Κριτική θεάτρου: «Love, love, love»
H Iωάννα Κλεφτόγιαννη γράφει κριτική για την παράσταση «Love, Love,love» του Μάικ Μπάρτλετ που σκηνοθέτησε η Μαριάννα Κάλμπαρη για το Θέατρο Τέχνης Κάρολος Κουν (Φρυνίχου 14, Πλάκα).
«Love, love, love». Ίσως η πιο μελαγχολική παράσταση της σεζόν έχει την υπογραφή του ταλαντούχου Βρετανού δραματουργού Μάικ Μπάρτλετ και της σκηνοθέτιδας Μαριάννας Κάλμπαρη. «Love, Love,love». Μια επωδός που στροβιλίζεται (και από το «Αll You need is love» των Beatles) στην ατμόσφαιρα της σκηνής και φτάνει ξανά και ξανά στα αυτιά του θεατή του «Θεάτρου Τέχνης» της οδού Φρυνίχου προκαλώντας αμφιθυμία. Αρχικά προφέρεται τρυφερά, βαθμηδόν ειρωνικά, σαρκαστικά. Στο τέλος σαρκοβόρα.
Το χρονικό του θανάτου ενός ερώτα; Το χρονικό του θανάτου της ιδεολογίας μιας επαναστατημένης γενιάς που τελικά αλλοτριώθηκε και βολεύτηκε;
Ο Μπάρτλετ παρουσιάζει τη σταδιακή μετάλλαξη και αφομοίωση ενός ζευγαριού που νόμιζε στα 19 του πως θα αλλάξει τον κόσμο καπνίζοντας μαριχουάνα και κάνοντας ελεύθερα σεξ, σε δυστυχείς οικογενειάρχες που απατούν αλλήλους έχοντας εξίσου δυστυχισμένα παιδιά («Κάτι πήγε στραβά. Η ζωή μας, είναι σπίτι, παιδιά, δουλειά. Εμείς ποτέ δεν θέλαμε κάτι τέτοιο. Δεν είμαστε ευτυχισμένοι», διαπιστώνουν το 1990). Και, στην κατάληξη, σε μεσήλικες που θέλουν να ζήσουν τη ζωή τους, αφήνοντας τα παιδιά τους ρημαγμένα και αβοήθητα (το 2011). «Κοντεύω 40 και δεν έχω τίποτα. Φταίτε εσείς για όλα», τους καταγγέλλει η κόρη τους. «Τι κατάφερε η δική σας γενιά; Σκαρφάλωσε τη σκάλα και ανεβαίνοντας την διέλυσε. Ιδού το αποτέλεσμα: η ίδια σας η κόρη δεν έχει τώρα λεφτά για σπίτι και αυτοκίνητο. Δεν έχει λεφτά ούτε καν για παιδί. Εσείς δεν αλλάξατε τον κόσμο. Απλώς τον αγοράσατε. Τον ιδιωτικοποιήσατε», προσθέτει, κραυγάζοντας πίσω από ένα μικρόφωνο στην πιο δυνατή σκηνή και του έργου και της παράστασης.
Το πώς η γενιά που δοκίμασε και διεκδίκησε τα πάντα κατέληξε να ψηφίζει Μάργκαρετ Θάτσερ έχει γίνει κοινός τόπος στη σύγχρονη δραματουργία. Ο Μπάρτλετ δεν μας λέει κάτι νέο. Ούτε με νέο τρόπο.
Παρόλα αυτά δεν δικαιολογείται η Μαριάννα Κάλμπαρη που «ενίσχυσε» την πρόζα του με δικά της κείμενα. Τα οποία ανέθεσε εξ ολοκλήρου σε ένα κομπέρ –party animal (Νέστωρ Κοψιδάς), ο οποίος «υποτιτλίζει» διαρκώς τη σκηνική δράση, ενώ διαβάζει και τις σκηνικές ενδείξεις. Στο τέλος, ο ίδιος περφόρμερ εκφέρει το εμβόλιμο επιμύθιο. Καλό θα ήταν αυτό το πρόσθετο υλικό, άκρως κοινότοπο, να εξέλειπε. Άλλωστε, δεν βοηθά ούτε τη ρυθμολογία της παράστασης, η οποία ξεκινά με μάλλον αργόσυρτο ρυθμό.
Ένα ακόμη σοβαρό πρόβλημα στην παράσταση του Θεάτρου Τέχνης είναι η εκφορά του λόγου από τους ηθοποιούς. Γίνεται τόσο γρήγορα και βιαστικά που συχνά δεν αντιλαμβάνεσαι τι λένε. Η πολύ καλή Άννα Κουτσαφτίκη σχεδόν τρώει τις λέξεις. Ο Διαμαντής Καραναστάσης αποδίδει πειστικά το μεγάλωμα ενός άνδρα. Η κόρη Ειρήνη Στρατηγοπούλου μπορούσε να δώσει κάτι περισσότερο. Δεν το κάνει. Ικανοποιητικός ως κατεστραμμένος «αυτιστικός genius» γιος ο πρωτοεμφανιζόμενος Κώστας Σιλβέστρος.
Η τακτική επίσκεψη βερολινέζικων σχημάτων στη χώρα έχει προκαλέσει αλυσιδωτές απομιμήσεις της αισθητικής τους στην ελληνική σκηνή. Χλωμή απομίμηση το λαμέ σύμπαν από πλαστικά ποτηράκια και μπαλόνια που στήθηκε στο Θέατρο Τέχνης (του Κων/νου Ζαμάνη).
Η πιο δυνατή σκηνή της παράστασης, η τελευταία του Μπάρτλετ και όχι η πρόσθετη της Κάλμπαρη, είναι η μόνη που παράγει το ρίγος ενός αληθινού συναισθήματος.
ΙΩΑΝΝΑ ΚΛΕΦΤΟΓΙΑΝΝΗ