Κριτική θεάτρου:«Δον Κιχώτης» και «Αθανάσιος Διάκος» στο Φεστιβάλ Αθηνών
«Δον Κιχώτης» και «Αθανάσιος Διάκος» στο Φεστιβάλ Αθηνών:Δύο πολύ έξυπνες ιδέες χωρίς ευτυχή κατάληξη...
H Ελένη Πετάση μας μεταφέρει τις εντυπώσεις της από τις παραστάσεις «Δον Κιχώτης» και «Αθανάσιος Διάκος» που παρουσιάστηκαν στο Φεστιβάλ Αθηνών.
Και μόνο για την αμετακίνητη εικόνα του Δον Κιχώτη να τρέχει ακούραστος μία ώρα επιτόπου, λες και τα μάταια ερημικά του όνειρα είχαν καρφωθεί στη γη, άξιζε να δει κανείς την παράσταση των Βlitz.
Αυτός ο άντρας με τα λευκά μαλλιά, το καταπονημένο σώμα, την οντολογική μονιμότητα στο βλέμμα και τη διαρκή αναζήτηση σε κάθε ίνα της ψυχής του, που εξομολογείται στην ανύπαρκτη Δουλτσινέα του ότι «αν και βαδίζω στην κοιλάδα του θανάτου, δεν φοβάμαι κανένα κακό γιατί έχω εσένα δίπλα μου», ακόμα και βουβός έχει περισσότερα να πει απ' όσα χίλιες λέξεις.
Πόσω μάλλον όταν τον ενσαρκώνει ένας εξαιρετικός μη ηθοποιός, ο δραματουργός της ομάδας και γιατρός το επάγγελμα Νίκος Φλέσσας.
Εχοντας, λοιπόν, ως άξονα αυτή την καθηλωτική εικόνα και συνοδοιπόρο της την εμβληματική φράση του ευφάνταστου ευπατρίδη από τη Μάντσα «Ευτυχισμένοι καιροί και μακάριοι αιώνες, τότε που δεν υπήρχαν ακόμη σε καμία γλώσσα οι λέξεις "δικό μου και δικό σου"...», ο Γιώργος Βαλαής, η Αγγελική Παπούλια και ο Χρήστος Πασσαλής, ακούραστοι δρομείς και εκείνοι, ξεκίνησαν την περιπλάνησή τους από το εφιαλτικό τότε μέχρι το εφιαλτικό σήμερα. Χωρίς να γειώσουν τον ήρωα του Θερβάντες στην όποια πραγματικότητα αλλά και απομυθοποιώντας τον ακραίο ιδεαλισμό του, δημιούργησαν γύρω του ένα πεδίο αέναης μάχης όπου γύπες λυμαίνονταν ανθρώπινα σώματα κατακρεουργημένα από την ανθρώπινη βιαιότητα και βασανιστήρια, βιασμοί, βανδαλισμοί, δολοφονίες και τρομοκρατημένοι άμαχοι πληθυσμοί σε πανικόβλητη φυγή εικονογραφούσαν το ανέφικτο κάθε αντίστασης.
Οχι, οι Blitz δεν διασκεύασαν το συναρπαστικό μυθιστόρημα του Ισπανού συγγραφέα. Εφτιαξαν το δικό τους. Χρησιμοποιώντας σπαράγματα από το κείμενο, θραυσματικές σκηνές έντονης εικαστικότητας, περιφερόμενες φωτεινές επιγραφές με φλεγόμενα τσιτάτα, έναν κυλιόμενο διάδρομο, την 7η Συμφωνία του Μπετόβεν στη διαπασών και εμβόλιμα σταχυολογήματα σκέψεων υπαρκτών και μη προσώπων πάνω στη μυθολογική πια οντότητα του ονειρόπληκτου Ιππότη -από τον Ταρκόφσκι και τον Ντοστογιέφσκι μέχρι το δήμαρχο της Μάντσα και την ανιψιά του Δον Κιχώτη- πλησίασαν τη βαθιά μοναξιά κάθε ύπαρξης που, ανεξαρτήτως εποχής, επιχειρεί να γλιστρήσει έξω από την πεπατημένη.
