Κριτική θεάτρου: «Αόρατη Όλγα και Αουστρας ή Η αγριάδα»
Η Ελένη Πετάση γράφει κριτική για τα μονόπρακτα «Αόρατη Όλγα» και «Άουστρας ή η αγριάδα» που διερευνούν την έννοια του «ξένου» στη σημερινή κοινωνία και παρουσιάζονται στο Εθνικό Θέατρο.
Στα δύο μονόπρακτα των νέων Ελλήνων συγγραφέων με κοινό ερέθισμα τον «Ξένο» και με κοινούς ηθοποιούς σε διαμετρικά αντίθετους ρόλους, που επαναλαμβάνονται φέτος στο Εθνικό Θέατρο (πέρυσι παίχτηκαν με επιτυχία στο «Βρυσάκι»), οι εφιάλτες αποκτούν σκηνική υπόσταση.
Κυρίως γιατί αποκαλύπτουν την ηθική ρύπανση που επικρατεί γύρω μας και που εμείς εξοστρακίζουμε ηθελημένα από την όρασή μας.
Δύο ιστορίες, λοιπόν, βγαλμένες από την πραγματικότητα, αποσκοπούν να αιχμαλωτίσουν τη συνείδηση των θεατών, να ερεθίσουν προβληματισμούς καλά καταχωνιασμένους.
«Αόρατη Όλγα»: Σίγουρα το πιο ολοκληρωμένο έργο είναι η «Αόρατη Ολγα», του Γιάννη Τσίρου. Στέρεα δομημένο, με καλοσχηματισμένους χαρακτήρες, ντοκιμαντερίστικη γραφή, φορτισμένη με αιχμηρούς διαλόγους, κυνικές αφηγήσεις και εύστοχη ιδιωματική γλώσσα, τόσο μιας αλλοδαπής ντοπιολαλιάς όσο και της δικής μας, επωμίζεται τα ράκη μιας τραγικής ζωής - σαν κι αυτές που «αόρατα» αχνοσβήνουν γύρω από την πλατεία Κουμουνδούρου.
Η ιστορία της Ολγας, βγαλμένη από το εκάστοτε κοινωνικό ρεπορτάζ μιας εφημερίδας, αναψηλαφεί τις υπόγειες περιοχές στην ψυχή μιας νεαρής μετανάστριας, καταδικασμένης σε καταναγκαστική πορνεία. Εγκλειστη σε ένα δωμάτιο για 14 μήνες, χωρίς πατρίδα, όνειρα ή ελπίδα διαφυγής, θα δεχτεί αμέτρητους πελάτες, συστηματική τρομοκράτηση και κακομεταχείριση. Κάποτε, θα επαναστατήσει και θα καταφύγει στη Δικαιοσύνη. Μάταια. Λόγω αμφιβολιών, ο μαστροπός και οι συνεργάτες του θα αθωωθούν.
Η εύρυθμη σκηνοθεσία του Γιώργου Παλούμπη, ακολουθώντας με ακρίβεια το κείμενο, εξαλείφει κάθε ίχνος μελοδραματισμού και, με υπόγεια συγκινησιακή αγωνία, παρακολουθεί τη σταδιακή καταβύθιση της ηρωίδας, καταδεικνύοντας ταυτόχρονα τις αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις που προκύπτουν ανάμεσα σε διεφθαρμένους πολίτες, εμπόρους σάρκας, οργάνων της τάξεως και των εκάστοτε θυμάτων. Τα συμπεράσματα ανήκουν στο κοινό που παρακολουθεί αυτή τη ρεαλιστικά ωμή και εξόχως κουρδισμένη παράσταση. Μια παράσταση που ξεχειλίζει από την ταλαντούχα παρουσία της Λένας Παπαληγούρα, η οποία όχι μόνο οικειοποιείται τα εξωτερικά χαρακτηριστικά της μετανάστριας -όπως την απόλυτα πειστική μίμηση της προφοράς της- αλλά μεταδίδει με αφοπλιστική αμεσότητα τις μεταβαλλόμενες αντιδράσεις της -από την κυνική απάθεια στην κρυμμένη ευαισθησία και από τον εσωτερικό πανικό στην εξέγερση.
Πολύ καλοί είναι και οι αντι-ήρωες που την πλαισιώνουν. Ο μαστροπός και όργανο της τάξεως του Γρηγόρη Γαλάτη, ο δικηγόρος, γιατρός και διεστραμμένος πελάτης του Βασίλη Καραμπούλα, και ο ερωτευμένος νεαρός του Γιώργη Τσουρή.
«Άουστρας ή Η αγριάδα»: Σε κοινωνική καταγγελία στοχεύει και το δεύτερο έργο της ενιαίας παράστασης: «Άουστρας ή Η αγριάδα», σε σκηνοθεσία Γιάννη Καλαβριανού. Μόνο που εδώ η Λένα Κιτσοπούλου επιχειρεί να κατακεραυνώσει τη νεοελληνική φασιστική ιδεοληψία που αναπτύσσεται με δηλητηριώδη ταχύτητα δίπλα μας -και μέσα μας- όπως το παρασιτικό φυτό του τίτλου. Η μαύρη κωμωδία της, που ξεκινά με μια σειρά κοινότοπων αστεϊσμών κάποιας νεανικής παρέας καθηλωμένης σε αφόρητη πλήξη, φτάνει μέχρι την ψυχρότητα του «εγκλήματος».
Ομολογώ ότι δεν διασκέδασα ούτε με τα (ηθελημένα;) άνοστα αστεία (ελάχιστες ήταν οι στιγμές που προκαλούσαν αυθόρμητο γέλιο), ούτε θεώρησα ότι η αυξανόμενη βία του δρόμου, έτσι όπως αναφέρεται στο κείμενο (τσαντάκηδες, κλεφτρόνια πάσης φύσεως κ.ά.), αποτελεί πειστικό επιχείρημα, που να δικαιολογεί στη συνέχεια την απίστευτη αγριάδα των εκτροχιασμένων παιδιών απέναντι σε έναν ξένο φιλοξενούμενο και μάλιστα Δυτικοευρωπαίο (;). Ο εξευτελισμός και ο ξυλοδαρμός του -μέχρι το σημείο ακραίας απειλής αν δεν τραγουδήσει το «Σαν απόκληρος γυρίζω» του Τσιτσάνη- διογκώνει υπερβολικά τη σημειολογία του έργου και το καθιστά αναξιόπιστο.
Παρ' όλα αυτά, η συγγραφέας εσκεμμένα φτάνει στα άκρα, θέλοντας ενδεχομένως να εκφράσει τη λαϊκή οργή για όσα συμβαίνουν στη χώρα μας, που, σε συνδυασμό με την ημιμάθεια και την πλήρη σύγχυση νοημάτων, φτάνει σε σημεία παραλογισμού.
Την παράσταση στήριξαν τόσο ο σκηνοθέτης όσο και οι ηθοποιοί. Και ιδιαίτερα ο Γιάννης Γαλάτης, που σκιαγράφησε με λεπτές αποχρώσεις τον ταλαίπωρο τουρίστα.
ΕΛΕΝΗ ΠΕΤΑΣΗ - [email protected]