Υπέρταση: ο «σιωπηλός» εχθρός της καρδιάς μας
Η αρτηριακή υπέρταση αποτελεί τον χειρότερο εχθρό του καρδιαγγειακού μας συστήματος. Δείτε, ποια είναι τα συμπτώματα, τι την προκαλεί και πώς πρέπει να αντιμετωπίζεται.
Αρτηριακή πίεση είναι η πίεση που ασκεί το αίμα στο εσωτερικό τοίχωμα των μεγάλων αρτηριών κατά την μεταφορά του από την καρδιά σε όλα τα όργανα του σώματος. Υπέρταση σημαίνει ότι η αρτηριακή πίεση είναι σταθερά αυξημένη πάνω από τα φυσιολογικά όρια.
Στην Ελλάδα, το 25% των ενήλικων ατόμων πάσχει από υπέρταση, ενώ το ποσοστό αυτό αγγίζει το 50% σε άτομα ηλικίας άνω των 60 ετών. Η αρτηριακή υπέρταση αποτελεί τον ισχυρότερο τροποποιήσιμο παράγοντα κινδύνου εμφάνισης αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου και έναν από τους ισχυρότερους για το έμφραγμα. Επιπρόσθετα, η υπέρταση αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης καρδιακής ανεπάρκειας, αιφνίδιου θανάτου, νεφρικής βλάβης και απόφραξης των περιφερικών αρτηριών του σώματος.
Είναι αναγκαίο να επισημανθεί ότι τόσο η συστολική («μεγάλη») πίεση όσο και η διαστολική («μικρή») πίεση, αυξάνουν σημαντικά τον κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακού νοσήματος. Η άποψη ότι η διαστολική πίεση (γνωστή ως «πίεση της καρδιάς») είναι πιο σημαντική από τη συστολική είναι λανθασμένη. Ειδικά σε άτομα άνω των 50 ετών, η συστολική πίεση είναι πολύ πιο επικίνδυνη από ό,τι η διαστολική.
Αίτια αρτηριακής υπέρτασης
Στη συντριπτική πλειοψηφία των ατόμων (95%) η αιτιολογία της αρτηριακής υπέρτασης παραμένει άγνωστη (ιδιοπαθής υπέρταση). Η εμφάνισή της συσχετίζεται κυρίως με την κληρονομικότητα, την παχυσαρκία, τη μακροχρόνια πρόσληψη αυξημένης ποσότητας αλατιού, την καθιστική ζωή και την έλλειψη άσκησης.
Σε λίγες περιπτώσεις (5%) η υπέρταση οφείλεται σε κάποιο συγκεκριμένο νόσημα (δευτεροπαθής υπέρταση), το οποίο μπορεί να διαγνωσθεί και να αντιμετωπισθεί. Συχνότερα αίτια δευτεροπαθούς υπέρτασης είναι η χρόνια νεφροπάθεια, η άπνοια κατά τον ύπνο και η στένωση των νεφρικών αρτηριών. Σπανιότερα αίτια είναι οι παθήσεις των ενδοκρινών αδένων, του κυκλοφορικού και νευρικού συστήματος και η υπέρταση της κύησης. Επιπρόσθετα, διάφορα φάρμακα (μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη, αντισυλληπτικά, ερυθροποιητίνη, κυκλοσπορίνη, αποσυμφορητικά ρινός, κορτικοειδή) και ουσίες (κοκαΐνη) μπορεί να προκαλέσουν αύξηση της πίεσης.
Συμπτώματα αρτηριακής υπέρτασης
Η αυξημένη αρτηριακή πίεση κατά κανόνα δεν γίνεται αισθητή και δεν προκαλεί κανένα ενόχλημα. Τα ενοχλήματα, όταν υπάρχουν, οφείλονται στις επιπλοκές της, που συνήθως εμφανίζονται μετά από χρόνια. Ο πονοκέφαλος, η ζάλη, το βουητό στα αυτιά, οι εξάψεις, το αίσθημα παλμών κλπ, δεν οφείλονται στην υπέρταση. Τα συμπτώματα αυτά συνηθέστερα αποτελούν μια τυχαία σύμπτωση, χάρη στην οποία αναγκάζεται ο ασθενής να μετρήσει την πίεση του και να εντοπίσει έτσι την «άγνωστη» χρόνια υπέρτασή του. Επιπρόσθετα, η ανησυχία, λόγω της λανθασμένης αντίληψης ότι τα συμπτώματα οφείλονται στην υπέρταση, μπορεί να ανεβάσει περαιτέρω την πίεση.
Οι ρινορραγίες (αιμορραγίες από τη μύτη) επίσης δεν οφείλονται στην υπέρταση. H μεγάλη αύξηση της πίεσης που συχνά παρατηρείται σε τέτοιες περιπτώσεις είναι αποτέλεσμα της αναστάτωσης (συχνά του πανικού) εξαιτίας της αιμορραγίας και υποχωρεί χωρίς φάρμακα μόλις ηρεμήσει ο άρρωστος.
Διάγνωση αρτηριακής υπέρτασης
Η διάγνωση της υπέρτασης βασίζεται αποκλειστικά στη μέτρηση της πίεσης. Δεν υπάρχει καμία άλλη μέθοδος ή εξέταση για την «αποκάλυψη» των υπερτασικών ατόμων. Για αυτό το λόγο, κατά τη μέτρηση της αρτηριακής πίεσης τόσο στο ιατρείο, όσο και στο σπίτι, πρέπει να τηρείται σχολαστικά ένα πλήθος οδηγιών, όπως είναι για παράδειγμα :
•Μετρήσεις σε διαφορετικές ημέρες, πάντα σε συνθήκες ηρεμίας.