Ωστόσο, παρ' όλη τη σαφή πρόθεσή τους για μια πρόταση απαλλαγμένη από το βάρος του λόγου, ενισχυμένη από στοιχεία ντοκιμαντέρ και την κινητικότητα ενός «στατικού road movie», η έλλειψη ισχυρού δραματουργικού ιστού και ενίοτε η χρήση ενός ανάρμοστου (αν και απολαυστικού) χιούμορ αποδυνάμωσαν τη σύλληψή τους. Σαν ένας ανολοκλήρωτος πίνακας του Γκόγια.
«Αθανάσιος Διάκος: η επιστροφή», της Λένας Κιτσοπούλου
Η Λένα Κιτσοπούλου, συγγραφέας, σκηνοθέτης αλλά και ηθοποιός, αναμφισβήτητα είναι ξεχωριστή περίπτωση. Το χειμώνα παρουσίασε ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον μεταμοντέρνο θέαμα βασισμένο στο έργο «Χαίρε νύμφη» του Γρηγόριου Ξενόπουλου.
Η πρόσφατη, ωστόσο, δημιουργία της στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών δεν έφερε το ανάλογο αποτέλεσμα, καθώς η προσπάθειά της να επιστρέψει τον Αθανάσιο Διάκο στον τόπο που τον γέννησε και μέσα από τη δική του μετάλλαξη να καυτηριάσει τη σύγχρονη ελληνική παθογένεια, ακροζυγιάστηκε στο όριο του γκρεμού. Ετσι το σύμβολο της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 μετατράπηκε σε πολίτη του 2012, έναν εξοργισμένο ιδιοκτήτη ψησταριάς (Νίκος Καραθάνος) που οι υπαρξιακές ανησυχίες του περιορίζονται στην απιστία -και κατ' επέκταση στην εγκυμοσύνη- της γυναίκας του (Εμιλυ Κολιανδρή) με έναν Κούρδο μετανάστη (Γιάννης Κότσιφας).
Το κείμενο, γραμμένο με άνεση σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο, άσκοπα αθυρόστομο μέχρι χυδαίο, δεν άφησε τίποτα όρθιο. Και μπορεί η αρχική ιδέα του να ήταν έξυπνη, η σουρεαλιστική τρέλα να έσκαγε μύτη κάθε τόσο, το χοντροκομμένο επιθεωρησιακό του χιούμορ να πρόσφερε κάποια δευτερόλεπτα γενναιόδωρης ευφορίας και, στις πιο γόνιμες στιγμές του, να παρέπεμπε στον Μποστ, αλλά τελικά έπεσε δίχως αντίσταση στην παγίδα μιας ενοχλητικής επιτήδευσης και, με ριζωμένα τα σπέρματα της κοινοτοπίας και των κλισέ, εξευτέλισε κάθε ιδεολογική σκοπιμότητα αυτής της αλληγορίας.
Ο Αθανάσιος Διάκος επέστρεψε βρίζοντας, ξυλοφορτώνοντας, βιάζοντας επί ώρα «αμέτρητη» και σφάζοντας την Κρυστάλλω. Κατέβασε το βρακί του με προκλητική άνεση, λες και κατέβαζε τη σημαία ενός έθνους βυθισμένου στο λαϊκισμό. Κατέβασε ταυτόχρονα και το επίπεδο μιας παράστασης που δεν είχε καμία θέση στο Ελληνικό Φεστιβάλ. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ακολούθησε σκηνή ενδοοικογενειακής βίας ανάμεσα στον Αδάμ και την Εύα ενώ τα φώτα έσβησαν με τον Εσταυρωμένο να ζητά τη βοήθειά μας προκειμένου να ανταποκριθεί στη σωματική του ανάγκη.
ΕΛΕΝΗ ΠΕΤΑΣΗ - [email protected]