Δ. Τάρλοου: «αποχαιρετιστήριο πάρτι προς τιμήν της Ελλάδας που δεν υπάρχει πια»
Ο Δημήτρης Τάρλοου μιλά στο click@Life για μια κοινωνία που έχει χάσει την ταυτότητά της, με αφορμή την παράσταση «Ευρυδίκη» ή «Ένα μιούζικαλ για τον Άδη».
Ο Δημήτρης Τάρλοου σκηνοθετεί ένα έργο που μοιάζει να περιγράφει τους «μικρούς θανάτους» της –εξαρτημένης από τις δόσεις-ελληνικής κοινωνίας. Ο γνωστός σκηνοθέτης και ηθοποιός, μας συστήνει μια ανατρεπτική ανάγνωση του μύθου του Ορφέα και της Ευρυδίκης, από την αμερικανίδα συγγραφέα Σάρα Ρουλ, στο θεατρικό της «Ευρυδίκη». Το έργο μεταφέρεται ως ιδιότυπο, καυστικό μιούζικαλ στη σκηνή του θεάτρου Πορεία (μέχρι τις 17 Φεβρουαρίου).
Ποια παραλλαγή του γνωστού μύθου του Ορφέα και της Ευρυδίκης μας προτείνει η Σάρα Ρουλ με το έργο της «Ευρυδίκη»;
Νομίζω ότι διαχειρίζεται τον μύθο με έναν αρκετά σύγχρονο τρόπο. Η Ρουλ έγραψε το έργο για τον πατέρα της που είχε πεθάνει νωρίτερα. Επηρεασμένη από αυτό το γεγονός η συγγραφέας παρουσιάζει τον πατέρα της Ευρυδίκης στον κάτω κόσμο ήδη νεκρό να υποδέχεται την κόρη του. Η ηρωίδα πεθαίνει την ημέρα του γάμου της με τον Ορφέα και κατεβαίνει με ασανσέρ στον κάτω κόσμο, όπου και συναντά το νεκρό πατέρα της. Στην αρχή τον περνά για πορτιέρη σε ξενοδοχείο και μόνο αργότερα τον αναγνωρίζει. Η Ρουλ χρησιμοποιεί με αρκετά ειρωνικό τρόπο το μύθο για να μιλήσει ίσως και για το σύγχρονο κόσμο. Εγώ αυτό κατάλαβα και θέλησα να σχολιάσω μέσα από την παράσταση. Οι συνεχόμενοι θάνατοι που βιώνει η Ευρυδίκη μέχρι να πεθάνει οριστικά, θυμίζουν πολύ το μαρτύριο της σταγόνας που περνά η χώρα και δεν αφήνω την ευκαιρία καθόλου ανεκμετάλλευτη.
Η γοητεία της μουσικής του Ορφέα αποτελεί ένα από τα βασικά στοιχεία του μύθου, πώς το χειριστήκατε; Τα μουσικά ακούσματα της παράστασης καλύπτουν μια ευρεία γκάμα από όπερα μέχρι Τσιτσάνη.
Ζήτησα από την πολύ καλή και νέα συνθέτρια Κατερίνα Πολέμη, η οποία σπούδασε στο Mπέρκλεϊ των Ηνωμένων Πολιτειών και μόλις τώρα κάνει τα πρώτα της βήματα στην Ελλάδα, να γράψει ό,τι η ίδια αισθανόταν για το βασικό θέμα της παράστασης, δηλαδή το τραγούδι του Ορφέα προς την Ευρυδίκη. Αυτό λοιπόν το πρωτότυπο τραγούδι, όπως και όσα άλλα έγραψε για την παράσταση, έρχονται σε πλήρη αντίστιξη με τα τραγούδια που χρησιμοποιώ κατάλληλα διασκευασμένα. Ήθελα να υπάρχει όλη η κακογουστιά αλλά και η νοσταλγία σε αντίστιξη με το πρωτότυπο τραγούδι του Ορφέα. Χρησιμοποιώ λοιπόν ακούσματα με ποπ ή λαϊκά στοιχεία, άσματα από μπουζούκια αλλά και ιδιαίτερα συγκινητικά τραγούδια, όπως του Τσιτσάνη που αναφέρατε το «Σαν απόκληρος γυρίζω» ή του Χατζιδάκι. Θέλω να κάνω μία αναδρομή ή ένα αποχαιρετιστήριο πάρτι προς τιμήν της Ελλάδας που δεν υπάρχει πια και περιλάμβανε χαμηλά αλλά και υψηλά στοιχεία.
