Αρίστος: Ο δράκος τους Σέιχ Σου στον γύρο του θανάτου

aristos
ΠΕΜΠΤΗ, 31 ΜΑΙΟΥ 2018

Μία καλά στημένη, δυνατή και γρήγορη παράσταση.

Δε συμβαίνει συχνά να βγαίνεις από μια παράσταση προβληματισμένος και παράλληλα να χαμογελάς. Ωστόσο, αυτό συνέβη κατά την έξοδο από τον Κάτω Χώρο του θεάτρου του Νέου Κόσμου, όπου εκτυλίχθηκε το δράμα του Αρίστου. Η παράσταση αφηγείται τη ζωή του Αριστείδη Παγκρατίδη, ενός νεαρού ανθρώπου από τη Θεσσαλονίκη που πριν από 50 χρόνια κατηγορήθηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο ως ο Δράκος του Σέιχ Σου σε μία υπόθεση που έχει μείνει γνωστή ως πρωτοφανής δικαστική πλάνη για τα ελληνικά δεδομένα.

Έχοντας ως ιστορική εγγύηση την υπόθεση η οποία έχει προϋπάρξει, ο Γιώργος Παπαγεωργίου, με τον άσο στο μανίκι του που ονομάζεται Θεοδώρα Καπράλου, στήνουν μια παράσταση βασισμένη στο βραβευμένο βιβλίο «Ο γύρος του θανάτου» του Θωμά Κοροβίνη, το οποίο αποτελεί τη λογοτεχνική απόδοση της υπόθεσης Παγκρατίδη, και στα αρχεία και τις εφημερίδες της εποχής. Η Καπράλου αναλαμβάνει τη δραματουργική επεξεργασία και ο Παπαγεωργίου τη σκηνοθεσία σε ένα έργο που καλείται να ανακαλέσει και να διατηρήσει τη λαϊκή μνήμη.

Ποιος ήταν όμως ο Παγκρατίδης;

Η Γουρούνα
Ο Αριστείδης ήταν το μικρότερο από τα τρια αδέρφια της οικογένειας Παγκρατίδη. Μεγάλωσε σε συνθήκες ακραίας φτώχιας (τον φώναζαν «γουρούνα» γιατί έψαχνε στα σκουπίδια για φαγητό) και έχοντας χάσει τον πατέρα του (τον δολοφόνησαν μέσα στο σπίτι της οικογένειας). Από μικρός εξέδιδε τον εαυτό του για ένα πιάτο φασολάδα, έκανε διαφόρων ειδών δουλειές για να επιβιώσει, είχε καταδικαστεί για μικροκλοπές, ήταν της πιάτσας και είχε πανσεξουαλική φύση. Όταν το 1963 μπήκε σε ένα ορφανοτροφείο για να χαϊδέψει κάποιο κορίτσι, συνελήφθη και κατηγορήθηκε για τις δολοφονίες που είχε διαπράξει ο Δράκος του Σέιχ Σου, οποίος σκότωνε και βίαζε νεαρά ζευγάρια. Ο Παγκρατίδης αρχικά αρνήθηκε τις κατηγορίες, ωστόσο, έπειτα από έξι ημέρες βασανιστηρίων ομολόγησε για να ανακαλέσει αργότερα εκ νέου.

Η παράσταση
Το έργο, ακολουθώντας το βιβλίο, βάζει στη σκηνή διάφορα πρόσωπα από τις σελίδες του, τα οποία έχει εμπνευστεί ο Κοροβίνης από την ιστορία και τα πρακτικά της δίκης. Στην παράσταση προστίθεται και ο ίδιος ο Παγκρατίδης, τον οποίο πλάθει η Καπράλου, για να μιλήσει στο κοινό. Όλοι οι ήρωες ερμηνεύονται από τους τρεις ηθοποιούς που βρίσκονται επί σκηνής, την Έλενη Ουζουνίδου, τον Μιχάλη Οικονόμου και το Γιώργο Χριστοδούλου.

Γνωστή η συγκεκριμένη υποκριτική φόρμα στον Παπαγεωργίου, την αξιοποιεί ως μάστερ του είδους στον Αρίστο, αφήνοντας πάνω στη σκηνή με τη σκηνογράφο Κατερίνα Αριανούτσου τα απολύτως απαραίτητα: τους ηθοποιούς, ένα τραπέζι, μία σκάφη, κάποια αντικείμενα που εξυπηρετούν την ιστορία και τη μουσική του Γιώργου Δούσου ο οποίος παίζει live.

Με τρεις ηθοποιούς λοιπόν στη σκηνή, ο Παπαγεωργίου φτιάχνει μια παράσταση ντοκουμέντο η οποία κινείται γρήγορα ανάμεσα στις αφηγήσεις των ηρώων και σταματάει όπου χρειάζεται για να γίνει αναπαράσταση. Παράλληλα όμως με τις αφηγήσεις/ερμηνείες των ηρώων, η εξέλιξη πολλές φορές παγώνει για να διαβαστούν οι εφημερίδες της εποχής, για να γίνουν βιβλιογραφικές αναφορές (πχ. η αφήγηση παγώνει για να ενημερωθούμε τι ήταν το σωφρονιστικό κατάστημα Βίδου νήσου Κέρκυρας), για να γίνει μετάφραση (τα καλιαρντά της Λολός μεταφράζονται επί σκηνής) ή για να ακουστούν οι μουσικές μελωδίες του Γιώργου Δούσου.

