύεται από το φεστιβάλ κινηματογράφου της Βενετίας και μετά από διάφορες κινηματογραφικές και τηλεοπτικές δουλειές, το 1987 βρίσκεται στις «Μάγισσες του Ίστγουικ» μαζί με τη Μισέλ Φάιφερ, τη Σερ και τον Τζακ Νίκολσον, κερδίζοντας καλές κριτικές και μια υποψηφιότητα για βραβείο Saturn.

Το 1988 βρίσκεται υποψήφια για Χρυσή Σφαίρα για την ερμηνεία της στην επιτυχημένη ταινία «Η κυρία και ο ταύρος» σκηνοθεσίας Ρον Σέλτον, με τον Κέβιν Κόστνερ, πέραν, όμως, των επαγγελματικών της επιτυχιών, γνωρίζει ξανά την ευτυχία και στα προσωπικά της, αφού στα γυρίσματα της ταινίας γνωρίζει και τον Τιμ Ρόμπινς που επίσης πρωταγωνιστεί στην ταινία, με τον οποίο ερωτεύονται και γίνονται ζευγάρι.

Πριν από τον Ρόμπινς, η Σάραντον είχε αποκτήσει μια κόρη, στα μέσα της δεκαετίας, με τον Ιταλό σκηνοθέτη, Φράνκο Αμούρι, τη σημερινή ηθοποιό Εύα Αμούρι.

Η δεκαετία «κλείνει» με τη συνεργασία της με τον Μάρλον Μπράντο και τον Ντόναλντ Σάδερλαντ στο «A dry white season» το 1989, όπως επίσης και με την απόκτηση του δεύτερού της παιδιού (πρώτου με τον Τιμ Ρόμπινς), του γιου της Τζακ Χένρι.

Και ξανά προς τα Όσκαρ τραβά...

Η δεκαετία του ’90 ξεκινά πολύ καλά για την ίδια, αφού βρίσκεται υποψήφια για Χρυσή Σφαίρα για την ερμηνεία της στην ταινία «Εραστές χωρίς όρια» με τον Τζέιμς Σπέιντερ και στη συνέχεια αφήνει τις καλύτερες εντυπώσεις με την επιτυχημένη ταινία «Θέλμα και Λουίζ» σκηνοθεσίας Ρίντλεϊ Σκοτ, όπου πρωταγωνιστεί με τη Τζίνα Ντέιβις και συναντά τον Μπραντ Πιτ, όταν αυτός ακόμη έκανε τα πρώτα του βήματα.

Η Σάραντον και η Ντέιβις στους ρόλους δύο γυναικών που μπλέκουν σε μια περιπέτεια αφότου πυροβολούν ένα βιαστή, εντυπωσιάζουν κοινό και κριτικούς και βρίσκονται και οι δύο υποψήφιες για Όσκαρ, Χρυσή Σφαίρα, BAFTA και άλλα σημαντικά βραβεία, δίνοντας περαιτέρω ώθηση στην καριέρα, τη φήμη και το κασέ τους.

To 1992, o σύντροφός της, Τιμ Ρόμπινς, γράφει και σκηνοθετεί την κομεντί «Bob Roberts» στην οποία συμμετέχει και η ίδια, ενώ την αναγνώριση δέχεται πάλι λίγο αργότερα με τη δραματική ταινία «Lorenzo» του Τζορτζ Μίλερ, κερδίζοντας άλλη μια υποψηφιότητα για Όσκαρ και Χρυσή Σφαίρα, για την ερμηνεία της ως η μητέρα που μαζί με τον πατέρα (Νικ Νόλτε) ψάχνουν να βρουν το φάρμακο για το άρρωστο παιδί τους. Τη χρονιά αυτή η Σάραντον γεννά και το δεύτερο γιο της με τον Τιμ Ρόμπινς.

Οι επιτυχίες έρχονται η μία μετά την άλλη και το 1994 βρίσκεται ξανά υποψήφια για Όσκαρ με την ταινία μυστηρίου «The client» σκηνοθεσίας Τζόελ Σουμάχερ, με την ίδια και τον Τόμι Λι Τζόουνς στο πρωταγωνιστικό καστ. Η ταινία σημειώνει εμπορική επιτυχία και λαμβάνει καλές κριτικές, ενώ η Σάραντον αποδεικνύει για άλλη μια φορά το ταλέντο της, παίρνοντας στα χέρια της το βραβείο BAFTA, αλλά και μια καλή αμοιβή που ανέρχεται στα 5 εκατομμύρια δολάρια.

Ακολουθούν οι «Μικρές κυρίες» (1994) με τη Γουινόνα Ράιντερ, την Κίρστεν Ντανστ, την Κλερ Ντέινς κ.ά., από το ομώνυμο μυθιστόρημα της Λουίζα Μέι Άλκοτ και το 1995, μετά από 4 υποψηφιότητες, η Σάραντον κερδίζει επιτέλους το Όσκαρ α’ γυναικείου ρόλου για την ερμηνεία της στην ταινία «Θα ζήσω», με τον Τιμ Ρόμπινς και πάλι στη σκηνοθεσία και τον Σον Πεν συμπρωταγωνιστή της.