Υπάρχουν ψυχαναλυτικές αναφορές ή είναι περισσότερο πολιτικός ο σχολιασμός που κάνετε στην παράσταση;
Δεν κάνω πολιτικό θέατρο, κάνω πάντοτε θέατρο που αφορά τη ψυχή. Το πολιτικό θέατρο προκύπτει με την έννοια ότι δεν μπορείς να μην είσαι εντός της εποχής σου. Ήθελα να κάνω ένα θέαμα που να προκαλεί απόλυτη συγκίνηση στις ψυχές των θεατών. Επομένως προσπαθώ να συνδυάσω ένα θέατρο που αφορά το σήμερα με ένα θέατρο διαχρονικό. Βέβαια, αυτό δεν είναι πάντα εύκολο. Υπάρχουν και ψυχαναλυτικά στοιχεία με τη έννοια ότι η Ρουλ στήνει ένα ερωτικό τρίγωνο: η Ευρυδίκη έχει το σύνδρομο της Ηλέκτρας με τον πατέρα της και ταυτοχρόνως είναι ερωτευμένη με τη ιδέα του Ορφέα περισσότερο, παρά με τον ίδιο τον Ορφέα. Η Ευρυδίκη είναι άνθρωπος των γραμμάτων και των βιβλίων, ενώ ο Ορφέας είναι άνθρωπος των τεχνών και της αχαλίνωτης φαντασίας. Αυτοί οι τρεις άνθρωποι λοιπόν, ο πατέρας, ο Ορφέας και η Ευρυδίκη συγκροτούν ένα ερωτικό τρίγωνο.
Με αφορμή τους αλλεπάλληλους θανάτους της Ευρυδίκης, τους οποίους παρομοιάσατε κιόλας με του θανάτους που βιώνει η Ελλάδα, θα μπορούσατε να μας πείτε, εάν εσείς πιστεύετε ότι ως κοινωνία παραμένουμε ζωντανοί ή έχουμε πλέον πεθάνει;
Η Ευρυδίκη στην αρχή όταν κατεβαίνει κάτω στον Άδη, δυσκολεύεται να συνειδητοποιήσει ότι είναι νεκρή. Η Ρουλ χρησιμοποιεί ένα τέχνασμα: στο έργο όσοι πέθαναν πρόσφατα, ζουν ένα μεσοδιάστημα μέχρι να πεθάνουν οριστικά και μπορούν ακόμα να συνδιαλέγονται, να θυμούνται και να συγκινούνται. Επομένως η παράσταση κινείται σε αυτό το μεσοδιάστημα, ανάμεσα στο θάνατο και τον οριστικό θάνατο. Η αντιστοιχία με την ελληνική πραγματικότητα είναι η εξής: η κοινωνία μας δεν έχει πλήρη συνείδηση του θανάτου της, κινείται σε ένα μεσοδιάστημα στο οποίο προσπαθεί να κρατηθεί με νύχια και δόντια, με σχεδόν κωμικό τρόπο, από κάτι που δεν υπάρχει. Κι αυτό βεβαίως, όπως αντιλαμβάνεστε δεν έχει καμία σχέση με τις δόσεις, τα χρήματα, τις εκταμιεύσεις, τα δάνεια, τα εορτοδάνεια, τα επιτόκια… Όλα αυτά είναι παράμετροι ενός χάους και στην πραγματικότητα δεν αντιστοιχούν σε κάποιο θάνατο. Ο θάνατος έχει επέλθει από τη στιγμή που οι Έλληνες δεν έχουν καμία πλέον συνείδηση ταυτότητας. Η μόνη συνείδηση ταυτότητας προέρχεται από ακραίες εθνικιστικές ομάδες που συμπεριφέρονται σαν η ελληνικότητα να είναι κάτι ανάμεσα σε μια γελοιογραφία του Καραϊσκάκη και υστερικές φωνές, ή κάτι ανάμεσα σε μία ιδεοληψία της ορθοδοξίας και τον φασισμό. Όλα αυτά φανερώνουν πλήρη απώλεια της εθνικής συνείδησης έτσι όπως είναι γραμμένη στο DNA αυτής της φυλής- που κάποια στιγμή σίγουρα θα αναδυθεί και θα ξαναδημιουργηθεί μια νέα Ελλάδα.
