Κριτική θεάτρου:«Refuse the hour»
Μία ιδιόρρυθμη οπτικοακουστική παράσταση, κάτι ανάμεσα σε «όπερα δωματίου», χοροθεατρικό δρώμενο, περφόρμανς και αναλόγιο
H Eλένη Πετάση γράφει κριτική για την παράσταση «Refuse the hour» του William Kentridge που παρουσιάστηκε στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών.
Ο William Kentridge άφησε πρόσφατα το στίγμα του στην Documenta 13, με μία εικαστική εγκατάσταση που έφερε τον τίτλο «Τhe Refusal of Time». Ο Νοτιοαφρικανός καλλιτέχνης, που συνδυάζει την ιδιότητα του εικαστικού και του σκηνοθέτη, διάσημος για τις ιδιαίτερες δημιουργίες του (τα έργα του έχουν παρουσιαστεί σε σημαντικά μουσεία: Louvre, Chicago Museum of Contemporary Art, MoMA, San Francisco Museum of Modern Art κ.α.), έδειξε τη δουλειά του στις παλιές αποθήκες του σιδηροδρομικού σταθμού του Κάσελ, έχοντας στόχο να προβάλει τον «τρόπο που ο άνθρωπος βιώνει το χρόνο, το τέλος της ζωής, αλλά και παράλληλα την άρνησή του».
Αυτό το έργο μετέτρεψε τώρα σε μία ιδιόρρυθμη οπτικοακουστική παράσταση, κάτι ανάμεσα σε «όπερα δωματίου», χοροθεατρικό δρώμενο, περφόρμανς και αναλόγιο ή, όπως λέει ο ίδιος, «μια όπερα επάνω σε μια φωνή που αφηγείται».
Το «Refuse the hour» (Αρνήσου την ώρα) ξεκίνησε με τη δική του αφήγηση, ανασκαλεύοντας μνήμες της παιδικής του ηλικίας, όταν στα οκτώ του χρόνια ο πατέρας του τον μύησε στο μύθο του Περσέα και της Μέδουσας.
Με απλότητα, λόγο καίριο, ενίοτε παιγνιώδη και με νύξεις φλεγματικού χιούμορ, ανέπτυξε στη συνέχεια θέματα φιλοσοφικής αναζήτησης πάνω στην έννοια του χρόνου, συνδυάζοντας την ποίηση (όπως στίχους από το ποίημα του Τζον Κιτς «Ωδή σε μια ελληνική Υδρία») με την επιστήμη (αρχίζοντας από τον νευτώνειο χρόνο και τη θεωρία της σχετικότητας του Αϊνστάιν μέχρι τις «μαύρες τρύπες» που μεταφορικά παραπέμπουν στο θάνατο).
Μέσα σε ένα ντανταϊστικό περιβάλλον, κάτω από τους εκρηκτικούς ήχους του Φίλιπ Μίλερ, που ερμηνεύτηκαν ζωντανά από μία ορχήστρα αυτοσχέδιων οργάνων, και προβάλλοντας στο βάθος της σκηνής ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον βίντεο με μετα-εξπρεσιονιστικές εικόνες κινούμενων σχεδίων που συχνά θύμιζαν το ύφος του Chaplin, τρεις εκπληκτικές τραγουδίστριες και η υπέροχη μαύρη χορεύτρια Νταντά Μασιλό με την αρχετυπική κινησιολογία της, υποστήριξαν τις σκέψεις του χρησιμοποιώντας τα δικά τους εκφραστικά μέσα.
Μ' αυτή την ιδιόρρυθμη και τόσο προσωπική σκηνική γλώσσα, που συνδυάζει παραδοσιακά στοιχεία με στοιχεία του ρώσικου κονστρουκτιβισμού, ο Kentridge κοινώνησε τον προβληματισμό του για τη μυστηριώδη ρευστότητα του χρόνου, αναδεικνύοντας την υπαρξιακή, ιστορική και εν τέλει την πολιτική του διάσταση - χαρακτηριστικό είναι το γεγονός της ανατίναξης του Αστεροσκοπείου Γκρίνουιτς στα τέλη του 19ου αιώνα στο Λονδίνο ως αντίδραση στην βρετανική αποικιοκρατία που επέβαλε και στην Νότια Αφρική την επίσημη ώρα Γκρίνουιτς. Αλλά κυρίως μοιράστηκε την αγωνία του για ένα καλύτερο αύριο.
Και ως αποτέλεσμα άφησε πίσω του διπλό μήνυμα: αφενός μια γεύση μελαγχολίας καθώς συνειδητοποιήσαμε πόσο παγιδευμένοι είμαστε, πόσο λίγο μπορούμε να ελέγχουμε τις ζωές μας και, εν τέλει, πόσο αδύνατον είναι να ξεφύγουμε από τη μοίρα μας. Αφετέρου, όμως, αφύπνισε την ανάγκη μας να «αρνηθούμε τον χρόνο» έχοντας ως δίαυλο την δημιουργικότητα και την ουσιαστική απόλαυση της καθημερινότητας. Γιατί, εκείνον τουλάχιστον, τον ενδιαφέρει «μια τέχνη όπου η αισιοδοξία διατηρείται μέσα στην αποτυχία και τον κραυγαλέο μηδενισμό που μας περιβάλλει».
ΕΛΕΝΗ ΠΕΤΑΣΗ- [email protected]