Γιάννης Κακλέας: «Είναι πολύ χρήσιμα και τα χαστούκια»

giannis-kakleas-einai-polu-xrisima-kai-ta-xastoukia

ΤΡΙΤΗ, 30 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2012

Ο Γιάννης Κακλέας σκηνοθετεί τον Βασίλη Χαραλαμπόπουλο στην κωμωδία του Εντουάρντο ντε Φιλίππο «Αχ αυτά τα φαντάσματα» και μιλάει στο click@Life για τις ζωτικές μας ψευδαισθήσεις.

Ο Γιάννης Κακλέας στρέφεται και πάλι στον Εντουάρντο ντε Φιλίππο, ανεβάζοντας μια από τις πιο καυστικές κωμωδίες του. Το έργο «Αχ αυτά τα φαντάσματα» παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα το 1948 από το Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν και μεταφέρθηκε με επιτυχία και στον κινηματογράφο το 1967, από τον Ρενάτο Καστελάνι, με τη Σοφία Λόρεν και τον Βιτόριο Γκάσμαν στους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Στην παράσταση που παρουσιάζεται στο θέατρο Βρετάνια, τους πρωταγωνιστικούς ρόλους ερμηνεύουν μεταξύ άλλων οι Βασίλης Χαραλαμπόπουλος, Άρης Σερβετάλης, Φαίη Ξυλά και Αλέξανδρος Λογοθέτης.

Ο κεντρικός ήρωας, ο Πασκουάλε, ζει με τεχνάσματα. Μετακομίζει μαζί με τη σύζυγό του Μαρία, σε ένα ναπολιτάνικο μέγαρο όπου ο ιδιοκτήτης τους αφήνει να μείνουν δωρεάν, για να ξορκίσει τις φήμες ότι η κατοικία είναι στοιχειωμένη. Όμως το μόνο «φάντασμα» που κυκλοφορεί είναι ο εραστής της Μαρίας…Ο σκηνοθέτης μας μιλάει για αυτή την κωμωδία που σχολιάζει την τάση πολλών ανθρώπων να αρνούνται την πραγματικότητα.

Έχετε σκηνοθετήσει έργα που έγιναν γνωστά από τον κινηματογράφο όπως για παράδειγμα το «Γυναίκες στα πρόθυρα νευρικής κρίσης» ή τώρα με το «Αχ αυτά τα φαντάσματα». Τι πρόκληση παρουσιάζει ένα έργο με λαμπερή κινηματογραφική κληρονομιά;

Και παλαιότερα το «Αναμείνατε στο ακουστικό σας», το «Οι σφαίρες πάνω από το Μπρόντγουεϊ»...Γενικά η αγάπη μου για το σινεμά είναι πολύ μεγάλη. Είμαι φανατικός σινεφίλ κι η επιθυμία μου να μεταφέρω τον κινηματογράφο στο θέατρο ξεκινάει από μία δικιά μου αν θέλετε καλλιτεχνική επιθυμία που έχει να κάνει με την κινηματογραφική γραφή της δικής μου σκηνοθετικής άποψης. Ως εκ τούτου μαγνητίζομαι από την τέχνη του σινεμά, κάνοντάς τη ζωντανή βέβαια στη σκηνή του θεάτρου. Για μένα δεν είναι πρόκληση, είναι ευχαρίστηση, ειδικά όταν έχεις συνεργάτες που μπορούν να διαμορφώσουν το σενάριο σε θεατρικό κείμενο. Κι ένας από αυτούς, είναι ο βασικός μου συνεργάτης, ο Θοδωρής Πετρόπουλος που ξέρει να μεταφέρει κινηματογραφικές ταινίες σε θεατρικό έργο. Εκεί έγκειται η πρώτη μεγάλη τέχνη γιατί χωρίς το κείμενο δεν μπορεί να δημιουργήσει ένας καλλιτέχνης. Οπότε σε συνδυασμό με το Θοδωρή τον Πετρόπουλο και τη δική μου αγάπη για το σινεμά, νομίζω ότι πραγματοποιούμε καλές μεταφορές από τον κινηματογράφο στο θέατρο.

