Κριτική θεάτρου: δύο αντιρατσιστικές παραστάσεις
Φωτογραφία από την παράσταση «Μια γιορτή στου Νούριαν»
Η Ιωάννα Κλεφτόγιαννη γράφει κριτική για τις αντιρατσιστικές παραστάσεις «Μια γιορτή στου Νούριαν» (παίζεται στο θέατρο Πορεία) και «Ο Τηλέμαχος -Should I stay or should I go ?» που ανέβηκε στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών.
Σύμπτωση ή απλώς συγκυριακή αναγκαιότητα; Δυο παραστάσεις πολιτικές, αντιρατσιστικές, δυο παραστάσεις με ήρωες μετανάστες, την ώρα που το μεταναστευτικό κύμα -προς ή από την Ελλάδα- ταράσσει την κοινωνία μας, φιλοξενούνται ταυτόχρονα σε αθηναϊκές σκηνές.
H πρώτη, το «Μια γιορτή στου Νούριαν» του Φόλκερ Λούντβιχ, με ήρωες Έλληνες νοικοκυραίους, της διπλανής πόρτας, που φέρονται εναντίον Πακιστανών και Ιρανών μεταναστών στη Ελλάδα του σήμερα, είναι μια δουλειά που απευθύνεται σε παιδικό, κυρίως εφηβικό κοινό, αλλά μπορεί να αγγίξει και τον ενήλικα (στο θέατρο Πορεία, σε σκηνοθεσία Παντελή Δεντάκη και Βασίλι Κουκαλάνι).
Η δεύτερη είναι «Ο Τηλέμαχος -Should I stay or should I go?» , παράσταση με τη δύναμη, τις αδυναμίες και την αυθεντικότητα του ντοκουμέντου, αφού οι ήρωές του δεν είναι ηθοποιοί αλλά ερασιτέχνες, Έλληνες μετανάστες στη Γερμανία σήμερα και σε παλαιότερες δεκαετίες και το κείμενο της παράστασης, ως επί το πλείστον, η αφήγηση των ζωών τους (στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, σε σκηνοθεσία Ανέστη Αζά και Πρόδρομου Τσινικόρη).
Έχει πραγματικά τεράστιο ενδιαφέρον το γεγονός ότι πρωτότυπος τίτλος του θεατρικού του Λούντβιχ, θεμελιωτή του γερμανικού παιδικού θεάτρου, ήταν «Μια γιορτή στου Παπαδάκη». Ο Έλληνας Γκασταρμπάιτερ της δεκαετίας του 60, ο οποίος αντιμετωπίζεται με αποστροφή από τον νοικοκύρη Γερμανό οικογενειάρχη, στην Ελλάδα του 2012 και 2013 μεταμορφώνεται επιτυχώς σε Νούριαν. Ιρανό πρόσφυγα που πέφτει θύμα του ρατσιστή και μισαλλόδοξου Έλληνα πατέρα. Η παράσταση στο «Πορεία» έχει ζωντάνια, ενέργεια, εν μέρει χιούμορ κι αυτοσαρκασμό, έμμεσο ωστόσο αλλά ηχηρό διδακτισμό (είπαμε, είναι για εφήβους). Με ένα τρόπο μαγικό ήρθε και κλείδωσε στην ελληνική συγκυρία. Όλοι οι ηθοποιοί της παίζουν, μια και απευθύνονται κυρίως σε μικρούς θεατές, ρεαλιστικά, αν και μάλλον γκροτέσκα (ο Βασίλης Κουκαλάνι, η Ηρώ Μπέζου, ο Πέτρος Σπυρόπουλος, ο Γιώργος Δάμπασης, ο Μιχάλης Τιτόπουλος και η Πολυξένη Ακλίδη). Εξαιρετικά τα σκηνικά της Αλεξάνδρας Σιάφκου και του Αριστοτέλη Καρανάνου.
Ο «Τηλέμαχος» στη Στέγη είναι μια παράσταση ντοκουμέντο. Σε μια εποχή προβληματική, στην καρδιά της ύφεσης και της κοινωνικής, πολιτικής, οικονομικής κρίσης, έρχεται να μιλήσει για τις ζωές μας μέσα από τις ζωές τρίτων, μέσα από γκάλοπ-σφυγμομετρήσεις και ταυτόχρονα μέσα από την ομηρική Οδύσσεια. Η παράσταση-ντοκυμαντέρ έχει αδύναμα και δυνατά σημεία. Στα ακαταμάχητα πλεονεκτήματά της είναι οι όλο σάρκα ήρωές του, σύγχρονοι απόγονοι του Οδυσσέα, οι οποίοι με την ειλικρίνεια, την αφέλεια, το ναρκισσισμό και τον αυτοσχεδιασμό του ερασιτέχνη καταθέτουν μαρτυρίες από τις προσωπικές οδύσσειές τους, ενώ ο Τσινικόρης, σε ρόλο Τηλεμάχου-συντονιστή ζωντανεύει, κι ενώ παρακολουθούμε σε γιγαντοπροβολή τον χολιγουντιανό Οδυσσέα του Κερκ Ντάγκλας, αποσπάσματα από το λόγο του Τηλεμάχου στο ομηρικό έπος.
Φωτογραφία από την παράσταση «Ο Τηλέμαχος -Should I stay or should I go?»
Υπάρχουν κοιλιές κι αδύναμοι κρίκοι πέρα από τις δυνατές μαρτυρίες μιας ακόμη εκδοχής του Έλληνα Ζορμπά (Ο Χρήστος Σαραφιανός) και της Ελληνίδας πολιτικοποιημένης πασιονάριας (από το Κόμμα των Πρασίνων στο Βερολίνο βρέθηκε στην Αγορά των Αγανακτισμένων του 2011) Σοφίας Αναστασιάδου. Στα δυνατά σημεία του σκηνικού ντοκουμέντου είναι και τα μαγνητοσκοπημένα γκάλοπ στα οποία τίθεται σε Γερμανούς και σε Έλληνες ένα ερώτημα «να μείνω στην Ελλάδα της κρίσης ή να φύγω;». Από τις πιο απολαυστικές και σε σημεία, αποκαρδιωτικές στιγμές της παράστασης, η οποία καταλήγει κλείνοντας το μάτι στο θεατή. Ο πατσάς που έψηνε επί σκηνής ο Σαραφιανός, στο τέλος σερβιρίζεται στους σκηνικούς ήρωες παραπέμποντας στην εικόνα της εξαθλιωμένης Αθήνας των συσσιτίων.
Ο «Τηλέμαχος» δένει τα διαφορετικά συστατικά του πειστικά και εύστοχα, αν και χρειάζεται ψαλίδι και επεξεργασία στη περσόνα του Γερμανού, ο οποίος αναπαραγάγει με ενοχλητικό τρόπο τα στερεότυπα που θέλουμε οι Έλληνες να ακούσουμε περί μνησίκακων σαδιστών Γερμανών που τα έχουν βάλει στα καλά καθούμενα με τον ηρωικό ελληνικό λαό. Είναι αρετή της παράστασης που πριν την Αθήνα παρουσιάστηκε με επιτυχία στο Βερολίνο η μακριά από εξωραϊσμούς σκιαγράφηση ενός κομματιού της παθογένειας της σύγχρονης ελληνικής ταυτότητας.
ΙΩΑΝΝΑ ΚΛΕΦΤΟΓΙΑΝΝΗ