Κριτική θεάτρου: «Δεσποινίς Ζιλί», της Κέιτι Μίτσελ, στο Φεστιβάλ Αθηνών
Η εξαιρετική Jule Bowe, η οποία απέδωσε, σχεδόν βουβά, με συγκινητική ευαισθησία, τον πόνο της καρτερικής Κριστίν.
Η Ελένη Πετάση μας μεταφέρει τις εντυπώσεις της από την παράσταση «Δεσποινίς Ζιλί», της Κέιτι Μίτσελ που παρουσιάστηκε στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών.
Από την αρχή της καλλιτεχνικής της πορείας, η Κέιτι Μίτσελ σέρνει μαζί της τα λάβαρα του ριζοσπαστισμού, ερεθίζοντας με τις φεμινιστικές της ιδέες και τις θεατρικές ανταρσίες της την αγγλική κοινή γνώμη. Αυτή τη φορά, σε συνεργασία με τη βερολινέζικη Schaubuhne, η σκηνική της περιπέτεια συγκατοικεί με τη μεγάλη οθόνη, προτείνοντας ένα ξεχωριστό θέαμα, που διαπνέεται από ευαισθησία, ποίηση, ισχυρές εικόνες, εξορυγμένες λες από το σινεμά του Μπέργκμαν ή του Ταρκόφσκι, και τεχνικά αριστοτεχνική σύζευξη των δύο τεχνών.
Διασκευάζοντας τη «Δεσποινίδα Τζούλια» του Αυγούστου Στρίντμπεργκ (1888), η χαρισματική Αγγλίδα σκηνοθέτης μετατοπίζει το κέντρο του έργου από την επώνυμη, σεξουαλικά βουλιμική, μεγαλοαστή ηρωίδα, στην καταπονημένη μαγείρισσα της Κριστίν, που δέχεται σιωπηλά την ερωτική προδοσία του συντρόφου της. Η λεηλασία της ψυχής της αποτυπώνεται ανάγλυφα στα πλάνα της 75λεπτης «ταινίας» που γεννιέται σε αυθεντικό χρόνο μπροστά στα μάτια μας, καθώς ένα ορατό κινηματογραφικό συνεργείο επιδίδεται αθόρυβα στη λεπτομερή απεικόνιση των συναισθημάτων της. Η ταυτόχρονη προβολή των σκηνικών δράσεων, η εμμονή σε κοντινές λήψεις (χέρια, πρόσωπα, εκφράσεις, χειρονομίες), αλλά και η αποκάλυψη μικρών μυστικών της έβδομης τέχνης (π.χ. η «κατασκευή» μιας έντονης βροχής που νοτίζει τα τζάμια ή η προσήλωση της κάμαρας σε ένα μικρό κομμάτι γης που στην οθόνη φαντάζει σαν ανθόσπαρτο λιβάδι), συνθέτουν έναν αλλόκοτο, γοητευτικό κόσμο, εκτροχιάζοντας τη φαντασία του θεατή.
Σ’ αυτή την παράσταση, όπου τίποτα δεν μένει κρυφό (το κινηματογραφικό πλατό, η ζωντανή παραγωγή ήχων, τα κύρια πρόσωπα, οι σωσίες τους, μια τσελίστα, αλλά και όλοι οι αφανείς φροντιστές ενός γυρίσματος καθοδηγημένοι από τον video designer Leo Warner), αναδύεται η αύρα τόσο μιας άλλης εποχής (η ταινία μας μεταφέρει στον 19ο αιώνα) όσο και της δικής μας.
Σπαράγματα από το κείμενο του αντιφεμινιστή Νορβηγού συγγραφέα εμπλέκονται με την ποίηση της Δανής φεμινίστριας, Ινγκερ Κρίστενσεν, και αφηγηματικές πρακτικές διασταυρώνονται με τις ρεαλιστικές ερμηνείες των ηθοποιών, συνθέτοντας ένα καινούργιο έργο, που μπορεί να μην υπακούει στενά στη δραματουργία του Στρίντμπεργκ, αλλά, με ένα λοξό τρόπο, φωτίζει τις αόρατες πτυχές της. Πτυχές που χαράσσονται στο αφοπλιστικό βλέμμα και στις ανεπαίσθητες κινήσεις της εξαιρετικής Jule Bowe, η οποία απέδωσε, σχεδόν βουβά, με συγκινητική ευαισθησία, τον πόνο της καρτερικής Κριστίν. Αλλά και οι αισθητικά μαγικές εικόνες της οθόνης που παρέπεμπαν σε πίνακες ζωγραφικής της ολλανδικής σχολής, δεν άφησαν κανέναν αδιάφορο. Ετσι ώστε ακόμα και εκείνοι που διατύπωσαν αντιρρήσεις -ιδιαίτερα για τη συρρίκνωση κατά 80% του κειμένου- δεν μπόρεσαν να αντισταθούν στη γοητεία του θεάματος.
ΕΛΕΝΗ ΠΕΤΑΣΗ,[email protected]