Οι ήρωες
Η Ελένη Ουζουνίδου γίνεται επί σκηνής η μάνα του Αρίστου για να μας μεταφέρει όλη την πίκρα και τις ενοχές («Δεν το πρόσεξα το παιδί. Δεν το χάιδεψα») μιας μάνας που βλέπει το παιδί της να κατηγορείται για αισχρά πράγματα. Συγκινητική, τρυφερή και χωρίς υπερβολές δίνει στο κοινό την ιστορία της οικογένειας του Αρίστου και τις συνθήκες εξαθλίωσης μέσα στις οποίες μεγάλωσε («...απελπισία. Να μην έχεις να φας, να μην έχεις να δώσεις και στα παιδιά σου»).

Κι εκεί που μας έχει καταβάλει με την πίκρα της μάνας μεταμορφώνεται στη Σύλβα, μια λαϊκή τραγουδίστρια με την οποία είχε για λίγο σχέση ο Αρίστος, για να ανάψει το κέφι στη σκηνή όπως το άναβε στο μαγαζί. Σκανταλιάρα, τεκνατζού, αθυρόστομη, τολμηρή, γυναίκα της νύχτας μα και δίκαιη μας μιλάει για την περιπέτειά της με τον Αρίστο, κυρίως όμως απ' το στόμα της ακούγονται οι αμφιβολίες για την ενοχή του. («Η σύλληψη του Αρίστου τους ήρθε γάντι...Και φτιάξανε έναν δράκο στα μέτρα τους και τον δικάσανε σε μια γιαλαντζί δίκη»).

Ο Μιχάλης Οικονόμου, από την άλλη, ξεκινάει ως ο αστός συμβολαιογράφος που ο Αρίστος του κουτούπωσε την υπηρέτρια. Αυστηρός στον λόγο, σοβαρός και άκαμπτος θέτει το ζήτημα της κοινωνικής τάξης κατατάσσοντας τον Αρίστο «στους κόλπους των αθλίων», ενώ παράλληλα, μέσα από την επίμονη πίστη του στην ενοχή του Αρίστου, γίνεται η αιτία να ακουστεί ειρωνικά το: «Δεν είναι δυνατόν να ψεύδουσι αι αρχαί». 

Στην πορεία μεταμορφώνεται στο Μαμουνά, τον ψαρά που παρέσυρε τον ανήλικο Αρίστο στην πορνεία, και σε μια σκηνή υψηλής αξίας που χρησιμοποιεί όλα τα διαθέσιμα εκφραστικά μέσα βλέπουμε και δε βλέπουμε πως εκμεταλλεύτηκε σεξουαλικά τον Αρίστο- εξαιρετική δουλειά στην κίνηση από την Μαρίζα Τσίγκα.

Έπειτα γίνεται η Αρχή υποδυόμενος τον αστυφύλακα με καθημερινό λόγο και ύφος απλό που περιγράφει το παρακράτος για να απαγγείλει τελικά κατηγορίες και στον ίδιο του τον εαυτό για την εκτροπή της κατάστασης («Κι έτσι η ανοχή μας γινόταν- έστω και αργά- ενοχή»).

Αμεσότατος μέχρι στιγμήν στους ρόλους του έρχεται για να ανατρέψει κάθε ισορροπία στη σκηνή υποδυόμενος την τραβεστί Λολό, τον δεύτερο έρωτα του Αρίστου που βλέπουμε στη σκηνή. Ως Λολό αξιοποιεί υπέροχα την κινησιολογία του σώματός του -και πάλι βάζει το χεράκι της η Τσίγκα- και με όπλο το χιούμορ και τα καλιαρντά αποφορτίζει την κατάσταση («Δεν είμαι της κλαψομουνιάσεως, αλλά βαλάντωσα στο λάκριμο, η καψερή»), ενώ δίνει μια έξοχη περιγραφή της κοινωνίας της εποχής.

Ο Γιώργος Χριστοδούλου, τέλος, αναλαμβάνει να μας συστήσει τον Αρίστο ως παιδικό του φίλο με εκφραστικότητα και ειλικρινή λόγο. Ο παιδικός φίλος ξεσηκώνει αναμνήσεις από τα παλιά, σκανταλιές και μια αποτυχημένη προσπάθεια διαφυγής προς την Αθήνα, ενώ είναι ο πρώτος που θα θέσει το ζήτημα της κοινωνικής εξαθλίωσης και το πώς μπορεί να οδηγήσει οποιονδήποτε στο έγκλημα («Όλοι θα μπορούσαμε να είμαστε με την πρέσα που τρώγαμε...Πολύ θέλει να σου στρίψει άμα έχεις γεννηθεί μεσ'τα σκατά;»).