Η ταλαντούχα ηθοποιός υποδύεται την αδελφή Έλεν, μια καλόγρια που έρχεται σε επαφή με έναν οργισμένο φυλακισμένο (Πεν), που περιμένει την εκτέλεσή του και η ιστορία βασίστηκε στο ομώνυμο βιβλίο της πραγματικής αδελφής Έλεν.

Άλλες σημαντικές ταινίες της καριέρας της μέχρι το τέλος της δεκαετίας είναι η δραματική «Η ζωή σε δυο πράξεις» (1998) όπου βρίσκεται αντιμέτωπη με την Τζούλια Ρόμπερτς, προσπαθώντας να διεκδικήσει την οικογένειά της και να αντιμετωπίσει την ασθένειά της, κερδίζοντας ξανά υποψηφιότητα για Χρυσή Σφαίρα –μεταξύ άλλων-, η δραματική «Cradle will rock» και πάλι σκηνοθεσίας Τιμ Ρόμπινς, η δραματική κομεντί «Anywhere but here», όπου υποδύεται τη μητέρα της Νάταλι Πόρτμαν κ.ά.

Επιτυχιών (και μη) συνέχεια

Μπαίνοντας πλέον στην τέταρτη δεκαετία της καριέρας της, η διάσημη ηθοποιός βρίσκεται και πάλι υποψήφια το 2002 για Χρυσή Σφαίρα για την ερμηνεία της στη δραματική κομεντί «Igby goes down», ενώ στη συνέχεια εντυπωσιάζει τους κριτικούς του Λας Βέγκας στο «Moonlight mile», ενώ τραβά τα βλέμματα και στη δραματική ταινία «Noel» (2004).

Από το δράμα πηγαίνει στην κομεντί με το «Χορεύετε;» και τον Ρίτσαρντ Γκιρ, σε ένα ριμέικ του ομότιτλου γιαπωνέζικου φιλμ του 1996, σημειώνοντας εμπορική επιτυχία και κερδίζοντας την εύνοια των κριτικών, κι αμέσως μετά τη βλέπουμε μαζί με τον Τζουντ Λο σε ένα άλλο ριμέικ, το «Alfie» σκηνοθεσίας Τσαρλς Σάγιερ.

Το 2005 περνάει από τα πλατό του «Elizabethtown» σκηνοθεσίας Κάμερον Κρόου με τον Ορλάντο Μπλουμ και την Κίρστεν Ντανστ, όπου υποδύεται τη μητέρα του πρώτου, η ταινία, όμως, δεν καταφέρνει να κερδίσει τους κριτικούς.

Μια χρονιά αργότερα βρίσκεται υποψήφια για Emmy, αλλά και για Χρυσή Σφαίρα, βραβείο Satellite, Screen Actors Guild κ.ά. με την ερμηνεία της στη βιογραφική ταινία «Bernard and Dorris», όπου υποδύεται τη δισεκατομμυριούχο Ντόρις Ντιουκ και τη σχέση της με τον γκέι μπάτλερ της, στο ρόλο του οποίου συναντάμε τον Ρέιφ Φάινς.

Στη συνέχεια της δεκαετίας, η Σάραντον βρίσκεται σε διάφορες ταινίες, όπως στην ταινία μυστηρίου «In the valley of Elah» (2007) με τον Τόμι Λι Τζόουνς και τη Σαρλίζ Θερόν, στην οικογενειακή κομεντί φαντασίας «Enchanted» (2007) με την Έιμι Άνταμς, στη δραματική κομεντί «Middle of nowhere» (2008) μαζί με την κόρη της, Εύα Αμούρι, στο «Σαν δυο σταγόνες νερό» (2009) του Τιμ Μπλέικ Νέλσον με τον Έντουαρντ Νόρτον, στην κομεντί «Ένας αξιότιμος κύριος» (2009) με τον Μάικλ Ντάγκλας, τον οποίο συναντά ξανά στο «Wall street: money never sleeps» το 2010, στη δραματική «Παραδεισένια οστά» (2009) σε ρόλο γιαγιάς κ.ά., ενώ δεν είναι λίγες οι τηλεοπτικές δουλειές με εμφανίσεις σε σειρές, όπως επίσης και οι δουλειές στις οποίες κάνει την αφήγηση.

Μέσα στο καλοκαίρι, πρόκειται να τη δούμε στην κομεντί «That’s my boy» με τον Άνταμ Σάντλερ, ενώ έχει ολοκληρώσει τα γυρίσματα πολλών ταινιών («Irwin and Fran», «The wedding» με τον Ρόμπερτ Ντε Νίρο και τη Νταϊάν Κίτον, «Cloud Atlas» με τον Τομ Χανκς, «The company you keep» με τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ, «Arbitrage» με τον Ρίτσαρντ Γκιρ, «Robot and Frank» με τον Φρανκ Λανγκέλα, κ.ά.)