Τι ήταν αυτό που σας γοήτευσε στη συγκεκριμένη κωμωδία του Εντουάρντο ντε Φιλίππο;

Θέλω να διευκρινίσω ότι η συγκεκριμένη κωμωδία δεν είναι καθαρά κινηματογραφική, ξεκίνησε από το θέατρο, έχει γραφτεί ως θέατρο κι αργότερα έγινε μια κινηματογραφική ταινία με τον Βιτόριο Γκάσμαν και τη Σοφία Λόρεν αλλά η μεγάλη επιρροή και επιτυχία του έργου προέρχεται από το θεατρικό σανίδι. Έχω λατρεία με τον Εντουάρντο ντε Φιλίππο και είναι η τρίτη φορά που σκηνοθετώ έργο του. Έχω σκηνοθετήσει τη «μεγάλη μαγεία», «Φιλουμένα Μαρτουράνο» και τώρα το «Αχ αυτά τα φαντάσματα» γιατί είναι ένας sui generis συγγραφέας που ξέρει να παντεύει, την κωμωδία και το δράμα. Είναι αυθεντικός και μάστορας της τέχνης του. H πρόκληση για μένα σκηνοθετικά ήταν το πάντρεμα μιας ναπολιτάνικης Comedia Dell’ Arte παράστασης με ένα βαθύ πιραντελικό πνεύμα, δηλαδή ένα πάντρεμα του Nτε Φιλίππο και του Λουίτζι Πιραντέλλο που φέρνει μια Ιταλία αστεία, βαθιά αρχετυπική και δαιμονική. Αυτό είναι ένα κράμα πολύ νότιο, το οποίο νομίζω ότι η παράσταση το αναδεικνύει.

Έτσι όπως μου περιγράφετε την παράσταση θα είναι ιδιαίτερα απαιτητική για τους ηθοποιούς, όσον αφορά στην κίνηση, στην ευλιγισία τους κ.τ.λ.

Ακριβώς, είναι δύσκολος συγγραφέας. Μπορεί να είναι ιδιαίτερα διασκεδαστικός αλλά απαιτεί σωματική, πνευματική και συναισθηματική προσήλωση σε αυτό που κάνεις γιατί οι καταστάσεις που επιλέγει είναι στο όριο. Κι ευτυχώς είχαμε ένα θίασο στο Βρετάνια που κατάφερε να το πραγματοποιήσει.

Δεν είναι η πρώτη φορά που συνεργάζεστε με το Βασίλη Χαραλαμπόπουλο. Υπάρχει κάποια ιδιαίτερη χημεία μεταξύ σας;

Καταρχήν είναι φίλος μου, και ξέρετε στο θέατρο -όπου περισσότερο κυριαρχούν οι λυκοφιλίες παρά οι φιλίες –όταν δημιουργείται η φιλία και κρατάει, είναι ένα πολύτιμο στοιχείο που το διατηρούμε εγώ κι ο Βασίλης κι ελπίζω να συνεχίσει στο βάθος του χρόνου. Είναι αγαπημένος άνθρωπος και τον εκτιμώ πολύ σαν ηθοποιό. Παρότι δεν είναι μεγάλος σε ηλικία, στο DNA του μεταφέρει όλη τη στόφα των παλιών κωμικών του ελληνικού κινηματογράφου και του ελληνικού θεάτρου και ταυτόχρονα τα παντρεύει με σύγχρονα εκφραστικά μέσα. Αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον κράμα για έναν καλλιτέχνη και βέβαια πολύ ελκυστικό για τον σκηνοθέτη που συνεργάζεται μαζί του. Έχουμε κοινή γλώσσα, καθώς συνεργαζόμαστε από το 2001 με το Βασίλη. Είχαμε κάνει παραστάσεις στο Διάνα με την Ελένη Ράντου, στο «Μαγειρεύοντας με τον Elvis» και σε άλλες, αρκετές δουλειές. Τώρα τελευταία, μετά τη «Λυσιστράτη», τον «Υπηρέτη δυο αφεντάδων», την κωμωδία «Όρνιθες» και το φετινό έργο, η συνεργασία μας νομίζω ότι έχει αποκτήσει μια πληρότητα. Κι είναι κι η πρώτη φορά που ο Βασίλης βγαίνει σε ένα κεντρικό θέατρο της Αθήνας, και θέλω αυτό να το στηρίξω με όλη μου τη δύναμη.

