Κριτική θεάτρου:«Δεν μ' αγαπάς. Μ' αγαπάς»
Η Ελένη Πετάση γράφει κριτική για την παράσταση «Δεν μ’ αγαπάς. Μ’ αγαπάς» που είναι βασισμένη στο βιβλίο της Φωτεινής Τσαλίκογλου και παρουσιάζεται στο θέατρο Βασιλάκου.
Ξεφυλλίζοντας το βιβλίο της Φωτεινής Τσαλίκογλου με τα 117 γράμματα της Μαργαρίτας Λυμπεράκη στην κόρη της, Μαργαρίτα Καραπάνου (εκδόσεις Καστανιώτη, 2008), αναρωτιέται κανείς πώς αυτή η κατάθεση ζωής μπορεί να επικοινωνήσει με το κοινό ενός θεάτρου. Και όμως η σκηνική μεταγραφή του Πέτρου Ζούλια κατάφερε να μας μεταφέρει στον κόσμο των δύο διακεκριμένων συγγραφέων, να μας μεταμορφώσει σε λαθρεπιβάτες της στενής ιδιωτικής τους σχέσης και να ψηλαφίσει τις συχνά ακραίες ψυχολογικές τους διακυμάνσεις.
Από το κείμενο που διαμορφώθηκε, ξεπήδησαν οι υπόγειες περιοχές μιας κοριτσίστικης ψυχής, καταδικασμένης στη συνεχή αίσθηση της απώλειας, και η αλαφροΐσκιωτη προσωπικότητα μιας μάνας που «δεν έπρεπε να είχε γίνει ποτέ μαμά». Ξεπήδησε ακόμη η παραδοξότητα των συναισθημάτων τους που κυμαίνονταν με ιλιγγιώδεις μεταπτώσεις ανάμεσα στην απόρριψη και την απόλυτη αγάπη.
«Ιδιόρρυθμο» -αν μη τι άλλο- μπορεί να χαρακτηρίσει κανείς το σύνδεσμο μάνας-κόρης. Αρχικά, γιατί η πρώτη επέλεξε να ζήσει στη Γαλλία για πάνω από μία δεκαετία (1962-1974), αφήνοντας την έφηβη κόρη της στην επιμέλεια της γιαγιάς και καθορίζοντας την, εκ των πραγμάτων ελλιπή, επικοινωνία τους μέσα από μία ατελείωτη σειρά επιστολών. Αφετέρου γιατί αυτή η αλληλογραφία που προδίδει την καθησυχαστική άγνοια μιας φιλάρεσκης, ταλαντούχας και δυναμικής γυναίκας -που όμως δεν παραλείπει να ορίζει κανόνες κυρίως όσον αφορά την εκπαίδευσή του νεαρού βλαστού της αλλά και να δηλώνει «Δύο πράγματα έχω σταθερά στη ζωή μου: τη θάλασσα και την κόρη μου»- οδήγησε τη Μαργαρίτα Καραπάνου σε όλο και πιο βαθύτερη μοναξιά. Ούτε τα φευγαλέα ταξίδια Παρίσι-Αθήνα-Παρίσι στάθηκαν ικανά να γεφυρώσουν ανασφάλειες γερά ριζωμένες. Και όταν πια η μανιοκατάθλιψη την επισκέφτηκε, ήταν άραγε αρκετό το μητρικό φίλτρο που αφυπνίστηκε νοθευμένο με ενοχές και φυγές από την πραγματικότητα; Η ουσιαστική συμφιλίωση ήρθε μετά το θάνατο της Λυμπεράκη. «Έφυγε με τον θάνατό σου όλο το διφορούμενο που είχαμε στη σχέση μας. Εμεινε μόνο η αγάπη», έγραψε στο δικό της πια γράμμα η Μαργαρίτα.
Ωστόσο, η διασκευή του σκηνοθέτη δεν συνθέτει μόνο ένα σπαρακτικό ψυχογράφημα. Με δυνατούς διαλόγους, ευλύγιστες αφηγήσεις, γρήγορους ρυθμούς, χιούμορ και μικρές λεπτομέρειες της καθημερινότητας που απεικονίζουν μια ολόκληρη εποχή, η παράσταση (στο «Θέατρο Βασιλάκου») περνά από το δράμα στην ελαφρότητα, παρουσιάζοντας ταυτόχρονα τις εμπειρίες των δύο γυναικών.
Η σχεδόν ημερολογιακή ανασκόπηση γεγονότων, σκέψεων και κρίσεων της Λυμπεράκη συμπεριλαμβάνει τις αναζωογονητικές συναντήσεις της με σημαντικούς ανθρώπους του πνεύματος και της τέχνης (Πικάσο, Σατρ, Σιμόν ντε Μποβουάρ, Καμί, Τσαρούχης κ.ά.), ενώ σφραγίζει εκείνη τη δεκαετία: από το Μάιο του 1968 («Η λεωφόρος Σεν Ζερμέν, το Μαμπιγιόν, η γωνία της οδού Νταντόν κοντά μας μετατράπηκαν σε πραγματικό Βιετνάμ... Μιλάω γι' αυτή την ξαφνική σπίθα που έβαλε φωτιά και καίει ολόκληρη τη Γαλλία αυτή τη στιγμή»), μέχρι τη χούντα και τη Μεταπολίτευση («Μαργαρίτα μου, Αναγέννηση. Ο ανθός του ελληνισμού επιστρέφει»).
Η Ρένη Πιττακή στο ρόλο της μάνας, με απαστράπτουσα κομψότητα και απλότητα, με αυτή την αυτοπεποίθηση και τη φιλαρέσκεια που τίποτα δεν την τσαλακώνει εσωτερικά ή εξωτερικά και με λεπτό χιούμορ, που αποφορτίζει τις εντάσεις, παρέδωσε ακέραια την ελλιποβαρή συναισθηματικά ηρωίδα. Αντίθετα, η Πέγκυ Τρικαλιώτη, σε μια από τις καλύτερες ερμηνείες της, μεταφέρει στο βλέμμα της την αγωνία, το θυμό, τη λατρεία και την απόγνωση της Καραπάνου. Είναι αυθεντική -και κατ’ επέκταση συγκινεί- στις εξάρσεις της ψυχαναγκαστικής απόγνωσης, παρότι η σκηνοθεσία θα έπρεπε να μετριάσει τη διάρκεια των μελοδραματικών της στιγμών. Αξιοπρεπής η παρουσία της Ηλεάνα Μπάλλα (οικονόμος).
ΕΛΕΝΗ ΠΕΤΑΣΗ [email protected]