Κριτική θεάτρου: «Αμφιτρύων» του Μολιέρου

kritiki-theatrou-amfitruon-tou-molierou

ΔΕΥΤΕΡΑ, 20 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2012

H Ελένη Πετάση γράφει κριτική για μια από τις καλύτερες παραστάσεις του καλοκαιριού, τον «Αμφιτρύωνα» του Μολιέρου, σε σκηνοθεσία του Λευτέρη Βογιατζή.

Αν υπάρχει κάποιος που μπορεί να δώσει νέα πνοή στον «Αμφιτρύωνα» του Μολιέρου αυτός είναι ο Λευτέρης Βογιατζής. Στην εξαιρετική παράστασή του, που πρόσφατα παρακολουθήσαμε στο κατάμεστο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου, το ευφυές έργο του 17ου αιώνα, αναζωογονημένο τόσο από τη θαυμάσια έμμετρη (σε δεκαπεντασύλλαβο) μετάφραση της Χρύσας Προκοπάκη όσο και από το εμπνευσμένο, βαθύ βλέμμα της σκηνοθεσίας, αναδεικνύεται σε όλο του το εύρος.

Γιατί στον «Αμφιτρύωνα», όπως σε όλα τα μολιερικά κείμενα, κάτω από την εξευγενισμένη κωμική μορφή, την καυστικά σαρκαστική γλώσσα και το φαρσικό πνεύμα, ελλοχεύουν οι υπαρξιακές αγωνίες, αλλά και οι σκοτεινές αποχρώσεις της ανθρώπινης ύπαρξης.

Ο Μολιέρος βασισμένος στην ομώνυμη ρωμαϊκή κωμωδία του Πλαύτου (3ος αιώνας π.Χ.) γράφει αυτή τη σάτιρα με στόχο να ασκήσει κριτική «στις ελευθεριότητες της εποχής του που τις συγκάλυπτε ένας προσχηματικός πουριτανισμός», στους δόλιους μηχανισμούς της εξουσίας, στη δουλικότητα των υπηκόων αλλά, ενδεχομένως, και στις αχαλίνωτες σεξουαλικές δραστηριότητες του απολυταρχικού Λουδοβίκου 14ου.

Λέγεται, μάλιστα, ότι χρησιμοποιεί ένα πραγματικό γεγονός από την κολασμένη ζωή του βασιλιά Ηλιου. Κατ' επέκταση επικεντρώνεται στις ερωτικές διαπλοκές του αδίσταχτου Θεού Δία (ερμηνευμένος με την απαιτούμενη κυνική γοητεία από τον Νίκο Κουρή) που, στην προκειμένη περίπτωση, παίρνει τη μορφή του γενναίου στρατηγού (στέρεος ο Γιώργος Γάλλος) επιθυμώντας να ρίξει στο κρεβάτι την υπέροχη σύζυγό του, την Αλκμήνη (εξίσου υπέροχη είναι και η Αμαλία Μουτούση που την ενσαρκώνει με αφοπλιστική αθωότητα).

Και όχι μόνο. Το παιχνίδι των μεταμορφώσεων επεκτείνεται στον Ερμή (επαρκώς ειρωνικός ο Χρήστος Λούλης) ο οποίος, επιδιώκοντας να στηρίξει τη θεϊκή ίντριγκα, αφενός ζητά από τη Νύχτα (σουρεαλιστικά παιγνιώδης η Στεφανία Γουλιώτη) να παρατείνει τη διάρκειά της και αφετέρου μεταμφιέζεται σε υπηρέτη του Αμφιτρύωνα, τον Σωσία. Από την άλλη, ο πραγματικός Σωσίας - ένας έξοχος Δημήτρης Ήμελλος που αποκαλύπτει για άλλη μια φορά τις πολύπλευρες ικανότητές του - δίχως ταυτότητα πια, αντιμέτωπος με τη λαϊκότροπη γυναίκα του Κλεάνθη (θυελλώδης η Εύη Σαουλίδου) και τις υπαρξιακές του ερινύες, δικαίως αναρωτιέται:

«Μ' αυτές τις αποδείξεις σου θα πρέπει να το δω

Ότι Σωσίας είσαι εσύ το δέχομαι, ας λυπάμαι.

Αλλά αν Σωσίας είσαι εσύ, εγώ ποιος θέλεις να'μαι;

Γιατί επιτέλους, κάτι πρέπει να'μαι κι εγώ».

Το γαϊτανάκι των διπλών προσωπείων θα λήξει με την παραδοχή της αλήθειας : «...με τον Δία μια μοιρασιά/ δεν είναι κάτι που ατιμάζει...» Πόσο μάλλον όταν η θεϊκή αυτή συνεύρεση κυοφορεί τη γέννηση ενός ημίθεου, του Ηρακλή.

Μαριονέτα στα χέρια των ισχυρών

Ο άνθρωπος λεία των Θεών, λοιπόν. Η καλύτερα ο άνθρωπος-μαριονέτα στα χέρια των ισχυρών. Μαριονέτες θυμίζουν εύστοχα και οι ηθοποιοί του Βογιατζή καθισμένοι, καθώς είναι στο ευρηματικό «καρουσέλ» της Εύας Μανιδάκη (σκηνικά). Ντυμένοι με τα έξυπνα κοστούμια του Αγγελου Μέντη, παράγοντας αλλόκοτους ήχους πουλιών αλλά και τη διακριτική, ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα, μουσική του Δημήτρη Καμαρωτού, φωτισμένοι έντεχνα από τον Λευτέρη Παυλόπουλο και εκφέροντας έναν συγκοπτόμενο λόγο, συνθέτουν έναν αλλόκοτο Χορό με υπόγεια καταγωγή την κομέντια ντελ άρτε.

Εικόνες ποιητικές, πλημμυρισμένες από φαντασία περνούν μπροστά από τα μάτια μας: ο ξυλοπόδαρος Ερμής, η Νύχτα, με τα φουρό της να θροΐζουν, σκαρφαλωμένη στην κορυφή του καρουσέλ και έπειτα, κρατώντας το κείμενο στο χέρι, να περιφέρεται με ψηλοτάκουνες γόβες ανάμεσα στους ηθοποιούς επισημαίνοντας τα «λάθη» τους, το παιχνίδισμα των σκιών αποτυπωμένο στην αραχνοΰφαντη θεατρική αυλαία στο βάθος της ορχήστρας. Ολοι οι ερμηνευτές (ανάμεσά τους οι Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης, Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος, Νικόλας Χανακούλας, Κωνσταντίνος Ασπιώτης, Ανδρέας Κωνσταντίνου, Χάρης Φραγκούλης) αποτελούν ένα λεπτομερειακά δουλεμένο σύνολο που ευτυχεί με την ωρολογιακή του ακρίβεια.

Πάνω από όλα, όμως, απολαμβάνουμε τη μολιερική γλώσσα στο ακέραιο και το φινετσάτο χιούμορ της που, μέσα από τις σκηνοθετικές οδηγίες, προκύπτει άκοπα δίχως την παραμικρή ενθάρρυνσή του. Μια παράσταση-κομψοτέχνημα που θα θυμόμαστε.

ΕΛΕΝΗ ΠΕΤΑΣΗ - [email protected]