Κριτική θεάτρου: «Οδύσσεια»

kritiki-theatrou-odusseia

Ο Αμερικανός δημιουργός έδωσε και πάλι βάρος στο «παιχνίδι» φωτός και σκιάς. Οι έντεχνοι φωτισμοί του υπηρέτησαν αυτή τη φορά περισσότερο τον εντυπωσιασμό, παρά την ουσία των πραγμάτων.

ΔΕΥΤΕΡΑ, 19 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2012

Το ομηρικό έπος «Οδύσσεια», όπως το είδε ο Μπομπ Γουίλσον, αναβίωσε στο Εθνικό Θέατρο, με τον Νικήτα Τσακίρογλου να ερμηνεύει τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Η Ελένη Πετάση μας μεταφέρει τη δική της οπτική από μία παράσταση όπου τελικά... αυτή η Οδύσσεια δεν είχε τη δική της Ιθάκη.

Παιδική παράσταση; Κόμικ για ενήλικους; Κλασικό εικονογραφημένο για όλες τις ηλικίες; Ομολογώ πως δεν ξέρω ποιο χαρακτηρισμό να δώσω στην «Οδύσσεια» του Μπομπ Γουίλσον. Σίγουρα, πάντως, η βασισμένη στο ομηρικό έπος παράσταση, που παρέδωσε στο κοινό του Εθνικού Θεάτρου αποτελεί μέρος της προσωπικής του Οδύσσειας.

Γιατί η ιδιοφυής περιπλάνησή του στο χώρο των αρχιτεκτονικών σκηνικών δράσεων, που έχει τόσο μαγέψει για δεκαετίες τους θεατές όλου του κόσμου, μοιάζει να προσγειώνεται, τον τελευταίο καιρό, σε μια θλιβερή αμηχανία.

Αυτό δεν σημαίνει πως ο Αμερικανός δημιουργός -που στην προκειμένη περίπτωση υπογράφει τη σύλληψη, τη σκηνοθεσία, τα σκηνικά και τα κοστούμια της «Οδύσσειας»- αποποιήθηκε το παραστασιακό του ύφος.

Εδωσε και πάλι βάρος στο «παιχνίδι» φωτός και σκιάς (περιέχει «περισσότερο από 500 φωτισμούς», δήλωσε σε συνέντευξή του στο «αθηνόραμα»), έκανε έντεχνη χρήση της σκιάς, επηρεασμένος από την παραδοσιακή θεατρική τεχνική της Ανατολής, φανέρωσε τις επιρροές του από τον κυβισμό, το Μπάουχαουζ και τη μονοχρωμία μοντέρνων ζωγράφων, όπως ο Ρόθκο, χειρίστηκε το υλικό του με τον οικείο φορμαλιστικό, χοροθεατρικό του κώδικα και μπόλιασε το «εξ ορισμού παραστατικό ομηρικό έπος», με πλήθος εικόνων.

«Η δουλειά μου είναι οπτική. Βλέπω τη σιωπή στις σκηνές και αργότερα βάζω λόγια στις εικόνες», επεσήμανε ο ίδιος.

Ωστόσο, τόσο οι περιγραφικές του εικόνες (από θαυμάσιες μέχρι κακόγουστες, όπως τα ψεύτικα προβατάκια στη σκηνή και το χοντροκομμένο προσωπείο του Κύκλωπα στην οθόνη), όσο και οι έντεχνοι φωτισμοί του υπηρέτησαν αυτή τη φορά περισσότερο τον εντυπωσιασμό, παρά την ουσία των πραγμάτων.

Από την άλλη, το κείμενο που έγραψε o Simon Armitage και παρουσιάστηκε σε δραματουργική επεξεργασία Wolfgang Wiens, ξεπέρασε τα όρια μιας απλουστευμένης, αν όχι απλοϊκής σύμπτυξης της εικοσάχρονης επώδυνης περιπέτειας του Οδυσσέα και των συντρόφων του.

Είδαμε, λοιπόν, στην έναρξη της παράστασης τον γέροντα Ομηρο (Νικήτας Τσακίρογλου) να εκτοξεύει το «Αντρα μοι ένεπε μούσα πολύτροπον», ενώ αμέσως μετά ακολούθησαν 26 σκηνές με περιτύλιγμα τον καθημερινό λόγο. Είδαμε επίσης ηθοποιούς-μαριονέτες, απρόσωπους μέσα στα λευκοβαμμένα πρόσωπά τους, γεωμετρική, λεπτομερώς δουλεμένη κινησιολογία, μια αφήγηση γραμμική, χωρίς συναίσθημα και, εν τέλει, κενή νοήματος.

Ο Νικήτας Τσακίρογλου και ο Κοσμάς Φοντούκης (αριστερά) σε σκηνή από την «Οδύσσεια» του Μπομπ Γουίλσον.

Ακόμη και αν ο Ρόμπερτ Γουίλσον θέλησε εσκεμμένα να μας μεταφέρει στον κόσμο της παιδικής αθωότητας ή να απαλλάξει το ομηρικό έπος από τη σοβαρότητα που το χαρακτηρίζει, δίνοντας έμφαση στα υπόγεια κωμικά του στοιχεία και μετατρέποντάς το σε καρτούν, το εγχείρημά του απέτυχε.

Γιατί οι στιλιζαρισμένες εικόνες ενός υπερθεάματος δεν αρκούν για να εξευμενίσουν τις Σειρήνες που ανελέητα μας κυνηγούν στις μέρες μας. Ούτε μ' αυτόν τον τρόπο η «Οδύσσεια» γίνεται «το κλειδί για την κατανόηση του παρόντος και του μέλλοντος... ένα ταξίδι με συνεχή αναζήτηση για μια πιθανή Ιθάκη...», όπως υποστηρίζει στο πρόγραμμα ο Sergio Escobar, διευθυντής του Piccolo theatro di Milano, με το οποίο συνεργάστηκε το Εθνικό Θέατρο για την παραγωγή της παράστασης.

Και το μόνο που εν τέλει μένει στη μνήμη μας σε τούτη την ατυχή απόπειρα, είναι η αύρα των φιλότιμων Ελλήνων ηθοποιών, με κυρίαρχη την εξαιρετική Λυδία Κονιόρδου.

Πήραν μέρος οι: Κ. Αβαρικιώτης, Θ. Ακκοκαλίδης, Γ. Γλάστρας, Στ. Ζαλμάς, Ζ. Δούκα, Μ. Καβαλιεράτου, Αλ. Μυλωνάς, Μ. Ναυπλιώτου, Λ. Παπαληγούρα, Β. Παπαδοπούλου, Α. Σακελλαρίου, Γ. Τζαβάρας, Απ. Τότσικας, Ν. Τσακίρογλου, Γ. Τσαμπουράκης, Κ. Φοντούκης.

Υ.Γ. Στην κριτική του Σπύρου Παγιατάκη («Κυριακάτικη Καθημερινή», 11- 11- 2012), με τίτλο «Σαν κόπια του παλιού Γουίλσον», αναφέρεται απόσπασμα απόψεων που αποδίδονται σε μένα, ενώ ανήκουν στη δημοσιογράφο Εμυ Πανάγου.

ΕΛΕΝΗ ΠΕΤΑΣΗ - [email protected]