Κωνσταντίνος Ρήγος: «το trafficking είναι καθημερινό φαινόμενο»
Ο Κωνσταντίνος Ρήγος άναψε «Τα κόκκινα φανάρια» στο Εθνικό Θέατρο, σκηνοθετώντας μια αιχμηρή, τολμηρή παράσταση με εξαιρετική αισθητική.
Η ακατάλληλη για ανηλίκους πολυσυζητημένη παράσταση «Κόκκινα φανάρια» από τον ταλαντούχο σκηνοθέτη, χορογράφο και σκηνογράφο Κωνσταντίνο Ρήγο, κατορθώνει να διώξει τη σκόνη του χρόνου από το δράμα των εκδιδόμενων γυναικών της Τρούμπας της δεκαετίας του ’60. Γραμμένο πρώτα για τη θεατρική σκηνή το έργο του Αλέκου Γαλανού, έγινε γνωστό στο ευρύ κοινό από την ομώνυμη ταινία του Βασίλη Γεωργιάδη που έφτασε μέχρι τις υποψηφιότητες των Όσκαρ το 1963. Η ταινία παρουσίασε με ωραιοποιημένο τρόπο τις ιστορίες των γυναικών που εργάζονται στον οίκο ανοχής της μαντάμ Παρί, αποφεύγοντας τη σκληρότητα του θεατρικού κειμένου του Γαλανού. Ο Κωνσταντίνος Ρήγος από την πλευρά του, επιχείρησε να φωτίσει με απρόσμενο τρόπο τους ήρωες του έργου, υιοθετώντας μια κινηματογραφική οπτική.
Τα «Κόκκινα Φανάρια» μπορεί να έγιναν γνωστά στο ευρύ κοινό κυρίως χάρη στην ομώνυμη ταινία, όμως αρχικά είχαν γραφτεί για το θέατρο. Η δική σας παράσταση δίνει έμφαση στη θεατρική ή κινηματογραφική εκδοχή του έργου;
Στην ταινία είναι πιο αμβλυμμένες οι σχέσεις, δεν είναι τόσο έντονες και σκληρές όπως στο θεατρικό. Επιχείρησα να κρατήσω στοιχεία που είχαν ενδιαφέρον από την ταινία και να γίνει μια διασκευή ανάμεσα στην κινηματογραφική και θεατρική εκδοχή. Η παράσταση τις υπηρετεί και τις δύο, καθώς ταυτόχρονα παρουσιάζεται και κινηματογραφημένη. Δηλαδή ενώ όλη η θεατρική πράξη είναι έγχρωμη και ζωντανή, παράλληλα, πολλά μέρη του έργου, όπως για παράδειγμα, οι κρυφές σκέψεις των ηρώων ή οι σκηνές που διαδραματίζονται μέσα στα δωμάτια ή σε άλλους χώρους γυρίζονται εκείνη τη στιγμή και παρουσιάζονται σε μια μεγάλη ασπρόμαυρη οθόνη.
Με αυτόν τον κινηματογραφικό τρόπο προσέγγισης θελήσατε να υπογραμμίσετε ορισμένα στοιχεία ή σκηνές που για εσάς έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα;
Ένα πολύ σημαντικό στοιχείο ήταν να δούμε το κοντινό πλάνο, το οποίο είχε πολύ μεγάλη σημασία σε όλο τον ρεαλισμό της δεκαετίας του ’60, στον ελληνικό κινηματογράφο και σε όλες τις ταινίες που έρχονται από τον ιταλικό νεορεαλισμό. Τα πολύ μεγάλα κοντινά του κινηματογράφου δεν τα έχει το θέατρο. Αυτό λοιπόν ήταν ένα στοιχείο που με ενδιέφερε, να δω το close- up των ηρώων. Από την άλλη όμως υπήρχαν και στιγμές, κρυφές σκηνές στα δωμάτια των ηρώων τις οποίες ήθελα με έναν τρόπο να τις δείξω τελείως διαφορετικά, σε πολύ πιο μεγάλη διάσταση . Αυτός ήταν κι ο λόγος που από την αρχή, από τη σύλληψη της παράστασης, ήξερα ότι θα υπήρχε το κινηματογραφικό στοιχείο.