Η κωμωδία του Εντουάρντο ντε Φιλίππο έχει στόχο να γελοιοποιήσει την παντοκρατορία του χρήματος. Σε εποχή οικονομικής κρίσης και δυσπραγίας, πόσο εύκολο είναι να περάσει αυτό το μήνυμα;

Πανεύκολα. Γιατί έτσι κι αλλιώς εκεί θα καταλήξουμε όλοι, να αλλάξουμε τις αξίες μας. Όταν μιλάμε για κρίση αξιών σημαίνει ότι αυτές οι αξίες που είχαμε μέχρι τώρα είναι για τα σκουπίδια και πρέπει να δημιουργήσουμε κάποιες άλλες. Μία λοιπόν από τις αξίες που δημιουργήσαμε και λατρέψαμε σαν το διάβολο, είναι η ευμάρεια, η καλοπέραση κι ο νεοπλουτισμός ή ο πλουτισμός αν θέλετε, παραμερίζοντας το συναίσθημα, παραμερίζοντας την κοντινή επαφή, παραμερίζοντας το σώμα μας κι όλα αυτά. Άρα δεν είναι να περάσει κανείς αυτό το μήνυμα, αυτό βιώνουμε έτσι κι αλλιώς. Βέβαια, το «Αχ αυτά τα φαντάσματα» έχει και μια άλλη, πολύ ουσιαστική έννοια, δραματουργικά. Δεν είναι μόνο το χρήμα. Ο Ντε Φιλίππο θέλει να μας περιγράψει τη δυσκολία, την αληθινή δυσκολία, που έχουμε εμείς οι άνθρωποι να αντιμετωπίσουμε την ίδια μας τη ζωή κατάματα, να δούμε τον εαυτό μας, να δούμε τους γύρω μας, να δούμε την αλήθεια. Αντ’ αυτού εμείς δημιουργούμε φαντάσματα, δηλαδή, σχέσεις ψευδαισθητικές που δημιουργούν ένα υπερεγώ και έναν άλλον εαυτό. Βλέπουμε αλλιώς την πραγματικότητα γιατί δεν την αντέχουμε να τη δούμε έτσι όπως είναι. Αυτά είναι τα φαντάσματα του ντε Φιλίππο, γιατί η παράσταση δεν έχει φαντάσματα μεταφυσικά. Οι άνθρωποι και οι σχέσεις τους είναι τα φαντάσματα κι εκεί έγκειται το ενδιαφέρον του έργου. Δεν είναι μια μεταφυσική freak comedy, είναι μια κωμωδία ανθρώπινη, που κρίνει τον ανθρώπινο παράγοντα.

Η κωμωδία στρέφει τα σατιρικά της βέλη κι ενάντια στον εγωισμό. Πρέπει να διδαχθούμε και πάλι την έννοια του «μαζί», της συλλογικότητας;

Σε κάθε καμπή της ανθρώπινής μας ύπαρξης είναι πολύ χρήσιμα και τα χαστούκια. Αυτή τη στιγμή, ως κοινωνία, έχουμε φάει ένα πολύ γερό μπάτσο και αυτό λίγο πρέπει να μας ταρακουνήσει τον εγκέφαλο για να μπορέσουμε να ρίξουμε λίγο την έπαρση, την ομφαλοσκόπηση και το να αναλύουμε τον κόσμο μέσα από μια εγωιστική τάση. Αυτό δεν είναι εύκολο, είναι από τα πιο δύσκολα πράγματα. Από την αρχαιότητα οι άνθρωποι παλεύουν αυτό το ανθρώπινο συναίσθημα γιατί περιέχει ένα γλυκό στοιχείο εξουσίας. Ο εγωισμός και η κτητικότητα είναι από τα πιο δύσκολα πράγματα να παλέψει κανείς. Αν όμως έχει μια αίσθηση αυτογνωσίας μπορεί να κάνει ένα βήμα παραπέρα. Νομίζω ότι πάντα ο άνθρωπος θα παραμένει εγωιστής και κτητικός, το θέμα όμως είναι να κρατάει το μέτρο ώστε να μην περνάει στην αρρώστια.

Πώς ήταν η συνεργασία σας με το σκηνογράφο σας, τον Μανόλη Παντελιδάκη, ώστε να διαμορφωθεί η ιδιαίτερη αισθητική ταυτότητα αυτής της παράστασης.

