Κριτική θεάτρου: «Ο καλός άνθρωπος του Σετσουάν»
«Η Στεφανία Γουλιώτη (πίσω, καθισμένη) χειρίστηκε εξαιρετικά την διπλή της προσωπικότητα. Ο Σωτήρης Τσακομίδης (μπροστά, με την ντουντούκα) ήταν ιδιαίτερα απολαυστικός».
Η Ελένη Πετάση γράφει κριτική για την παράσταση «Ο καλός άνθρωπος του Σετσουάν» του Μπέρτολτ Μπρεχτ που ανέβηκε σε σκηνοθεσία της Κατερίνας Ευαγγελάτου στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών.
«Τον τελευταίο καιρό, από τότε που οι ειδήσεις είναι τόσο άσχημες, υπερασπίζομαι με πάθος το πρωινό μου, μάλιστα αναρωτιέμαι αν θα ήταν καλύτερα να μην ακούω ραδιόφωνο...», έγραφε ο Μπρεχτ στο ημερολόγιό του, την περίοδο της εξορίας του, εποχή που σχεδίαζε τον «Καλό άνθρωπο του Σετσουάν» (1930-1941) και που στη διάρκειά της ο κόσμος υπέφερε από την παγκόσμια οικονομική κρίση, η οποία ταυτίστηκε με την έναρξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει και στις μέρες μας, που τα δελτία ειδήσεων μας βομβαρδίζουν με την απαισιοδοξία μιας ανάλγητης πραγματικότητας. Αλλά και η παραβολή του Γερμανού θεατράνθρωπου -όπως τα περισσότερα κείμενά του- βρίσκουν φλέβα ανοιχτή την παρούσα στιγμή.
Γι' αυτό δεν είναι τυχαίο που τρεις αθηναϊκές σκηνές, κατά την τρέχουσα σεζόν, παρουσιάζουν έργα του: «Ο αφέντης Πούντιλα και ο δούλος του ο Μάτι», «Η Αγία Ιωάννα των Σφαγείων» και «Ο καλός άνθρωπος του Σετσουάν».
Σ΄ αυτό το τελευταίο -το πιο ανθρώπινο πόνημα του Μπρεχτ- ο μαρξιστής συγγραφέας θέτει ένα υπαρξιακό και ηθικά αδιέξοδο πρόβλημα: μπορεί κανείς να είναι καλός μέσα σε μια διεφθαρμένη κοινωνική συνθήκη, όπου βασιλεύουν η ανέχεια και η αδικία; Οταν μάλιστα ακόμα και οι Θεοί τοποθετούν τον επιλεγμένο από τους ίδιους μοναδικό «καλό άνθρωπο» (την αγαθή πόρνη Σεν Τε) σε ένα τέτοιο πλαίσιο εμπορευματικής συναλλαγής, που αναγκάζεται να αποκτήσει ένα alter ego (τον κυνικό «εξάδελφο» Σούι Τα), για να μπορέσει να αντιμετωπίσει την εκμετάλλευση του κόσμου.
Στην έκθεση του θεμελιώδους ερωτήματος, δεν είναι τυχαίο που ο Μπρεχτ τοποθετεί τα δρώμενα στο Σετσουάν, μια απομακρυσμένη περιοχή της Κίνας, καθώς αφενός μεν δεν αφήνει το θεατή να ταυτιστεί με την παραμυθένια αχλή του μύθου, αφετέρου δε υποδεικνύει πως το καλό και το κακό, που διχάζουν την ανθρώπινη ψυχή, απηχούν τον ατέρμονο φιλοσοφικό διάλογο, ο οποίος συνδέει τα μυθολογικά χρόνια με την εποχή μας.
Εχουμε συνηθίσει να βλέπουμε τις μπρεχτικές δημιουργίες μέσα από ένα στεγνό μουσειακό πρίσμα. Η Κατερίνα Ευαγγελάτου, χρησιμοποιώντας την διαυγή μετάφραση της Αννυς Κολτσιδοπούλου, έκανε ακριβώς το αντίθετο, προσεγγίζοντας το έργο από μια ανορθόδοξη, φρέσκια οπτική γωνία. Η παράστασή της, ανάλαφρη και παιγνιώδης, ευφάνταστη και ποιητική, με απροσδόκητο χιούμορ και αφοπλιστική αθωότητα, πήρε πολλές ελευθερίες, χωρίς όμως να απομακρυνθεί από την ουσία του κειμένου. Αν κάτι ίσως χρειαζόταν, ήταν μια σύμπτυξη του λόγου, ώστε να μειωθεί η διάρκειά της.
«Η Κατερίνα Ευαγγελάτου παρουσίασε τη φρέσκια οπτική γωνία του έργου».
Ο άδειος επικλινής σκηνικός χώρος (Εύα Μανιδάκη), που ζωντάνεψε από τους εξαιρετικούς φωτισμούς του Σάκη Μπιρμπίλη και τις ποικίλες εμπνευσμένες επεμβάσεις της σκηνοθεσίας (όπως η καταρρακτώδης βροχή ή τα κομφετί που έπεφταν στο πάτωμα, δημιουργώντας ένα τοπίο ποιητικό), οι ειρωνικές εφευρετικές μάσκες (οι τρεις θεοί με μεγεθυμένα σύγχρονα πρόσωπα) της Μάρθας Φωκά, τα εύηχα, ζωντανά ερμηνευμένα τραγούδια του Σταύρου Γασπαράτου (στη θέση της μουσικής του Πάουλ Ντεσάου) και η δραστική κινησιολογία της Πατρίτσια Απέργη, συνηγόρησαν στην αναζωογόνηση του έργου.
Η παράσταση ξεκίνησε με τον ίδιο τον Μπρεχτ να εξηγεί στο κοινό με εύφορη διάθεση τις θεωρητικές αρχές του αλλά και να σχολιάζει την σημερινή εγχώρια πραγματικότητα (ο Σωτήρης Τσακομίδης, καπνίζοντας ένα μεγάλο πούρο, κρατώντας ένα τηλεβόα και μιλώντας άπταιστα γερμανικά, ήταν ιδιαίτερα απολαυστικός). Και τελείωσε -τώρα όμως απολογητικά- απευθυνόμενος στους θεατές από τους ηθοποιούς και το συγγραφέα. Αυτός ο ευφυής επίλογος, που δεν δίνει καμία λύση αλλά μας βυθίζει σε σκέψεις, υπογραμμίστηκε εύστοχα, καθώς ο καλά οργανωμένος οκταμελής θίασος (που επωμίστηκε πολλαπλούς ρόλους) αποχώρησε από τη σκηνή, παίρνοντας μαζί του κάθε ελπίδα για την ανατροπή της ανθρώπινης φύσης.
Οι ερμηνείες ήταν όλες ενός επιπέδου. Ιδιαίτερη μνεία στη Στεφανία Γουλιώτη, που χειρίστηκε εξαιρετικά τη διπλή της προσωπικότητα: ως Σεν Τε, μετέδωσε την αφέλεια μιας καλοπροαίρετης ψυχής, και ως ξάδελφος Σουί Τα μεταμορφώθηκε -ακόμα και σωματικά- σε έναν πειστικά αδίστακτο «προστάτη».
ΕΛΕΝΗ ΠΕΤΑΣΗ [email protected]