Ήμαστε στο άνοιγμα του Φεστιβάλ Χορού της Καλαμάτας
Πέντε εικόνες και δυο σχόλια στη στιγμή για όσα είδαμε στο άνοιγμα του 23ου Διεθνούς Φεστιβάλ Χορού της Καλαμάτας.
ΚΕΛΛΥ ΚΙΚΗ / [email protected]
Ένα «κέντημα» του Ρασίντ Ουραμντάν, ο οποίος μετέφερε την πραγματικότητα της ζωής στη δράση επί σκηνής, μια «ροζ έκρηξη», ένα «οργανωμένο χάος» και λίγη από τη μαγεία της Τρίσα Μπράουν, που έφερε μαζί του το Μπαλέτο της Λορραίνης, έκαναν «ποδαρικό» στο 23ο Διεθνές Φεστιβάλ Χορού της Καλαμάτας, το οποίο θα διαρκέσει ως τις 23 Ιουλίου.
Στροβιλίζομαι, άρα υπάρχω
«Στο “Tordre”, ο Ρασίντ Ουραμαντάν τελειοποιεί την τέχνη της σύνθεσης, φέρνοντας στο επίκεντρο, με τον δικό του μοναδικό τρόπο, το μεσοδιάστημα μεταξύ της αδυσώπητης αλλοτριότητας και εγγύτητας», και σχολιάζει την «ευαίσθητη αμφιταλάντευση της κίνησης ανάμεσα στην ποίηση και στη θεραπεία», γράφουν οι διοργανωτές στη φετινή έκδοση του 23ου Διεθνούς Φεστιβάλ Χορού της Καλαμάτας. Και είναι ακριβώς έτσι.
Στο στούντιο του Μεγάρου Χορού στην Καλαμάτα, το απόβραδο του Σαββάτου 15 Ιουλίου, σε ένα εντελώς μίνιμαλ σκηνικό και σε σταθερά υποβλητική ατμόσφαιρα, είδαμε διαδοχικά σόλο απαράμιλλης δεξιοτεχνίας και τεχνικής αρτιότητας από δύο συνυπάρχουσες χορεύτριες οι οποίες είχαν ως σημείο συνάντησής τους τη δημόσια κοινοποίηση υποθέσεων πολύ προσωπικών: Η Λιθουανή Λόρα Γιοντικέ απόλαυσε επί σκηνής ένα στερεοτυπικό –σχεδόν εμμονικό– στροβίλισμα, από το οποίο εξαρτάται, από όταν η ίδια ήταν παιδί, η χαλάρωσή της, η απαραίτητη «αποσύνδεσή της» από όσα συμβαίνουν γύρω της. Στην πραγματικότητα, για τη Γιοντικέ, αυτή η εύρυθμη περιδίνηση γύρω από τον καλοκουρδισμένο και αταλάντευτο άξονά της (που διήρκεσε σχεδόν όσο η παράσταση και η οποία θέλει σωματικές αντοχές δυσεύρετα υψηλών απαιτήσεων), είναι ο τρόπος της να «ρυθμίζεται». H Βρετανή Άννι Χάναουερ, της οποίας το πρόσθετο αριστερό χέρι της είναι αναπόσπαστη επέκταση του κορμιού της, χόρεψε με συναίσθημα και εκφραστικότητα, μετέδωσε το μήνυμα ότι όσο αμφισβητείς τα όριά σου τόσο τα ξεπερνάς –και όσο τα ξεπερνάς, τόσο φέρνεις την πραγματικότητα στα μέτρα σου, αντί να προσαρμοστείς εσύ στα δικά της.
