Κριτική: Φρενήρης ρυθμός

sose-stegi
ΤΡΙΤΗ, 13 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2018

Από την Ελένη Πετάση.

Μία από τις πιο αστείες παραστάσεις που έχω παρακολουθήσει στις οποίες το γέλιο του κοινού (και το δικό μου) έρεε αβίαστο ήταν το «Σώσε» του Μάικλ Φρέιν (Noises Off, 1982), σε σκηνοθεσία Ανδρέα Βουτσινά. Βέβαια, σ’ αυτή την ξεκαρδιστική φάρσα η ρεαλιστική αντιμετώπισή της εκμαίευε, μέσα από τις εμφανείς αδυναμίες και αστοχίες των προσώπων, κωμικοτραγικές καταστάσεις. Η δε φυσικότητα και αμεσότητα στο παίξιμο των ηθοποιών της Ελεύθερης Σκηνής -Ντίνος Ηλιόπουλος, Σταμάτης Φασουλής, Άννα Παναγιωτοπούλου, Μίρκα Παπακωνσταντίνου, Γιώργος Κιμούλης, Μίμης Χρυσομάλλης, Μίνα Αδαμάκη, Πέπυ Ζούνη, Τάσος Πεζιρκιανίδης- αποτελούσε τον κύριο μοχλό για να αναδειχτεί το παράλογο και κατ’ επέκταση το χιούμορ του έργου.

 Αντίθετα, η πρόσφατη «μετα-φάρσα» του Έκτορα Λυγίζου (στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών), παγιδευμένη σε μία εγκεφαλική σχηματοποίηση, αφαίρεσε τους χυμούς του κειμένου και η άψογη μεν αλλά μηχανιστική προσέγγισή του σύνθλιψε τους κωμικούς κώδικες. Στο «Σώσε» -θέατρο μέσα στο θέατρο- ένας περιοδεύων θίασος της συμφοράς ανεβάζει ένα επίσης θεατρικό κείμενο της συμφοράς με τίτλο «Να γδύσουμε τους ντυμένους». Στην πρώτη πράξη, που εξελίσσεται κατά τη διάρκεια της γενικής πρόβας, οι ηθοποιοί μάταια προσπαθούν να υποδυθούν τους ρόλους τους. Ένας αλκοολικός και βαρήκοος, που υποδύεται έναν κλέφτη, όλο εξαφανίζεται, η οικονόμος του σπιτιού δεν θυμάται πού έχει βάλει το πιάτο με τις σαρδέλες, μια άλλη ξεχνά τα λόγια της, ο σκηνοθέτης πίνει βάλιουμ και πολλά άλλα ευτράπελα. Ωστόσο, όλα τα φαρσικά ευρήματα μένουν ανεκμετάλλευτα. Στην πρωτότυπη δεύτερη πράξη βρισκόμαστε στα παρασκήνια του θεάτρου. Η παράσταση παίζεται εκτός του οπτικού μας πεδίου αλλά ενώ πρέπει να την ακούμε, δεν την ακούμε, και ταυτόχρονα παρακολουθούμε τις μιμικές κινήσεις των ερμηνευτών που εκφράζουν τον εκφυλισμό των προσωπικών τους σχέσεων. Στην τρίτη πράξη ο θίασος έχει φτάσει στο τέλος της περιοδείας του και βλέπουμε πάλι την παράσταση από το προσκήνιο ή μάλλον το απόλυτο χάος καθώς όλα έχουν πια διαλυθεί.

Η πειραγμένη διασκευή του Λυγίζου υπονομεύει το δισυπόστατο των προσώπων και, όπως ο ίδιος παραδέχεται, «οι ρόλοι/περσόνες έρχονται να καταβροχθίσουν σαν ζόμπι τους ίδιους τους ηθοποιούς». Καταβροχθίζουν ωστόσο και την ανθρώπινη υπόστασή τους. Από την άλλη, η παράσταση διατηρεί έναν καλοδουλεμένο φρενήρη ρυθμό. Τα απειράριθμα ανεβοκατεβάσματα από τις σκάλες και οι συνεχείς είσοδοι-έξοδοι από διαφορετικές πόρτες που συνιστούν την εντυπωσιακή εγκατάσταση της Κλειούς Μπομπότη, εκτελούν με υψηλή ενέργεια, πειθαρχία και αυταπάρνηση οι: Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης, Μιχάλης Κίμωνας, Γιάννης Κλίνης, Σοφία Κόκκαλη, Έμιλυ Κολιανδρή, Έκτορας Λυγίζος, Άννα Μάσχα, Άρης Μπαλής, Αρετή Σεινταρίδου. 

ΕΛΕΝΗ ΠΕΤΑΣΗ / [email protected]