Κριτική: «H Κουζίνα» του Άρνολντ Γουέσκερ
Από την Ελένη Πετάση.
Μπορεί οι κατσαρόλες να μην άχνιζαν και τα τηγάνια να μην έπαιρναν φωτιά αλλά η ξέφρενη χορογραφία που - εκτός από την ζωντανή προετοιμασία φαγητού - δέσποζε στην παράσταση του Εθνικού Θεάτρου της Αγγλίας (αναμεταδόθηκε απευθείας στο Μέγαρο Μουσικής το 2011) πραγματοποιήθηκε με ακρίβεια στη σκηνοθεσία του Γιώργου Νανούρη. Και ας διέθετε μόνο 11 ηθοποιούς (αντί για 20).
Η Κουζίνα (1957) του Άρνολντ Γουέσκερ θεωρείται ένα από τα εμβληματικά πολιτικοκοινωνικά έργα της μεταπολεμικής Αγγλίας. Παρότι όμως γνώρισε μεγάλη επιτυχία, ευνοημένο από τα αδιέξοδα της εποχής του, δεν μπορεί να πει κανείς πως πρόκειται για ένα ιδιαίτερα αξιόλογο κείμενο.
Από την άλλη, ο συγγραφέας του, ένας από τους σημαντικούς Young angry men της γενιάς του '50 αρχές του '60 - καλλιτέχνες που δημιούργησαν μια νέα κίνηση στο βρετανικό θέατρο - που ασχολήθηκε με τα προβλήματα της εργατικής τάξης και τα διαψευσμένα όνειρα της νεολαίας, δεν κατόρθωσε στη συνέχεια να αφήσει ισχυρό στίγμα, όπως για παράδειγμα έκανε ο Πίντερ.
Στο συγκεκριμένο έργο η κουζίνα ενός λονδρέζικου εστιατορίου σε ώρα αιχμής φλέγεται από ενέργεια. Την απαρτίζουν σεφ, μάγειρες, ζαχαροπλάστες, βοηθοί και σερβιτόρες από τα τέσσερα σημεία της ναυτικής πυξίδας, όλοι τους εγκλωβισμένοι σε ακατάλληλες συνθήκες εργασίας και παγιδευμένοι σε προσωπικές συγκρούσεις που φθάνουν μέχρι τον ρατσισμό.
Στη διασκευή του Νανούρη οι ερμηνευτές μετέφεραν στη σκηνή τα πραγματικά τους ονόματα επιδιώκοντας να δώσουν την αίσθηση μιας ρεαλιστικής απεικόνισης της σύγχρονης πραγματικότητας. Κάποιες προσθήκες επίσης - όχι πάντα επιτυχημένες - είχαν τον ίδιο στόχο: ένα απόσπασμα από την Κική Δημουλά, ενα ρεμπέτικο της Ιωάννας Γεωργακοπούλου, η αφήγηση της ανατριχιαστικής παιδοκτονίας στο ποίημα Μαρία Φαρράρ του Μπρεχτ κ.ά.
Το πρόβλημα, όμως, της παράστασης είναι ότι το μήνυμα του έργου δεν «κατεβαίνει» στην πλατεία και από τις εσωτερικές αναστατώσεις των προσώπων δεν φαίνεται τίποτα στην «πρόσοψη» της καταπιεσμένης ζωής τους. Οι πολυεθνικοί ήρωες, δηλαδή, δεν έχουν εδώ τα σαφή εθνικά χαρακτηριστικά που υποστηρίζουν το κείμενο του Γουέσκερ με τη δική τους δυναμική.
Αυτό οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι η σκηνοθεσία επικεντρώθηκε στο θέαμα. Γεγονός που σχολιάστηκε αρνητικά και στην βρετανική παραγωγή. Ένα θέαμα, ωστόσο, άψογα εκτελεσμένο από τους νέους, ενθουσιώδεις ηθοποιούς που, ως ένα σημείο, κάλυπτε ακόμα και την απειρία τους στον λόγο ενώ, πέρα από την απόλυτα συγχρονισμένη κίνησή τους (προέκυψε μάλιστα από τη συνεργασία τους με τον σκηνοθέτη και όχι από κάποιο χορογράφο), πλαισιωνόταν από τη «μουσική» που παρήγαγαν οι ίδιοι χρησιμοποιώντας καθημερινά αντικείμενα της κουζίνας (στο ύφος των Stomp).
ΕΛΕΝΗ ΠΕΤΑΣΗ / [email protected]