«Μαθήματα πολέμου»: Στα χαρακώματα οι αδερφοί Λιγνάδη
Η παράσταση αποτελεί ένα γόνιμο μάθημα της ιστορίας του Θουκυδίδη και της ψυχολογίας του πολέμου.
Θουκυδίδης δραματικός
Το έργο «Μαθήματα πολέμου» αποτελεί την απόπειρα των αδερφών Λιγνάδη να μεταφέρουν στη σκηνή την ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου του Θουκυδίδη. Ο μεν Γιάννης Λιγνάδης αναλαμβάνει το κείμενο και τη δραματουργία, ο δε Δημήτρης Λιγνάδης τη σκηνοθεσία- τον βλέπουμε, ωστόσο, και στη σκηνή.
Πώς να χωρέσουν όμως οι εμφύλιες διαμάχες και συγκρούσεις ενός πολέμου διάρκειας 30 χρόνων, θα αναρωτηθεί κανείς. Και πώς θα μεταμορφωθεί το ιστορικό γεγονός στη θεατρική απόδοση;
Αυτά τα προβλήματα οι δημιουργοί της παράστασης τα ξεπερνάνε γρήγορα θέτοντας ως πυρήνα του έργου τους δύο πράγματα: τον πόλεμο ως έννοια διαχρονική και την ίδια την προσωπικότητα του Θουκυδίδη. Έτσι, ο Γιάννης Λιγνάδης επιλέγει κάποια χαρακτηριστικά αναγνώσματα της ιστορίας της εμφύλιας διαμάχης τα οποία καλούνται να αναδείξουν την τραγωδία του πολέμου μέσα από το ιστορικό έργο του Θουκυδίδη.
Επί σκηνής έτσι ξεδιπλώνονται η πολιορκία της Πλάταιας, ο εμφύλιος πόλεμος στην Κέρκυρα, οι μάχες της Πύλου και της Σφακτηρίας, η καταστροφή της Μήλου, γεγονότα τα οποία πλαισιώνονται από πρόσθετα συμβάντα, όπως ο επιτάφιος λόγος του Περικλή, ο λοιμός στην Αθήνα, διάφορες ομιλίες πολιτικών, στοχασμούς του ιστορικού και σχόλια του Λιγνάδη (με κορυφαίο το «Κοίτα λεπτομέρεια ο Θουκυδίδης» που ακούγεται κατά τη διάρκεια της παράστασης). Και παρά την όποια συρραφή, επεξεργασία, δραματουργία υφίσταται το κείμενο, ο ίδιος φροντίζει να μένει πιστός στο ίδιο το ιστορικό γεγονός.
Ο Θουκυδίδης άλλωστε τον βοηθάει σε αυτό δεδομένου ότι, σύμφωνα με τους αδερφούς Λιγνάδη, έχει εμπλουτίσει το έργο του με το στοιχείο της δραματικότητας, η αφήγησή του δηλαδή κρύβει μια θεατρικότητα. Ο ιστορικός Θουκυδίδης δεν εξιστορεί απλά, ερμηνεύει, αναλύει, μπαίνει σε χωρία πέραν της ιστορικής καταγραφής (γι' αυτό άλλωστε και «η τόση λεπτομέρεια»), χαρίζοντας έτσι στο κείμενό του την πρώτη- έστω και λανθάνουσα- σκηνοθετική ζωντάνια.
Σ' αυτό φαίνεται να συμφωνεί ο ιδρυτής και πρόεδρος του σωματείου Διάζωμα, Σταύρος Μπένος, ο οποίος προλογίζοντας το έργο στην πρεμιέρα του υποστήριξε πως η αναμέτρηση με τον Θουκυδίδη και η μεταφορά του στη σκηνή είναι μια πρόκληση.
«Μετάπλαση» της θεατρικής φόρμας
Έχοντας ως βάση την ιστορία και τη θουκυδίδεια δραματικότητα έρχεται ο Δημήτρης Λιγνάδης να παραλλάξει την παραδοσιακή θεατρική φόρμα και να δημιουργήσει μια εναλλακτική σκηνική εκδοχή, η οποία αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στη διάλεξη και στο θεατρικό, ανάμεσα στην ιστορία και την ιστορική ανάλυση. Στην ουσία η κλασσική σκηνή «σπάει» για να φιλοξενήσει μια δραματοποιημένη εξιστόρηση των ιστορικών γεγονότων που προσεγγίζει κάπως το θεατρικό ντοκιμαντέρ.
Και σ' αυτό το ιδιότυπο ντοκιμαντέρ έχουν θέση όλα, η ιστορία, η αφήγηση, ο στοχασμός, ο διάλογος, η δραματουργία, η ένταση, οι περισπαμοί (όπως όταν οι ηθοποιοί συστήνονται στο κοινό φροντίζοντας να μην παρασύρεται ο θεατής στη σφαίρα του ονειρικού), η αναπαράσταση, η ευρηματική αναπαράσταση (κατά τη διάρκεια του έργου επιχειρείται η αναπαράσταση με τη χρήση βιβλίων της προσπάθειας των Θηβαίων να καταλάβουν την πόλη των Πλαταιών), η μουσική, το σκοτάδι.