•Χρήση αξιόπιστου πιεσόμετρου με κατάλληλο μέγεθος περιχειρίδας.
•Αποφυγή καπνίσματος και λήψης καφέ τουλάχιστον για μισή ώρα πριν από τη μέτρηση.
•Μετρήσεις πάντα σε καθιστή θέση με την πλάτη να ακουμπά στη ράχη της καρέκλας και το μπράτσο να είναι χαλαρά ακουμπισμένο σε σταθερή επιφάνεια.
•Καταγραφή τουλάχιστον δύο μετρήσεων της πίεσης με μεσοδιάστημα 1-2 λεπτών. Στη δεύτερη μέτρηση, η πίεση είναι συνήθως χαμηλότερη. Εάν υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ πρώτης και δεύτερης μέτρησης (πάνω από 10 mmHg) γίνεται και τρίτη μέτρηση, κ.ο.κ.
Θεραπευτική αντιμετώπιση υπέρτασης
Από τη στιγμή που τεθεί υπεύθυνα και οριστικά η διάγνωση της αρτηριακής υπέρτασης, η «επιθετικότητα» της θεραπευτικής παρέμβασης εξαρτάται από : α) το ύψος των τιμών διακύμανσης της αρτηριακής πίεσης, β) τη συνύπαρξη και άλλων παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου (επιβαρυμένο οικογενειακό ιστορικό, κάπνισμα, δυσλιπιδαιμία, σακχαρώδης διαβήτης, κοιλιακή παχυσαρκία), γ) τη βλάβη οργάνων-στόχων (υπερτροφία της αριστερής κοιλίας της καρδιάς, προσβολή νεφρών με λευκωματουρία, αθηρωμάτωση καρωτίδων) και δ) την πιθανή ύπαρξη ήδη εγκατεστημένης αγγειακής νόσου στον ασθενή με υπέρταση (προηγούμενο αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, έμφραγμα του μυοκαρδίου, περιφερική αρτηριοπάθεια, αμφιβληστροειδοπάθεια).
Για όλους τους υπερτασικούς ασθενείς ο θεραπευτικός στόχος είναι η μείωση της αρτηριακής πίεσης σε επίπεδα μικρότερα των 140 / 90 mmHg. Σε ασθενείς υψηλού καρδιαγγειακού κινδύνου (ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη, νεφρική ανεπάρκεια, στεφανιαία νόσο κ.ά), η πίεση-στόχος καθορίζεται σε ακόμη χαμηλότερα επίπεδα (130 /80 mmHg ή ακόμη και 120 / 75 mmHg).
Είναι σημαντικό να τονισθεί ότι τα επίπεδα της αρτηριακής πίεσης μειώνονται και μπορεί να επανέλθουν ακόμη και στις φυσιολογικές τιμές, χωρίς τη χορήγηση φαρμάκων, μετά τη τήρηση ορισμένων βασικών κανόνων υγιεινοδιαιτητικής αγωγής:
•διακοπή καπνίσματος
•απώλεια βάρους (η απώλεια ακόμη και 5 κιλών μπορεί να έχει ευεργετική επίδραση)
•συστηματική άσκηση
•δίαιτα πλούσια σε φρούτα, λαχανικά, άπαχα γαλακτοκομικά, κάλιο και ασβέστιο και πτωχή σε κεκορεσμένο λίπος
•μείωση της πρόσληψης αλατιού με την τροφή
•περιορισμός της κατανάλωσης αλκοόλ (το πολύ 2-3 ποτά την ημέρα για τους άνδρες και 1-2 για τις γυναίκες)
Η τήρηση των παραπάνω μη φαρμακευτικών μέτρων, ακόμη και παράλληλα με τη φαρμακευτική αγωγή, αυξάνει την αποτελεσματικότητά της και μειώνει την ανάγκη προσθήκης νέων φαρμάκων.
Συμπεράσματα
•Η αρτηριακή υπέρταση είναι ο σημαντικότερος τροποποιήσιμος παράγοντας κινδύνου εμφάνισης καρδιαγγειακών συμβάντων.
•Η διάγνωση της υπέρτασης γίνεται μόνο με το πιεσόμετρο. Για αυτό το λόγο είναι θεμελιώδους σημασίας η κατανόηση και η τήρηση όλων των οδηγιών για την ορθή μέτρηση και καταγραφή της αρτηριακής πίεσης.
•Στην πλειονότητα των περιπτώσεων η υπέρταση είναι ασυμπτωματική.
•Η θεραπεία της υπέρτασης απαιτεί πρώτιστα την υιοθέτηση συγκεκριμένων υγιεινοδιαιτητικών οδηγιών. Η φαρμακευτική αγωγή είναι αποκλειστική αρμοδιότητα του ιατρού, είναι αδιάλειπτη και η επιτυχία της εξαρτάται τόσο από τη συμμόρφωση του ασθενούς, όσο και από τη θεμελίωση μίας σχέσης εμπιστοσύνης μεταξύ ιατρού και θεραπευόμενου.
Από την Άννα Ι. Κακαφήκα, Παθολόγο, Διδάκτωρ Ιατρικής Σχολής, Συνεργάτη ΒΙΟΚΛΙΝΙΚΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ Γ.Κ. Ομίλου ΒΙΟΙΑΤΡΙΚΗ.