Η παράσταση είναι δηλαδή ένα δικό σας σχόλιο πάνω σε όλη αυτή τη σύγχυση ταυτότητας που έχει βιώσει η Ελλάδα; Δηλαδή μας διέφθειρε κατά κάποιο τρόπο το lifestyle του μπουζουξίδικου, της επιφάνειας, του ιλουστρασιόν;
Αυτά είναι γνωστά, δε χρειάζεται να τα πω. Εγώ απλώς χρησιμοποίησα τον Άδη, γιατί μέσα στο έργο υπάρχει ο ρόλος του ενδιαφέροντα αυτού απαίσιου χαρακτήρα. Τον χρησιμοποίησα λοιπόν, προκειμένου να κάνω αυτό το σχόλιο και τον έβαλα να τραγουδάει από Πουλόπουλο του ’70 μέχρι το «Σ’ ευχαριστώ για όσα μου έχεις χαρίσει» του Δημητριάδη. Τον έβαλα να διατρέχει τις τελευταίες δεκαετίες με διάφορα εθιστικά λαϊκό- ποπ τραγούδια επειδή θεώρησα ότι είναι ενδιαφέρον και χιουμοριστικό να δείξουμε ότι ο θάνατος κάπως έτσι θα πρέπει να είναι.
Πιστεύετε ότι η κρίση μπορεί ενδεχομένως να στομώσει την τάση πολλών ανθρώπων του θεάτρου για πειραματισμό;
Το έχει ήδη κάνει. Απλώς νομίζω ότι είναι ένα στάδιο. Όλοι θέλουν να παίξουν στα σίγουρα. Σαν να παίζεις ΠΡΟΠΟ, να βάζεις το απόλυτο στάνταρ και να αρκεί αυτό για να κερδίσεις τα ελάχιστα. Δεν είναι έτσι όμως. Πιστεύω ότι ειδικά σε αυτήν την περίοδο πρέπει να είμαστε πολύ πιο τολμηροί από ό,τι άλλοτε -γιατί ξέρετε παλιά η τόλμη ήταν λίγο επιδοτούμενη, μπορούσες να κάνεις έναν πειραματισμό με λίγη σιγουριά, εφόσον υπήρχαν οι επιχορηγήσεις…
Και το δικό σας θέατρο ήταν επιχορηγούμενο
Βεβαίως και αυτή τη στιγμή είμαστε σε πολύ δύσκολη κατάσταση. Όμως όπως και να έχει, δεν μπορεί να εγκαταλείψεις τον πειραματισμό και το τολμηρό ρεπερτόριο, επειδή υπάρχει κρίση και να κάνεις νεοσυντηρητικές παραστάσεις, όπως όσες βλέπω γύρω μου, οι οποίες απευθύνονται που; Δηλαδή, αναβιώσεις ταινιών της δεκαετίας του ’80 και του ελληνικού κινηματογράφου του 1960, δεν είναι προτάσεις αυτά…
Στοχεύουν βέβαια στο ευρύ κοινό...
Αυτό το ευρύ κοινό είναι πάρα πολύ ανώνυμο κι όσο περνά ο καιρός γίνεται όλο και πιο ανόητο. Δεν είναι αυτός ο στόχος, το θέατρο πρέπει με κάποιο τρόπο να διαπαιδαγωγεί. Δε λέω ότι δεν πρέπει να υπάρχουν κι εμπορικές παραστάσεις ή μιούζικαλ, όπως στις Ηνωμένες Πολιτείες ή στην Αγγλία. Αλλά δεν μπορεί αυτό που ονομάζουμε θέατρο ρεπερτορίου να κινείται μεταξύ φθοράς κι αφθαρσίας. Πρέπει να συνεχίσει να προσφέρει νέες δημιουργίες του ξένου και του ελληνικού ρεπερτορίου, αλλιώς χαθήκαμε. Δε μετανιώνω που έκανα τη «Λήθη», του Δημητριάδη, θέαμα που απευθύνεται σε στοχευμένο κοινό. Ωστόσο παίζεται για τρίτη σεζόν, έχει αποκτήσει πολύ πιστό και φανατικό κοινό, παρότι είναι μία παράσταση που θα έλεγα ότι είναι ιδιαιτέρως δύσκολη για το μέσο θεατή. Αλλά δεν μπορούμε να κάνουμε πίσω. Πρέπει να κάνουμε αυτά τα πράγματα.
