Κριτική θεάτρου:«Κόκκινα φανάρια»
Τα κορίτσια των κόκκινων φαναριών, από αριστερά: Μαρία Κίτσου, Αλκηστις Πουλοπούλου, Ευγενία Δημητροπούλου και Κωνσταντίνα Μιχαήλ.
Η Ελένη Πετάση γράφει κριτική για την παράσταση «Κόκκινα φανάρια» του Αλέκου Γαλανού που παρουσιάζονται στο Εθνικό Θέατρο σε σκηνοθεσία του Κωνσταντίνου Ρήγου.
Ζούσαν στην απεραντοσύνη του τίποτα. Κρυμμένες πίσω από ψεύτικα ονόματα, δουλεύοντας δωδεκάωρα, στοιβαγμένες δέκα ή και είκοσι σε κάθε οίκο ανοχής με ψευτοερωτύλους νταβατζήδες, πελατεία που ξεπερνούσε καθημερινά τις 100 βίζιτες και ουτοπικά όνειρα.
Μια σειρά από δακρύβρεχτες σκληρές ιστορίες συνοδεύουν τις ιερόδουλες της Τρούμπας, περιοχή ανδρικής εκτόνωσης που μεσουράνησε στον Πειραιά μέχρι το 1956 -τότε ψηφίστηκε ο νόμος σύμφωνα με τον οποίο οι πόρνες περιορίστηκαν σε δύο ανά σπίτι- και έσβησε το 1967 με την απαγόρευσή τους από το δήμαρχο Αριστείδη Σκυλίτση.
Εκείνη την εποχή, τη γεμάτη πάθη και εξευτελισμένους ανθρώπους, περιέγραψε πριν από 50 χρόνια στο θεατρικό του έργο ο Αλέκος Γαλανός, για να γίνει αμέσως μετά ταινία με εξαιρετική επιτυχία.
Τώρα αναβιώνει στη σκηνή του «Ρεξ» σε μια «ακατάλληλη για ανηλίκους» παράσταση, όπως διαφημίζεται, και σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Ρήγου. Ωστόσο ούτε το θέαμα είναι τόσο ακραίο όσο αναμενόταν ούτε η σκηνοθεσία σοκάρει. Εχουμε πια συνηθίσει στις γυμνές περιβολές και ερωτικές συνευρέσεις, χρειάζεται το μαχαίρι να μπει στο κόκαλο για να ταράξει τον εφησυχασμό μας. Αυτό δεν σημαίνει ότι έχουν εκλείψει τα πορνεία ή η εξοντωτική εκμετάλλευση γυναικών -κυρίως μετανάστριες γειτονικών χωρών. Αλλά οι μελοδραματικοί προβληματισμοί στα «Κόκκινα φανάρια» φαντάζουν πια γραφικοί και η επικαιροποίησή τους (παραπέμποντας στα «Studio» που κατακλύζουν με τις φωτεινές επιγραφές τους την Αθήνα) δεν συνθέτει επαρκώς τη σημερινή ελληνική πραγματικότητα.
Παρ' όλα αυτά ο γνωστός χορογράφος έστησε το σπίτι της Μαντάμ Παρί με σύγχρονη αισθητική, προσέθεσε τη μαρτυρία ενός σημερινού θύματος, επεδίωξε να δείξει το ανθρώπινο πρόσωπο των ηρωίδων, απομόνωσε τις ιδιωτικές τους στιγμές μέσα από μαυρόασπρες βιντεοπροβολές γυρισμένες επί τόπου από έναν κινηματογραφιστή (μνήμη από τον νεορεαλιστικό κινηματογράφο εκείνης της εποχής, αλλά και εύρημα που συχνά βλέπουμε τελευταία σε εγχώριες και ξένες παραγωγές) και έδωσε έμφαση στη σωματικότητα (η γυμνή χορευτική επίδειξη της Ελενας Τοπαλίδου στην έναρξη της παράστασης ήταν συγκλονιστική και κρίμα που δεν αποτέλεσε τον άξονα των δράσεων). Αν κάτι έλειπε από τη σκηνοθεσία, ήταν μια πιο ενορχηστρωμένη ματιά, που θα έδινε συνοχή στα τεκταινόμενα.
Η ανατομία αυτής της κολασμένης απόλαυσης ξεπήδησε, λοιπόν, μέσα από αποσπασματικές σεκάνς προσωπικών εμπειριών που κυμαίνονταν από την κυνική παρουσία της Μαντάμ Παρί (Ελένη Κοκκίδου), μέχρι την ευάλωτη, παραπλανημένη Ελένη της Μαρίας Κίτσου, που μάταια αποσκοπεί στη φυγή της, από την πληθωρική, απογοητευμένη Μαίρη της Κωνσταντίνας Μιχαήλ, μέχρι την αυτοκτονική Μαρίνα της Θεοδώρας Τζήμου, που ξεστομίζει απεγνωσμένα το περίφημο «Ντόρη μη φύγεις θα φαρμακωθώ» και από την ταλαιπωρημένη Αννα της Αλκηστις Πουλοπούλου, μέχρι την επαγγελματία φιλόδοξη πόρνη της Ευγενίας Δημητροπούλου. Δίπλα τους κινούνται μια σειρά από κατακάθια της κοινωνίας: ο αδίσταχτος μαστροπός Μιχαήλος (Νίκος Ψαρράς), ο σκληροτράχηλος εκμεταλλευτής Ντόρης (Παναγιώτης Μπουγιούρης), ένας χαμένος τραβεστί (Γιάννης Τσεμπερλίδης). Αλλά και πελάτες: από τον σεξουαλικά πρωτόβγαλτο Αγγελο (Νικόλας Στραβοπόδης), τον ερωτευμένο ναυτικό που βρίσκει τραγικό τέλος (Νίκος Αλεξίου) και το διαψευσμένο Πέτρο (Κωνσταντίνος Ασπιώτης).
Η παράσταση διέθετε, σε γενικές γραμμές, καλοδουλεμένες ερμηνείες. Με εξαίρεση την Ελένη Κοκκίδου, που παρέμεινε στην επιφάνεια των πραγμάτων και ενίοτε υπερέβαλε ενοχλητικά.
ΕΛΕΝΗ ΠΕΤΑΣΗ - [email protected]