Κριτική: Ακραίες και απρόσμενες εναλλαγές σε μία σύγχρονη ιλαροτραγωδία
Aπό την Ελένη Πετάση.
Σίγουρα ο «Θερισμός» διαφέρει από τα περισσότερα θεατρικά κείμενα του Δημήτρη Δημητριάδη. Έχει κάποια αντιστοιχία και συμπίπτει χρονικά με τον παλιό «Τόκο» του (2010), δύσκολα, ωστόσο, μπορεί να το κατατάξει κανείς σε μια συγκεκριμένη κατηγορία. Έργο ακραίο, εναλλάσσει το ιλαρό με το τραγικό και το φιλοσοφικό με το κοινότοπο, εστιάζοντας στη δυστυχία της ύπαρξης που πολεμάει στο όριο του τίποτε και του θανάτου. Εποικισμένο με πέντε χαρακτήρες που καταφεύγουν σε ένα 5άστερο ξενοδοχείο στο Ακαπούλκο για να ξεφύγουν από την καθημερινότητά τους, αποκαλύπτει σταδιακά τις δυσοίωνες σκιές οι οποίες στιγματίζουν τις ζωές τους.
Αρχικά, πλημμυρισμένοι από ανία, αγκιστρωμένοι στις ξαπλώστρες τους, με τρόπους νωθρούς, τον παλμώδη αέρα να πυρπολεί το δέρμα τους και το ρολόι να έχει σταματήσει στις 12.20 μ.μ., απολαμβάνουν δροσιστικά κοκτέιλ, γλυκανάλατα τραγούδια από τον Μεξικανό τροβαδούρο Μασιμιλιάνο και η μόνη τους ανησυχία είναι στην επιλογή της πισίνας ή της θάλασσας.
Φλυαρώντας ακατάπαυστα -τα τσιτάτα και οι υπαρξιακοί προβληματισμοί κυριαρχούν-, απολαμβάνουν στιγμές ευδαιμονίας πριν από την καταιγίδα.
Γιατί μόλις τα κινητά τους αρχίζουν να χτυπούν δαιμονισμένα αποδεικνύεται πως «η κόλαση είναι άδεια και όλοι οι διάβολοι βρίσκονται εδώ...», όπως υποστηρίζει στην «Τρικυμία» του ο Σαίξπηρ. Οι ψευδαισθήσεις, κατ’ επέκταση, δίνουν τη θέση τους στη βίαιη πραγματικότητα καθώς ο καταθλιπτικός γιος του ενός ζευγαριού δηλώνει πως θα αυτοκτονήσει (και αυτοκτονεί), η νυμφομανής κόρη του έτερου ζευγαριού περιγράφει σαδιστικά τα σεξουαλικά της όργια με αλλοδαπούς και η μοναχική φίλη της παρέας δέχεται αλλεπάλληλους εξευτελισμούς από τον εραστή της. Η ψεύτικη μαγευτική ατμόσφαιρα, όπως είναι επόμενο, διαλύεται και οι ναρκωμένοι αναχωρητές κάτω από το βάρος της σκοτεινής οικογενειακής ζωής τους καλωσορίζουν τον θεριστή θάνατο ως μοναδική τους λύτρωση.
Ανάμεσα στον Φρόιντ και στον Μαρκήσιο Ντε Σαντ, στον ρεαλισμό και στην υπονόμευσή του, ο Δημήτρης Τάρλοου τιθάσευσε καίρια το ευρηματικό κείμενο του Δημητριάδη αποφεύγοντας «τη σύγχυση του μεταμοντερνισμού στον οποίο ανθίζουν πολλές παρεξηγήσεις».
Με αγωνιώδεις σιωπές, ξεσπάσματα απόγνωσης και σκιές που πηγαινοέρχονται στο υπερώο δίνοντας μια μεταφυσική αίσθηση, εκμεταλλεύτηκε πρώτιστα τη ρεαλιστική του επίφαση για να κλιμακώσει στο τέλος τον λόγο σε μια πειραγμένη ραπ έξαρσή του, παραπέμποντας σε σύγχρονο χορό τραγωδίας.
Στην πολύ καλή του παράσταση όλοι οι ηθοποιοί ήταν εξαιρετικοί. Προσέξτε το -τόσο φυσικό- υστερικό γέλιο της Αλεξίας Καλτσίκη, τον δηλητηριώδη μητροκτόνο μονόλογο της Άννας Μάσχα, την παρατημένη μορφή του Περικλή Μουστάκη, την «ακρωτηριασμένη» ψυχικά Μάρω Παπαδοπούλου και τον ευάλωτο Νίκο Ψαρρά.
Αξιοπρόσεχτο το σκηνικό της Ελένης Μανωλοπούλου.