Κριτική θεάτρου:«Αυτό είναι το θέατρο όπως ελπίζαμε και όπως θα περιμέναμε να είναι»
Η αναβίωση μιας παράστασης με «ζωντανούς» πίνακες ζωγραφικής.
H Eλένη Πετάση γράφει κριτική για την αντισυμβατική παράσταση του Γιαν Φαμπρ «Αυτό είναι το θέατρο όπως ελπίζαμε και όπως θα περιμέναμε να είναι» που παρουσιάστηκε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.
Εννέα χρόνια μετά την περίφημη οκτάωρη όπερα του Φίλιπ Γκλας, «Einstein on the beach», σε σκηνοθεσία Ρόμπερτ Γουίλσον, κατά τη διάρκεια της οποίας το κοινό μπορούσε να κινηθεί χωρίς περιορισμούς, δηλαδή να μπει και να βγει από την αίθουσα οπότε θελήσει, ο Γιαν Φαμπρ, ακολουθώντας τα βήματα του Αμερικανού πρωτοποριακού δημιουργού, παρουσίασε την δική του αντίστοιχη οκτάωρη περφόρμανς.
Ωστόσο, η ακραία σύλληψη του Βέλγου εικονοκλάστη και συχνά ενοχλητικού καλλιτέχνη, που φέρει τον τίτλο «Αυτό είναι το θέατρο όπως ελπίζαμε και όπως θα περιμέναμε να είναι» (1982), διαφέρει ριζικά από την αισθητική του Γουίλσον, καθώς όχι μόνο απελευθερώνει το θέατρο από κάθε σύμβαση, αλλά, λόγω των βίαιων και σεξουαλικά τολμηρών σκηνών του, δεν συνίσταται για ηλικίες κάτω των 16 ετών.
Την αναβίωση της παράστασής του παρακολουθήσαμε πρόσφατα στο Μέγαρο Μουσικής, αντιμετωπίζοντάς την ως κειμήλιο μιας άλλης εποχής, γιατί από τότε μέχρι σήμερα η επιρροή της -όπως και η επιρροή της δουλειάς του Γουίλσον- έχει αγγίξει πολλούς οπαδούς της μεταμοντέρνας θεατρικής τέχνης (στην Ελλάδα, για παράδειγμα, όπως έχω ήδη επισημάνει, τόσο ο Δημήτρης Παπαϊωάννου όσο και οι Blitz δανείστηκαν πέρυσι μαραθώνιες διάρκειες, με το κοινό τους να κυκλοφορεί ελεύθερα).
Στην περφόρμανς του Φαμπρ, όπου τα σκηνικά και οι φωτισμοί φέρουν την υπογραφή του και πραγματοποιήθηκε με τη συνεργασία της ιστορικού τέχνης Κατερίνας Κοσκινά, δεν υπάρχει μυθοπλασία. Τέσσερις άντρες και πέντε γυναίκες ερευνούν τα όρια της αντοχής τους, διασχίζοντας το ωράριο μιας εργάσιμης μέρας. Δεν αφηγούνται κάποια ιστορία, δεν υποδύονται ρόλους, δεν εκτοξεύουν δικά τους τσιτάτα, δεν χρησιμοποιούν φράσεις-δάνεια άλλων. Ο χρόνος κυλά αργά, δίνοντας στις 18 επαναλαμβανόμενες δράσεις της παράστασης την ευκαιρία να εμπεδωθούν τόσο από τους ίδιους όσο και από τους θεατές, αλλά και φέρνοντας όλους σε σημείο απόλυτης διάλυσης. Κατ’ επέκταση «η κούραση, ο θυμός, η επιθετικότητα ή η βαρεμάρα δεν είναι θεατρικές ψευδαισθήσεις, αλλά πραγματικές ενορμήσεις... ενώ η πρόκληση ωριμάζει τη συνείδηση», όπως υποστηρίζει ο ριζοσπαστικός καλλιτέχνης, που έκανε την πρόκληση τρόπο έκφρασης.
Βυθίστηκα, λοιπόν, κι εγώ σ' αυτό το «παιχνίδι» χρόνου και επανάληψης, θαυμάζοντας κυρίως την αυταπάρνηση και την τελειομανία των ερμηνευτών του. Τους είδα να αδειάζουν σάκους άμμου, να γλείφουν γιαούρτι από το πάτωμα, να γίνονται βίαιοι, να κάνουν εμετό, να καλύπτουν το σώμα τους με αφρό ξυρίσματος κι έπειτα να ξεπλένονται, να εξουθενώνονται οικειοθελώς, να ντύνονται και να ξεντύνονται μέχρι τελικής πτώσεως. Τους είδα, όμως, και να συνθέτουν ζωντανούς πίνακες ζωγραφικής με υλικά που ο ρηξικέλευθος σκηνοθέτης χρησιμοποιεί στις εικαστικές του εγκαταστάσεις: παπαγάλους, χελώνες, κεριά, αιωρούμενες καρέκλες κ.ά.
Δεν ξέρω αν «αυτό είναι το θέατρο όπως ελπίζαμε και όπως θα περιμέναμε να είναι». Ηταν, ωστόσο, σίγουρα μια ενδιαφέρουσα εμπειρία.
ΕΛΕΝΗ ΠΕΤΑΣΗ [email protected]