Τι σημαίνει για εσάς ανανέωση στο χώρο του θεάτρου;
Η ανανέωση γίνεται αυτομάτως, καθώς φεύγουν από τη μέση οι παλαιότεροι κι έρχονται οι νεότεροι. Επομένως πρόκειται για μια φυσική διαδικασία όπως η φθορά κι ο θάνατος. Και ταυτοχρόνως είναι κάτι το οποίο είναι πολύ δύσκολο να αποδεχθεί ο Έλληνας. Νομίζω ότι είμαστε ένας πάρα πολύ γεροντολάγνος λαός. Μας αρέσει πολύ να παίρνουμε σειρά σαν να πρόκειται για να βγούμε όλοι στη σύνταξη κι όπως περνάνε τα χρόνια να έρχονται και τα γαλόνια για κάποιους. Και περιμένεις στη σειρά σου μέχρι να πάρεις τα γαλόνια σου, μετά να συνταξιοδοτηθείς τιμημένος και μετά να πεθάνεις. Κι αφού πεθάνεις, λένε όλοι πόσο σπουδαίος ήσουν. Αυτή είναι η Ελλάδα.
Η δική σας άμυνα απέναντι στην κρίση που μας περικυκλώνει;
Άμυνες είναι και η εξωστρέφεια αλλά και η εσωστρέφεια. Δηλαδή ένα κομμάτι μου γίνεται πιο περίκλειστο, σκέφτεσαι περισσότερο, αναλογίζεσαι τα πράγματα, τα λάθη που έχεις κάνει, τις παρέες σου. Είναι μια περίοδος περισυλλογής κι αυτό δεν είναι κακό, είναι καλό. Γενικά βλέπω γύρω μου ότι πολλοί άνθρωποι βρίσκονται σε περισυλλογή κι αυτό είναι δημιουργικό. Η εξωστρέφεια είναι το δεύτερο κομμάτι, που έρχεται σε πλήρη αντίθεση: το να δημιουργήσω κάτι, να πείσω τον κόσμο να βγει από το σπίτι του και να του προσφέρω κάτι ωραίο ώστε να μαγευτεί. Η μαγεία ξέρετε είναι τα αντίθετο της απογοήτευσης. Η απογοήτευση είναι η απομάγευση. Προσπαθώ λοιπόν να «ξαναμαγέψω» τον κόσμο, να τον κάνω να ερωτευτεί ξανά την ίδια τη διαδικασία του να βγαίνει από το σπίτι του, να βρίσκεται με άλλους σε ένα κοινωνικό πεδίο, πράγμα το οποίο μας έχει λείψει. Νομίζω ότι ο κόσμος τώρα και με τις προσφορές που υπάρχουν στις τιμές των εισιτηρίων θέλει να βγει έξω, να συναντήσει το διπλανό του, να ανταλλάξει απόψεις. Αυτήν τη γοητεία αναζητώ. Πλέον πολύ λίγοι άνθρωποι -ιδίως νέοι -κάθονται τώρα μπροστά στην τηλεόραση. Η τηλεόραση δεν έχει πια τίποτα, ούτε καν επαναλήψεις. Ο κόσμος λοιπόν θέλει να βγει έξω και να δει καινούρια πράγματα.
Ταυτότητα παράστασης: «Eυρυδίκη» της Σάρα Ρουλ ή «Ένα μιούζικαλ στον Άδη», στο θέατρο Πορεία έως τις 17 Φεβρουαρίου. Σκηνοθεσία: Δημήτρης Τάρλοου. Στο ρόλο της Ευρυδίκης η Κόρα Καρβούνη και του Ορφέα ο Λαέρτης Μαλκότσης. Πρωταγωνιστούν επίσης: Κώστας Γάκης, Γιάννης Νταλιάνης, Σωκράτης Πατσίκας, Νεφέλη Μαρκάκη και Ελένη Μπούκλη.
Πληροφορίες: Θέατρο Πορεία, Τρικόρφων 3-5 και 3ης Σεπτεμβρίου 69, πλατεία Βικτωρίας. Τηλ. 210.8210991, 210.8210082. Τιμές εισιτηρίων: Σάββατο και Κυριακή: 20€, Νεανικό (κάτω των 24): 12€. Πέμπτη, Παρασκευή: 17€, Νεανικό (κάτω των 24): 12€. Κάθε Τετάρτη: 10€ γενική είσοδος. Εισιτήρια ανέργων κάθε Τετ., Πέμ. και Παρ.10€.
ΜΑΝΙΑ ΣΤΑΪΚΟΥ