Κριτική: Ανάμεικτη αίσθηση στο βαριετέ-σάτιρα για τα θύματα διαδικτυακής κριτικής
Από την Ελένη Πετάση.
Χαρισματικός κομπέρ, πνευματώδης, χλευαστικός, άμεσος, συχνά ακραίος. Αλλά και τόσο πληθωρικός που χάνει το μέτρο, πλατειάζει και κουράζει. Ο Σίμος Κακάλας συνθέτει και σκηνοθετεί το «Greek Freak», μια τρίωρη (;) παράσταση-βαριετέ που την αφιερώνει στη μνήμη «των εκατοντάδων θυμάτων της διαδικτυακής κριτικής».
Η διαδικτυακή κριτική, ωστόσο, σατιρίζεται μόνο με αυτοσχεδιαστικές -επίκαιρες- αιχμές, όπως στην αναφορά πρόσφατου άρθρου συναδέλφου που δημοσιεύτηκε την ημέρα που παρακολούθησα το εν λόγω θέαμα.
Στο «Greek Freak» αναβιώνουν κυρίως με σύγχρονο τρόπο μια σειρά από επιθεωρησιακά σκετσάκια (αλλά επιτυχημένα και άλλα όχι) που καυτηριάζουν από δήθεν πρωτοποριακά θεατρικά δρώμενα (χαρακτηριστικό είναι το «Νεο-μεταμοντέρνο» όπου ένας αμίλητος άνδρας με φτερούγες καθηλώνεται στη σκηνή) μέχρι trash τηλεοπτικές εκπομπές (όπως το τηλεπαιχνίδι «Αναγούλα» που προκαλεί αντίστοιχη με τον τίτλο του ενόχληση).
Με αντίστοιχη ειρωνική διάθεση αντιμετωπίζονται εστιατόρια με προχωρημένες συνταγές, μια παλιά ταινία με τον Νίκο Σταυρίδη εμπλουτισμένη με μπόλικο σεξ και το, εμπνευσμένο από το «Λιωμένο βούτυρο» του Σάκη Σερέφα, νούμερο η «Αλήθεια της Λίτσας», στο οποίο η ηρωίδα του γίνεται τώρα τηλεοπτική περσόνα (την ερμηνεύει εύστοχα η Έλενα Μαυρίδου) παίρνοντας συνεντεύξεις από διασημότητες - στην προκειμένη περίπτωση από τον ίδιο τον Κλέωνα Γεωργιάδη που εξομολογείται ξεκαρδιστικά την εφηβική του αποτυχημένη ομοφυλοφιλική εμπειρία.
Και ανάμεσά τους -παραπέμποντας, μεταξύ άλλων, στο «φαινόμενο» Κιτσοπούλου- κάποια στιγμιότυπα που δυστυχώς παρασύρουν τον δημιουργό τους σε ανάλογα χνάρια ευτέλειας.
Αν κάτι όμως καθιστά ενδιαφέρον το συγκεκριμένο βαριετέ είναι η διαρκής παρουσία του Σίμου Κακάλα (ακόμη και στο διάλειμμα διαβάζει απόσπασμα από τον «Μεγάλο Ανατολικό» του Εμπειρίκου) που εκμαιεύει με τις ατάκες, τη διαδραστικότητά του, αλλά και τα αγγλόφωνα ροκ τραγούδια που ερμηνεύει τρυφερά, στιγμές ευφορίας. Έξοχη, αν και με εξοντωτικά υψηλά ντεσιμπέλ, είναι και η μασκοφορεμένη ορχήστρα που τον συνοδεύει.
Αυτοαναφορικός (επισημαίνοντας τη δική του αρπαχτή στο Φεστιβάλ) αλλά και καυστικός απέναντι στους άλλους, δεν διστάζει να σατιρίσει τη δερμάτινη ενδυμασία του Μιχαήλ Μαρμαρινού μες στο κατακαλόκαιρο ή να εκσφενδονίσει σχόλια σε ηθοποιούς που παρακολουθούν την παράστασή του: «Χαμογέλα (επιτέλους;) Άντζελα» (Μπρούσκου).
Σ’ αυτό το κατεξοχήν λαϊκό, «άσεμνο», αλλά και συχνά άρρυθμο θέαμα με τις εντυπωσιακές μάσκες της Μάρθας Φωκά, το νοσταλγικό σκηνικό του Αντώνη Δαγκλίδη, τις χορογραφίες του αυτοσαρκαζόμενου Φωκά Ευαγγελινού και τα κοστούμια της Claire Bracewell, όλα επιτρέπονται. Θα μπορούσε, ωστόσο, να είναι πραγματικά ουσιαστικό αν ο Κακάλας δεν χρησιμοποιούσε τις ευκολίες του και αν διέθετε έναν ισχυρό πολιτικό λόγο απέναντι στην εξουσία και τους φορείς της.
Ελένη Πετάση / [email protected]