Είναι λες κι ο Λιγνάδης προσπαθεί να φτιάξει μια θεατρική φόρμα στο πρότυπο του τρόπου γραφής του Θουκυδίδη. Δεν στηρίζεται σε αυτόν, τον αναπαριστά. Όχι μόνο αυτά που γράφει, αλλά και τη μεθοδολογία με την οποία το κάνει. Σκοπός του είναι άλλωστε να παραδώσει «μαθήματα πολέμου», και σε ένα γόνιμο μάθημα ιστορίας δεν αρκεί η στείρα καταγραφή των γεγονότων.
Την εναλλακτική αυτή θεατρική φόρμα ο Λιγνάδης επιλέγει να τη στεγάσει σε ένα χώρο λιτό. Το Υποσκήνιο Β' της Αίθουσας Αλεξάνδρα Τριάντη, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, διαθέτει μόνο μαύρους τοίχους, στον ένα εκ των οποίων είναι ζωγραφισμένος με κιμωλία ο χάρτης της Πελοποννήσου.. Σαν τάξη δηλαδή- είπαμε, παραδίδονται «μαθήματα πολέμου».
Και πάλι επομένως διαφαίνεται η προσπάθεια του Λιγνάδη να συμβιβάσει δύο πράγματα, το θέατρο με τη διδασκαλία ενός τρομερού ιστορικού γεγονότος και της ρητορικής του. Ίσως μάλιστα εξυπηρετώντας αυτούς τους σκοπούς διδασκαλίας να επέλεξε νέους ανθρώπους για να συμμετάσχουν σ' αυτό το ιδιότυπο θεατρικό μάθημα- ένας εκ των οποίων είναι μαθητής Γυμνασίου.
«Το γνωρίζατε πως ο Μπους στον λόγο του για τον πόλεμο κατά του Ιράκ είχε χρησιμοποιήσει ένα απόσπασμα από τον διάλογο Αθηναίων- Μηλίων που μας μεταφέρει ο Θουκυδίδης;» αναρωτήθηκε ο Σταύρος Μπένος στην εισαγωγή που έκανε, θέλοντας να τονίσει την παγκόσμια διάσταση της προσωπικότητας του ιστορικού.
Από την άλλη, η ιστορικός σύμβουλος της παράστασης, Ανδρονίκη Μακρή, στη δική της παρουσίαση, αφού έδωσε το ιστορικό υπόβαθρο του λόγου που οδήγησε στον Πελοποννησιακό πόλεμο- και δεν ήταν άλλος από τις ηγεμονικές τάσεις της Αθήνας- ένιωσε την ανάγκη να τονίσει πως η πόλη εκείνη την περίοδο βίωνε τη δημοκρατία στο απόγειό της και άρα τις όποιες αποφάσεις δεν τις έπαιρνε μόνος του ο Περικλής αλλά τις αποφάσιζαν συλλογικά. Όλοι μαζί οι Αθηναίοι συμφώνησαν να οδηγηθούν στον πόλεμο. Συλλογικά. Όλοι μαζί -οι Αθηναίοι- ξεκίνησαν έναν πόλεμο.
Κι όλοι - οι Έλληνες- συμπεριφέρθηκαν το ίδιο σε αυτόν τον πόλεμο. Αυτή είναι η βάση όλου του έργου, όπου διαφαίνεται πως κυρίως κατά τη διάρκεια του πολέμου- και του λοιμού για τους Αθηναίους- όλοι οι άνθρωποι έπρατταν με τον ίδιο τρόπο. Ολόκληρη η Ελλάδα κόλλησε τη φαυλότητα, οι νόμοι δεν περιόριζαν κανέναν, όλοι ζούσαν για το σήμερα, όλοι ήταν σκληροί και βίαιοι, ξέχναγαν τις ιερές υποσχέσεις τους (όπως οι Σπαρτιάτες αθέτησαν τον όρκο τους να μην επιτεθούν ποτέ στο έδαφος των Πλαταιών), και κυρίως παραποίησαν το λεξιλόγιο. Η φύση των πολιτών είχε διαβρωθεί τόσο που η φθορά πέρασε στη γλώσσα. Τόση δύναμη είχε πάρει η φαυλότητα, κι αυτό γιατί ήταν συλλογική. Τους μόλυνε όλους, ίσως αποτελεσματικότερα κι από τον λοιμό.
Αυτή η επιδημιολογία του πολέμου είναι η πραγματική του τραγωδία, η διάβρωση των ανθρώπων συνολικά. Και αυτή την τραγωδία την αφουγκράζεται εξαιρετικά ο ιστορικός Θουκυδίδης και τη μεταφέρει στα κείμενά του. Ο Θουκυδίδης είναι παγκόσμιος, γιατί ο πόλεμος και οι μηχανισμοί που περιέγραψε είναι διαχρονικά πανανθρώπινοι. Και θα συνεχίσουν να είναι «όσο η φύση του ανθρώπου παραμένει η ίδια» (Θουκυδιδης Ολόρου Αθηναίος).
ΙΩΑΝΝΑ ΒΑΡΔΑΛΑΧΑΚΗ / [email protected]
Τελευταίες παραστάσεις: Τρίτη 22, Τετάρτη 23, Πέμπτη 24 και Παρασκευή 25 Μαΐου, ώρα έναρξης 21.00.