«Όταν η Λόρα περιδινείται, δεν χορεύει, βρίσκεται σε χάσιμο (τρανς) κι εμείς γινόμαστε μάρτυρες της κατάστασής της, πέρα από κάθε έννοια παράστασης, πέρα από κάθε δεξιοτεχνία. Φυσικά, η Άννι και η Λόρα δεν μας μιλούν για τη ζωή τους όταν χορεύουν. Ωστόσο, νιώθουμε ότι παρουσιάζουν κάτι εντελώς προσωπικό –όχι μια πρόσβαση στην ιδιαιτερότητά τους αλλά στα ευαίσθητα στοιχεία που συνθέτουν τη χορευτική τους διαδρομή, στο ποιητικό τους σύμπαν» έχει πει, σε συνέντευξή του στο παρελθόν, ο ίδιος ο χορογράφος.
Βέβαια, με όχημα την ιδιαιτερότητα, οι δυο χορεύτριες, που έχουν πολύχρονη σχέση με το έργο του Ρασίντ Ουραμντάν, μας έδειξαν πώς καθένας κουβαλά και δύναται να αξιοποιεί το πολύ ιδιωτικό στη δημόσια πορεία του. Και ο «ντοκιμαντερίστας» χορογράφος Ουραμντάν, σε μία πολύ δυνατή στιγμή του, έδωσε την ευκαιρία στους θεατές να φύγουν αποσβολωμένοι και συγκινημένοι.
Στο μεταξύ, το Μπαλέτο της Λορραίνης παρουσίασε (τόσο στην πρεμιέρα του Φεστιβάλ, την Παρασκευή 14 Ιουλίου, όσο και το βράδυ της επομένης) ένα τρίπτυχο σχολιασμού πάνω στην ανασύνθεση του κλασικού χορού και στον εφήμερο χαρακτήρα της χορευτικής τέχνης.
Την αρχή έκανε μια «ροζ έκρηξη» που συνέβη στην Κεντρική Σκηνή του Μεγάρου Χορού, με το έργο «Rose-variation» σε χορογραφία της σπουδαίας Γαλλίδας Ματίλντ Μονιέ: Εκτελώντας με ακρίβεια τη βηματολογική βεντάλια του κλασικού μπαλέτου αλλά πηγαίνοντας «κόντρα» στην πεπατημένη της άκαμπτης ομοιογένειας ενός «κορ ντε μπαλέ», 20 χορευτές, ντυμένοι σε ροζ κοστούμια «casual» αναφορών, ανέδειξαν τη δυναμική των παράλληλων σόλο που καθιστούν «κάθε τέλος μια αρχή» (και τούμπαλιν) –υπό τους ήχους της σονάτας για πιάνο αρ. 17 του Μπετόβεν, σε ζωντανή εκτέλεση επί σκηνής από τον Tanguy de Williencourt.
Ακολούθησε το ατμοσφαιρικό «Opal Loop/ Cloud Installation #72503», σε χορογραφία της θρυλικής Τρίσα Μπράουν, η οποία πρόσφατα έφυγε από τη ζωή: Οι κινήσεις τεσσάρων χορευτών έσβηναν η μία μέσα στην άλλη και όλες μαζί, σαν «τετράφωνος κανόνας», χάνονταν μέσα στο δυναμικό φόντο (ένα –ιδιότυπο και συνεχώς μεταβαλλόμενο– γλυπτό ομίχλης, δημιουργία της Φουτζίκο Νακάγια), πριν να αποκαλυφθούν και εκκινήσουν ξανά. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η ιδέα της αέναης χορευτικής κίνησης, ιδωμένης σαν «λούπα», αποτέλεσε αναφορά στην εφήμερη φύση της.
Η παράσταση έκλεισε με το –όλα στο κίτρινο– δημοφιλές «Sounddance», σε χορογραφία Μερς Κάννιγχαμ, το οποίο ήρθε, ως «οργανωμένο χάος» από το Ντιτρόιτ του 1970, για να εμπλουτίσει το κλασικό μπαλέτο με μια ευφυή σκηνοθεσία και να το βάλει απέναντι στους σχεδόν εκκωφαντικούς ήχους της μουσικής σύνθεσης του Ντέιβιντ Τιούντορ. Σε ένα ρηξικέλευθο «πάντρεμα» των δύο, οπτική γαλήνη και ακουστική σύγχυση έδωσαν μια μάχη επικράτησης.