Στην πρώτη σκηνή βλέπουμε την σπαρακτική χορογραφία- εξομολόγηση μιας κακοποιημένης γυναίκας. Πώς εντάσσεται αυτό το κομμάτι στον κύριο κορμό της παράστασης;
Τα «Κόκκινα Φανάρια» είναι μια ηθογραφία της δεκαετίας του ’60. Η πρόθεση μας ήταν το έργο- χάρη στους ηθοποιούς, τις ερμηνείες τους και των τεχνικών που θα χρησιμοποιούσαμε- να μην μείνει στην εποχή του, να χάσει το στοιχείο την ηθογραφίας και να γίνει σύγχρονο. Πιστεύω πως χρειαζόταν ένα κείμενο εισαγωγικό, ουσιαστικά έναν πρόλογο μεταφυσικό που θα έφερνε την παράσταση στο σήμερα. Την αφήγηση μιας σημερινής γυναίκας, γραμμένη με σύγχρονο τρόπο, η οποία έχει υποστεί την κακοποίηση κι όλα αυτά τα πράγματα που ουσιαστικά συμβαίνουν στις περισσότερες από αυτές τις γυναίκες. Ίσως ήθελα να υπογραμμίσω ότι το θέμα είναι διαχρονικό, δεν ανήκει σε μία περίοδο. Μπορεί ο τρόπος που γράφτηκε το έργο ή η ιστορία του να μοιάζουν λίγο παλιά, παρότι, κατά τη γνώμη μου, όλα όσα συμβαίνουν μέσα εκεί ισχύουν και σήμερα: δεν έχει αλλάξει τίποτα από την ανάγκη των ανθρώπων αυτών να ξεφύγουν από το περιθώριο και παρόλα αυτά να μην μπορούν, τα όνειρά τους να γκρεμίζονται… Ήθελα να φέρω την σύγχρονη εξομολόγηση μιας γυναίκας με τρόπο που θα μπορούσε να εκφραστεί χοροθεατρικά με τη ερμηνεία της Έλενας Τοπαλίδου. Ξέρω ότι αυτή η στιγμή είναι πραγματικά σοκαριστική για το θεατή, αλλά νομίζω ότι είναι το στίγμα της παράστασης, για να τη διαβάσει τελικά με διαφορετικό τρόπο.
Βλέποντας αυτήν την πρώτη σκηνή σκέφτηκα ότι ενδεχομένως το έργο θα μπορούσε να αποτελέσει και μια ολόκληρη χορογραφία, σας πέρασε και κάτι τέτοιο από το μυαλό;
Κάποιες στιγμές το σκέφτηκα, όμως νομίζω ότι από ένα σημείο κι ύστερα το ίδιο το έργο δεν θα το άντεχε αυτό: οι εντάσεις είναι πραγματικά ουσιαστικές και πρέπει να πραγματοποιηθούν ζωντανά στη σκηνή κι όχι σαν μια αφήγηση όπως στα 15 πρώτα λεπτά που είναι λίγο πιο ηχητικό το περιβάλλον.
Ποια ήταν τα κριτήριά σας για την επιλογή των ηθοποιών που κλήθηκαν να ερμηνεύσουν ρόλους, με βαριά κινηματογραφική ιστορία;
Προσπαθούσα να σκεφτώ ποια πρόσωπα ταίριαζαν στο έργο, στη δική μου γραφή και με ένα τρόπο, ποια θα μπορούσαν να έχουν μια σύγκρουση ή μια αναφορά στα πρόσωπα της ταινίας και ταυτόχρονα να μην έχουν κανένα λόγο να συγκριθούν μαζί τους. Γιατί ας μην ξεχνάμε, ότι κι η ταινία είναι μιας πολύ παλαιότερης ερμηνευτικής σχολής κι εξάλλου μια φιλμ έχει τελείως διαφορετικό τρόπο ερμηνείας από ό,τι μια θεατρική παράσταση. Έτσι κι αλλιώς εκ των πραγμάτων δεν θα μπορούσαν να συγκριθούν οι ερμηνείες, παρότι στην ταινία είναι πολύ ωραίες. Αυτό που ήθελα να καταφέρω ήταν τα πρόσωπα που θα βάλω να είναι πολύ σύγχρονα και να μην έχουν καθόλου την αίσθηση ενός «καθωσπρεπισμού». Το casting της παράστασης κράτησε περίπου έναν χρόνο και ήταν πραγματικά ένα πάζλ, δεν ήταν απλή διαδικασία.
Η Ελένη στην παράστασή σας είναι μια γυναίκα από τη Ρουμανία. Πώς σας ενέπνευσε το δράμα των μεταναστών στη δική σας προσέγγιση;
Με ενέπνευσε γιατί το trafficking είναι καθημερινό φαινόμενο. Συχνά, άνθρωποι οι οποίοι μεταναστεύουν σε μία χώρα αναγκάζονται να οδηγηθούν στην πορνεία για να μπορέσουν να επιβιώσουν. Το σημαντικότερο είναι ότι δεν ενέπνευσε μόνο εμένα αλλά ο ίδιος ο σκηνοθέτης της ταινίας παρουσιάζει την ηρωίδα Ρουμάνα. Η Τζένη Καρέζη είναι μετανάστρια στην ταινία, γι’ αυτό και ερμηνεύει ένα τραγούδι στα ρουμάνικα όταν συναντιέται με τον Παπαμιχαήλ. Ουσιαστικά δηλαδή ο ίδιος ο σκηνοθέτης από το 1960 έχει εντάξει το δράμα μιας μετανάστριας στα Κόκκινα Φανάρια, αυτή δεν είναι δική μου προσθήκη.