Όπως έχει δηλώσει η ίδια, στην καριέρα της ως τώρα επέλεγε ρόλους που την τρόμαζαν, κάτι που σκοπεύει να συνεχίσει, ενώ στα προσωπικά της τα πράγματα δεν είναι πλέον τόσο σταθερά, αφού το 2009 χώρισε με τον για περισσότερα από 20 χρόνια σύντροφό της, Τιμ Ρόμπινς, νιώθοντας –όπως δήλωσε η ίδια- έντονο το αίσθημα της αποτυχίας μετά από ένα τέτοιο χωρισμό.

Παρ’ όλο, όμως, που σκεφτόταν να αποσυρθεί για ένα διάστημα, οι επαγγελματικές προτάσεις την κράτησαν ενεργή και πλέον νιώθει ότι η ζωή της είναι αυθεντική.

Η ακτιβίστρια Σάραντον

Η διάσημη και πολυβραβευμένη ηθοποιός έχει αναπτύξει μεγάλη ακτιβιστική δράση από τη δεκαετία του ’80 μέχρι σήμερα, υποστηρίζοντας προοδευτικές, αριστερές πολιτικές θέσεις, κάνοντας δωρεές, συμμετέχοντας σε διαδηλώσεις για κοινωνική, περιβαλλοντική, οικονομική δικαιοσύνη και για τα ανθρώπινα δικαιώματα, ενώ το 1999 είχε μάλιστα συλληφθεί κατά τη διάρκεια διαμαρτυρίας στη Νέα Υόρκη, για τον πυροβολισμό ενός άοπλου αφρικανού μετανάστη από 4 αστυνομικούς.

Υπήρξε μία ανάμεσα στους πολλούς ηθοποιούς, σκηνοθέτες και σεναριογράφους του Χόλιγουντ που πήραν μέρος στο ντοκιμαντέρ «The celluloid closet» για το πώς απεικονίζουν οι ταινίες την ομοφυλοφιλία, ενώ το 1999 ορίστηκε Πρέσβειρα Καλής Θέλησης της Unicef.

Μαζί με τον τότε σύντροφό της, Τιμ Ρόμπινς, τάχθηκε κατά της εισβολής στο Ιράκ το 2003, ενώ έχει λάβει μέρος σε πολλά διαφημιστικά με πολιτικό και κοινωνικό μήνυμα (όπως αυτό για την αποδοχή των ομοφυλόφιλων συμπολιτών μας), ενώ η παρουσία της σε αντι-πολεμικές πορείες είναι σχεδόν καθιερωμένη. Στα τέλη του 2011, μάλιστα, συμμετείχε και στις διαδηλώσεις του κινήματος Occupy Wall Street, ανάλογο των «Αγανακτισμένων».

Το 2006, η Σούζαν Σάραντον έλαβε το ανθρωπιστικό βραβείο Action against Hunger Humanitarian, ενώ έχει τιμηθεί και από τη Unicef και άλλες οργανώσεις.

Ενδεικτική φιλμογραφία: «Joe» (1970), «Fleur bleue» (1971), «La mortadella» (1971), «Lovin’ Molly» (1974), «The front page» (1974), «The great Waldo Pepper» (1975), «The Rocky Horror picture show» (1975), «Dragonfly» (1976), «The other side of midnight» (1977), «The last of the cowboys» (1977), «Pretty baby» (1978), «King of the gypsies» (1978), «Atlantic city» (1980), «Tempest» (1982), «The hunger» (1983), «Compromising positions» (1985), «The witches of Eastwick» (1987), «Bull Durham» (1988), «Sweet hearts dance» (1988), «The January man» (1989), «A dry white season» (1989), «White palace» (1990), «Thelma & Louise» (1991), «Light stepper» (1992), «Bob Roberts» (1992), «Lorenzo» (1992), «The client» (1994), «Little women» (1994), «Dead man walking» (1995), «Twilight» (1998), «Stepmom» (1998), «Cradle will rock» (1999), «Anywhere but here» (1999), «Igby goes down» (2002), «The Banger sisters» (2002), «Moonlight mile» (2002), «Noel» (2004), «Shall we dance» (2004), «Alfie» (2004), «Elizabethtown» (2005), «Romance & cigarettes» (2005), «Bernard and Dorris» (2006), «In the valley of Elah» (2007), «Enchanted» (2007), «Middle of nowhere» (2008), «The greatest» (2009), «Leaves of grass» (2009), «Solitary man» (2009), «The lovely bones» (2009), «Peacock» (2010), «Wall street: money never sleeps» (2010), «Jeff, who lives at home» (2011), «That’s my boy» (2012), «Robot and Frank» (2012), «Arbitrage»(2012).