Κριτική: Το γνώριμο δίπολο εξουσίας-υπακοής
Από την Ελένη Πετάση.
Τη μισούν και ταυτόχρονα ταυτίζονται μαζί της. Συγχέουν τις φαντασιώσεις τους με την πραγματικότητα. Εκφράζουν με κάθε τρόπο το δίπολο εξουσίας-υπακοής στο φως του οποίου ανθούν ακόμα και οι πιο ευνοούμενες κοινωνίες. «Οι δούλες» του Ζαν Ζενέ -«Les bonnes», (1947), με τη διπλή σημασία της λέξης: «Οι υπηρέτριες» και «Οι καλές»- αναπνέουν κυριολεκτικά κάτω από την κυριαρχία της Κυρίας τους, ενώ ταυτόχρονα μάταια ονειρεύονται να εξεγερθούν εξολοθρεύοντάς την. Και αυτή, με τη σειρά της, παρότι κρύβεται πίσω από την ταξική της υπεροχή, είναι δέσμια της δικής της απατηλής εικόνας και του Κυρίου της, που, ωστόσο, δεν εμφανίζεται ποτέ στο έργο. Το κείμενο του σημαντικού Γάλλου συγγραφέα δεν είναι απλώς μια κοινωνική καταγγελία, αλλά μια αλληγορία που απευθύνεται σε όλους εμάς, τους «δούλους» κάθε εξουσίας. Εμάς που υποτασσόμαστε στο μίσος, στη ζήλια, στον φθόνο, στην εκδικητικότητα και επιθυμούμε να είμαστε διαφορετικοί από αυτό που είμαστε. Εμάς που εντέλει καταλήγουμε στην αυτοκαταστροφή.
Η ιστορία του, που βασίστηκε στο έγκλημα δύο υπηρετριών, των αδελφών Παπέν -οι οποίες το 1933, χωρίς προφανή αιτία, σκότωσαν τις κυρίες τους-, αναμοχλεύει βαθιά υπαρξιακά θέματα. Αυτά που απασχολούσαν και τον ίδιο, καθώς από τον γιο μιας πόρνης, τρόφιμο των αναμορφωτηρίων και των φυλακών, μεταμορφώθηκε στο αγαπημένο, πολιτικοποιημένο παιδί της γαλλικής διανόησης. Κατ’ επέκταση οι νοσηρές ηρωίδες του, η Κλαιρ (Κωνσταντίνα Τάκαλου) και η Σολάνζ (Κάτια Γέρου), εισάγοντας το θέατρο μέσα στο θέατρο και χρησιμοποιώντας ως δίαυλο έναν λόγο παράλογο, επιδίδονται σε ένα δικό τους σκηνικό παιχνίδι μεταμορφώσεων μέχρι τελικής πτώσεως, καθώς η πρώτη υποδύεται την Κυρία και η δεύτερη την Κλαιρ.
Η λιτή, ουσιαστική παράσταση τηςΜαργαρίτας Κάλμπαρη (η ίδια, σκηνοθετημένη από τον Βασίλη Μαυρογεωργίου, υποδύεται την Κυρία με έντεχνα στιλιζαρισμένο ύφος), διαθέτει ενδιαφέρουσες ιδέες, θαυμάσιους φωτισμούς (Στέλλα Κάλτσου) και ευρηματικές εικαστικές λύσεις (σκηνικά-κοστούμια Χριστίνα Κάλμπαρη), όπως η εξαιρετική σκηνή με τα λουλούδια που στολίζουν κάθε σημείο (απόκρυφο και μη) του κορμιού της «Κυρίας».
Η Κάτια Γέρου και η Κωνσταντίνα Τάκαλου έχουν δουλέψει εξονυχιστικά τους ρόλους τους, δημιουργώντας, μέσα από την τραγική αμφιθυμία τους, ένα συγκρουσιακό πεδίο αρχαίας τραγωδίας. Η πρώτη, με πλήρη έλεγχο των εκφραστικών της μέσων, κορυφώνει την ερμηνεία της στον έξοχο, τελικό, παραληρηματικό της μονόλογο. Η δεύτερη, με έντονη σωματικότητα (επιμέλεια κίνησηςΒάλια Παπαχρήσου), παθιασμένη και ταυτόχρονα σκληρή σαν ακονισμένη λεπίδα, προσφέρει μια από τις καλύτερες στιγμές της καριέρας της.
Από την Ελένη Πετάση / [email protected]