Είστε ένας καλλιτέχνης που μας έχει δώσει εξαιρετικές εικόνες του γυμνού σώματος, στην προκειμένη περίπτωση πώς χειριστήκατε το όλο ζήτημα;
Φυσιολογικά. Όπως φυσικά ήρθε από τους ίδιους τους ηθοποιούς. Δεν ζήτησα τίποτα απολύτως να συμβεί κι ό,τι προέκυψε, προέκυψε γιατί οι ίδιοι οι ηθοποιοί στους αυτοσχεδιασμούς τους και στις δράσεις τους το πρότειναν. Για παράδειγμα στη σκηνή που ο Πέτρος συναντά την Ελένη και της λέει «ωραία είστε εδώ, να σε πάρω για όλη τη νύχτα να σε κάνω δική μου», γδύνεται ως πελάτης από μόνος του. Ο ηθοποιός το πρότεινε αυτό, με σκοπό ο πελάτης να εξευτελίσει την ίδια την ηρωίδα και ξεφτιλίζοντας και τον ίδιο του το εαυτό. Νομίζω ότι οι αυτοσχεδιασμοί κι όλες οι διαδικασίες που κάναμε στις πρόβες οδήγησαν τους ηθοποιούς να βγάλουν την πιο ακραία πλευρά του ρόλου τους.
Μπήκατε στον πειρασμό να μιλήσετε με κάποιες από αυτές τις γυναίκες που σήμερα δρουν σε αυτούς τους χώρους;
Ναι. Μιλήσαμε και με την πρόεδρο του σωματείου Ελλήνων Ιερόδουλων, την κυρία Κανελλοπούλου και μας είπε πάρα πολλά πράγματα, ιστορίες και περιστατικά. Η ίδια έχει μια πολύ διαφορετική εκδοχή, πιστεύει σε αυτό το επάγγελμα πάρα πολύ κι είναι προς τιμήν της που το υποστηρίζει. Μιλήσαμε μαζί της και για τις καλές και για τις κακές πλευρές του. Ερευνήσαμε πάρα πολλά πράγματα πριν ξεκινήσουμε να μπούμε στη διαδικασία. Διάβασα πολλές ιστορίες, αφηγήσεις κ.τ.λ.
Θεωρείτε ότι ακόμα και σήμερα αντιμετωπίζουμε με υποκρισία και συντηρητισμό το ζήτημα της πορνείας;
Νομίζω ναι. Ίσως μάλιστα πολύ περισσότερο σήμερα. Μπορεί να υπάρχει μια μεγαλύτερη άνεση στις μέρες μας, με την έννοια ότι είμαστε πιο συμβιβασμένοι με το θέμα, όμως ταυτόχρονα τα πράγματα είναι πολύ πιο σκληρά αυτήν τη στιγμή, πολύ πιο ακραία και πολύ πιο δύσκολα για αυτές τις γυναίκες. Επιπλέον, σίγουρα η κοινωνία δεν τις αντιμετωπίζει με τον καλύτερο τρόπο.
Ταυτότητα παράστασης: σκηνοθεσία - σκηνικά – χορογραφία: Κωνσταντίνος Ρήγος. Διασκευή - Δραματουργική επεξεργασία: Έρι Κύργια. Συνεργάτης Σκηνογράφος: Μαίρη Τσαγκάρη. Κοστούμια: Νατάσα Δημητρίου. Μουσική: Δημοσθένης Γρίβας. Φωτισμοί: Αλέκος Γιάνναρος. Βοηθός σκηνοθέτη: Άγγελος Παναγόπουλος.
Παίζουν: Νίκος Αλεξίου, Κωνσταντίνος Ασπιώτης, Ευγενία Δημητροπούλου, Μαρία Κίτσου, Ελένη Κοκκίδου, Κωνσταντίνα Μιχαήλ, Παναγιώτης Μπουγιούρης, Άλκηστις Πουλοπούλου, Φοίβος Ριμένας, Νικόλας Στραβοπόδης, Θεοδώρα Τζήμου, Έλενα Τοπαλίδου, Γιάννης Τσεμπερλίδης, Νίκος Ψαρράς.
Πληροφορίες: Εθνικό Θέατρο- Θέατρο Rex, σκηνή «Μαριάννα Κοτοπούλη» (Πανεπιστημίου 48). Τιμές εισιτηρίων: 21, 15, 12 ευρώ (φοιτητικό), κάθε Πέμπτη ενιαία τιμή 13 ευρώ. Προπώληση: 210.3301881, 210.5288170-171, 210.7234567 (μέσω πιστωτικής κάρτας) και στο www.n-t.gr.
MΑΝΙΑ ΣΤΑΪΚΟΥ