Έχω συνεργαστεί με τον Μανόλη Παντελιδάκη σε περίπου 40-45 παραστάσεις και ξέρετε τι σημαίνει αυτό. Πόσο δεμένος μπορεί να είναι ένας σκηνοθέτης που έχει εικαστικές τάσεις με τον σκηνογράφο του, ο οποίος εκτός από σκηνογράφος είναι και εικαστικός καλλιτέχνης, όπως συμβαίνει με τον Μανόλη Παντελιδάκη. Κατά τη γνώμη μου είναι ιδιοφυία, είναι άνθρωπος με τρομακτικό ταλέντο και γνώση. Η συνεργασία μας φέτος αγγίζει το απόλυτο. Γνωρίζει από την πρώτη ματιά τι θέλω και περιμένω με πολλή ανυπομονησία την πρότασή του. Δουλεύουμε πάνω στα θέματα της παράστασης και βγάζουμε ένα κοινό αποτέλεσμα. Οι παραστάσεις μου είναι παντρεμένες με την αισθητική του Μανόλη Παντελιδάκη, δεν υπάρχει παράσταση χωρίς αυτήν την αισθητική. Είμαστε σχεδόν ένα πια. Αυτό φαντάζομαι ότι τα λέει όλα.

Η αισθητική σας πρόταση για τη συγκεκριμένη παράσταση αντλεί και πάλι από τη ροκ κουλτούρα;

Αγαπώ ό, τι έχει να κάνει με την ονειρική αντιμετώπιση της πραγματικότητας, για αυτό και έχω αδυναμία στον σκηνοθέτη Τιμ Μπάρτον, στους εξπρεσιονιστές ζωγράφους, στον κινηματογραφιστή David Lynch…

Υπάρχει και gothic τόνος δηλαδή;

Όχι τόσο gothic, βεβαίως είναι μια αίσθηση κι αυτή, περισσότερο με την έννοια του ονείρου. Έχετε δει την ταινία «Αμελί» ή το «Delicatessen»; Ε, αυτή τη αισθητική με εκφράζει ιδιαίτερα. Με εκφράζουν αυτού του τύπου οι εικόνες που βλέπουν την πραγματικότητα αλλά την ξεπερνούν με χιούμορ, που υπάρχει μια διάθεση ελαφρότητας αλλά και ονειρικής διάστασης. Για μένα αυτή είναι η δική μου πραγματικότητα, εκεί βρίσκω τον εαυτό μου καλύτερα. Αυτό τώρα μπορεί να είναι και ροκ. Είναι ροκ με την αντίληψη ότι δεν συμβιβάζεται με την καθώς πρέπει αισθητική.

Ταυτότητα παράστασης: Πρωταγωνιστούν οι : Βασίλης Χαραλαμπόπουλος, Άρης Σερβετάλης, Φαίη Ξυλά, Αλέξανδρος Λογοθέτης, Βαγγέλης Χατζηνικολάου, Μαρία Κωνσταντάκη, Αγορίτσα Οικονόμου, Κίμωνας Φιορέτος, Μένη Κωνσταντινίδου, Βαγγέλης Ρωμνιός. Μετάφραση: Θοδωρής Πετρόπουλος. Σκηνοθεσία : Γιάννης Κακλέας. Σκηνικά: Μανόλης Παντελιδάκης. Κοστούμια: Ειρήνη Τσακίρη. Σχεδιασμός Φωτών :Σάκης Μπιρμπίλης. Μουσική Διδασκαλία και Επιμέλεια: Αλέξιος Πρίφτης. Θέατρο «Βρετάνια». Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Τετάρτη και Κυριακή 19:00, Πέμπτη – Παρασκευή – Σάββατο: 21:00, Σάββατο Λαϊκή Απογευματινή: 18:00 Τιμές εισιτηρίων: Πλατεία 20 €. Πλατεία Β’: 16 €. Λαϊκή Απογευματινή: 16 € Φοιτητικό: 14 €. Πέμπτη: Άνεργοι – Άνω των 65 ετών – Νέοι κάτω των 26 ετών: 14 €.

ΜΑΝΙΑ ΣΤΑΪΚΟΥ