Στη συνέχεια γίνεται ο περιπτεράς- χαφιές- ενσάρκωση του παρακράτους που μαζί με τον αστυφύλακα στήνουν το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο για να γίνει όχι ιδιαίτερα συμπαθής στο κοινό, πράγμα που σημαίνει πως επετεύχθη ο υποκριτικός του σκοπός.

Από περιπτεράς στην πορεία γίνεται το αφεντικό του Αρίστου στον γύρο του θανάτου, έναν ακροβατικό θίασο στον οποίο δούλευε ο Αρίστος την περίοδο που διαπράχθηκαν τα εγκλήματα για τα οποία κατηγορείτο. Δυναμικός και άνθρωπος της πιάτσας δίνει άλλοθι στον Αρίστο και από το στόμα του ακούγεται πως η κοινωνία ήξερε ότι ήταν αθώος («Βούιζε ο τόπος- ακόμη και οι χωροφυλάκοι το λέγανε- δύο ήτανε οι δράκοι και είχαν μάλιστα και αυτοκίνητο»).

Εκεί, ωστόσο, που τον λατρεύεις είναι στο πιο λυρικό κομμάτι του έργου, όπου μεταμορφώνεται στον Αρίστο για να μας μεταφέρει τις σκέψεις του. Θες το κείμενο, θες η ειλικρινής πειστικότητά του, πάντως στην τελευταία σκηνή σε κάνει να θέλεις να πας και να τον αγκαλιάσεις γιατί βλέπεις έναν Αρίστο ήρεμο, που φοβάται μα δεν κινείται στα άκρα και παίρνει παρηγοριά από το γεγονός πως τουλάχιστον οι συγκρατούμενοί του πίστεψαν στην αθωότητά του.

Η εποχή
Τελικά κάθε πρόσωπο βάζει ένα λιθαράκι στην ιστορία του Αρίστου και όλα μαζί «χτίζουν» την κοινωνία της Θεσσαλονίκης , κυρίως μέσω των διαφορετικών γλωσσικών ιδιωμάτων που χρησιμοποιούν στον λόγο τους, και σε συνδυασμό με τις μουσικές επιλογές (παραδοσιακοί ήχοι της Μακεδονίας και γνωστά λαϊκά άσματα) αναπαριστούν την ηθογραφία της εποχής.

Μιας εποχής σε κρίση, όπου βρήκαν πρόσφορο έδαφος για να δράσουν διάφορες παρακρατικές οργανώσεις, στη Θεσσαλονίκη, η οποία «φιλοξένησε» το 1963 τη μεγαλύτερη πολιτική δολοφονία της μεταπολεμικής Ελλάδας, τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη, η οποία έφερε αποκαλύψεις για τη δράση αυτού του παρακράτους και την εμπλοκή της αστυνομίας στη δολοφονία με αποτέλεσμα να πολωθεί τόσο το κλίμα, ώστε ο τότε πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής να παραιτηθεί.

Δικαστικό όνειδος
Την παράσταση, όπως και την υπόθεση Παγκρατίδη, δεν μπορεί να τις ερμηνεύσει κάποιος δίχως το ιστορικο- κοινωνικό τους πλαίσιο, δηλαδή ότι τότε η Θεσσαλονίκη έβραζε από τη δολοφονία Λαμπράκη και πιθανότατα ο Αρίστος χρησιμοποιήθηκε για να τραβήξει την προσοχή από το φλέγον θέμα. Γι' αυτό και με μια ματιά στην υπόθεσή του καταλαβαίνει κανείς πως είτε δεν ήταν ένοχος είτε υπήρχαν τεράστιες αμφιβολίες για την ενοχή του.

Και η παράσταση, παρόλο που αποφεύγει να δηλώσει πως ο Αρίστος ήταν αθώος- δεν ακούγεται καν η φράση που επιβεβαιωμένα είπε προτού πεθάνει «Μανούλα μου γλυκιά, είμαι αθώος»-, εκθέτει ένα ένα τα στοιχεία που επιβεβαιώνουν τις αμφιβολίες για την ενοχή του. Ήταν το εξιλαστήριο θύμα κι οδηγήθηκε άδικα στον θάνατο. Κι ο Παπαγεωργίου έρχεται να αναπαραστήσει αυτή την αδικία. Όμως, «αναπαριστάνω σημαίνει διατυπώνω και διατυπώνω σημαίνει ήδη ότι δημιουργώ ρωγμή στον τοίχο της σιωπής», έχει πει ο Daniel Serceau, για να συμφωνήσουμε απόλυτα.

ΙΩΑΝΝΑ ΒΑΡΔΑΛΑΧΑΚΗ / [email protected]

Info
Έως 3/6
Τετάρτη/Πέμπτη/Παρασκευή/ Σάββατο 21:15, Κυριακή 19:00
Κρατήσεις: viva.gr
Θέατρο του Νέου Κόσμου
210 9212900
http://nkt.gr/