Ατμοσφαιρικά κάστρα στην Τρανσυλβανία
Το κάστρο Bran ή περισσότερο γνωστό ως το κάστρο του Δράκουλα δεσπόζει στην Τρανσυλβανία
Η Ρουμανία μπορεία να μην αποτελεί για πολλούς τον απόλυτο ταξιδιωτικό προορισμό, όμως τα κάστρα της Τρανσυλβανίας, σίγουρα θα σας κάνουν να αλλάξετε γνώμη.
Τα κάστρα της Τρανσυλβανίας, στην κεντρική και βορειοδυτική Ρουμανία συγκαταλέγονται στα ωραιότερα οχυρωματικά κτίσματα της Ευρώπης, σύμφωνα με δημοσίευμα της ρουμανικής εφημερίδας «Romania libera», στο οποίο γίνεται καταγραφή σημαντικότερων μνημείων της μεσαιωνικής πολιτιστικής κληρονομιάς της χώρας με κριτήρια τη φήμη τους και την ευκολία προσέγγισής τους από τουρίστες.
Το κάστρο Bran είναι το μοναδικό κτίσμα που ανεγέρθηκε από Τεύτονες Ιππότες και διασώζεται σε χώρα, στην οποία είναι ο πληθυσμός κατά πλειοψηφία είναι ορθόδοξος. Είναι ένα από τα οχυρωματικά κτίσματα που έκτισαν οι Τεύτονες Ιππότες κατά την επιστροφή τους από τις Σταυροφορίες. Το κάστρο υπάχθηκε αργότερα υπό τη διοίκηση της πόλης Μπράσοβ και θεμελιώθηκε από Σάξονες αποίκους. Λόγω των πολύπλευρων σχέσεων που συνέδεαν τους κατοίκους του Μπρασόβ με τον οίκο Μπασαράμπ, που διοικούσε την ηγεμονία της Βλαχίας (τη νότια περιοχή της σημερινής Ρουμανίας) το κάστρο απέκτησε τη φημή του Κάστρου του Δράκουλα. Στην πραγματικότητα το κάστρο ανήκε για μία μικρή περίοδο στον ηγεμόνα της Βλαχίας, Μιρτσέα το Γηραιό (1355 - 1418), παππού του Βλαντ Ντράκουλα (1431-1476), που αργότερα έγινε γνωστός ως ο περιβόητος «Βλαντ, ο Ανασκωλοπιστής».
Το κάστρο της δυναστείας Κόρβιν, όπως αναφέρει το ΑΠΕ-ΜΠΕ, βρίσκεται στην κεντρική Ρουμανία, στην επαρχία Χουνεντοάρα και θεωρείται η κορωνίδα των οχυρωματικών κτισμάτων. Είναι το μεγαλύτερο γοτθικού ρυθμού κάστρο στην κεντρική και στην ανατολική Ευρώπη. Χτίστηκε τον 15ο αιώνα από τον Ιοάν της Χουνεντοάρα (1407-1556) στρατηγό και οργανωτή των τελευταίων Σταυροφοριών. Το κάστρο Κόρβιν ήταν μία απόρθητη «αετοφωλιά» και ένα από τα κεντρικά στοιχεία του οχυρωματικού συστήματος. Ο Ούγγρος βασιλιάς, Ματίας Κόρβιν, γιος του Ιοάν της Χουνεντοάρα πέρασε τα παιδικά του χρόνια στο κάστρο.
Το κάστρο Savarsin δεν έχει στρατιωτικά αμυντικά μέρη και αγοράστηκε από τον πρώην μονάρχη της Ρουμανίας, Μιχάι Α’ την περίοδο του μεσοπολέμου από την αριστοκρατική οικογένεια Μόσκονι. Αρχικά το κάστρο ανήκε στην οικογένεια του υποκόμη Φορέι. Η ανέγερσή του άρχισε το 1650, στη συνέχεια το κάστρο κατασχέθηκε από τις κομμουνιστικές αρχές και στη συνέχεια επιστράφηκε στο βασιλικό οίκο το 2001, οπότε άρχισε η ανακατασκευή του. Ο περιβάλλον χώρος του κάστρου είναι ένα από τα ομορφότερα κτήματα με δενδρόκηπο και λίμνη.
Το κάστρο ή ανάκτορο Μποντίντα, έχει χαρακτηριστεί «οι Βερσαλλίες της Τρανσυλβανίας». Το κάστρο χτίστηκε από το πριγκιπικό κλάδο του οίκου Μπάνφι (ουγγρική αριστοκρατική οικογένεια με καταγωγή από την Τρανσυλβανία). Το κάστρο είναι χτισμένο σε αναγεννησιακό ρυθμό και έχει τροποποιηθεί αρκετές φορές. Η κατασκευή του άρχισε το 1437. Από το 17ο έως το 19ο αιώνα ήταν γνωστό για το βοτανικό κήπο του, ο οποίος δεν έχει διασωθεί.
Μετά την πτώση του κομμουνισμού, το κάστρο περιήλθε και πάλι στην κυριότητα της οικογένειας Μπάνφι, η οποία το παραχώρησε στη μη κυβερνητική οργάνωση Transylvania Trust προς χρήση. Με χρηματοδότηση που πρόσφερε ο Πρίγκιπας της Ουαλίας, διάδοχος του βρετανικού θρόνου, η μη κυβερνητική οργάνωση άρχισε την ανακαίνιση του κάστρου.
Το κάστρο Τσιουκέα, με κυρίως πολιτιστική και όχι ιστορική σημασία, χτίστηκε από έναν νομικό από τη Χουεντίν, η κόρη του οποίου έγινε η σύζυγος του Ούγγρου ποιητή Εντρε Αντι (1877-1919). Στο κάστρο ο Εντρε έγραψε ορισμένα από ποιήματα που τον έκαναν διάσημο. Στο τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ο Ρουμάνος ποιητής Οκτάβιαν Γκόγκα αγόρασε το κάστρο και μαζί με τη σύζυγό του ανακαίνισαν και επέκτειναν το κτίσμα. Η Βετούρια Γκόγκα δώρισε στο κράτος το κάστρο, το οποίο το μετέτρεψε σε Μουσείο.