Κριτική: «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε» του Λουίτζι Πιραντέλο
Από την Ελένη Πετάση.
«Απόψε αυτοσχεδιάζουμε, μια παράσταση βασισμένη σε ένα θέμα του Λουίτζι Πιραντέλο» είναι ο τίτλος που -πολύ σωστά- έδωσε ο Δημήτρης Μαυρίκιος στη διασκευή του έργου που φέρει την υπογραφή του.
Γιατί, παρόλο που η δραματουργία ακολουθεί το πνεύμα του συγγραφέα, η δική του εκδοχή κρατάει μέρη του κειμένου, προσθέτει αποσπάσματα από άλλα έργα (όπως το «Εξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα»), δίνει έμφαση σε ιστορικές παραστασιακές αναφορές, σε αυτοβιογραφικά στοιχεία του ίδιου και των ηθοποιών του.
Η αυτο-αναφορικότητα επεκτείνεται στο σκηνικό (Δημήτρης Πολυχρονιάδης) και τα κοστούμια (Νίκη Ψυχογιού) που ανασύρθηκαν από τις αποθήκες του Εθνικού Θεάτρου, με αποκορύφωμα το άγαλμα δύο νέων από το «Ρωμαίος και Ιουλιέττα» (ανέβηκε πριν 30 χρόνια σε σκηνοθεσία του Μαυρίκιου και με πρωταγωνίστρια τη Λυδία Φωτοπούλου).
Η πιο σημαντική, όμως, αναφορά γίνεται στον Μάνο Χατζιδάκι. Αρχικά με τα λόγια του συνθέτη που προλόγισαν την πιραντελική παράσταση του Δημήτρη Μυράτ (1961-62) και με τα οποία ο Μαυρίκιος -ως σκηνοθέτης και στον ρόλο του σκηνοθέτη- μας εισάγει στη δική του δημιουργία: «Δεν είναι φώτα, δεν είναι σκηνικό. Είναι οι άνθρωποι, εσείς και εγώ».
Και έπειτα με τα υπέροχα τραγούδια του Μάνου για την συγκεκριμένη παράσταση, τα οποία διασκεύασε εξαιρετικά ο Νίκος Κυπουργός: «Το μαντολίνο» (με την θαυμάσια φωνή της Λιλής Νταλανίκα), «Η πέτρα» και «Ο ταχυδρόμος πέθανε» που, ερμηνεύει συγκλονιστικά σε βίντεο, μεταμορφωμένος σε μια άφυλλη περσόνα, ο Νίκος Καραθάνος.
Άρτιες μαυρόασπρες κινηματογραφικές προβολές (από τον σκηνοθέτη και τον Άγγελο Παπαδόπουλο), εξάλλου, συνοδεύουν τα δρώμενα μεγεθύνοντας πρόσωπα και χαρακτηριστικές στιγμές τους - στοιχείο που ήθελε και ο πρωτοπόρος Πιραντέλο, δεκαπέντε χρόνια πριν ζητήσει ο Τενεσσί Ουίλιαμς την δική τους συμβολή για τον «Γυάλινο κόσμο» του.
Στο πρωτότυπο κείμενο ένας θίασος ετοιμάζεται να αυτοσχεδιάσει πάνω στο διήγημα του νομπελίστα συγγραφέα «Λεονόρα, αντίο!».
Οι ηθοποιοί μπαινοβγαίνουν στους ρόλους τους, συζητούν μεταξύ τους, έρχονται σε αντιπαράθεση με τον «σκηνοθέτη» και στο τέλος αποφασίζουν να ανεβάσουν μόνοι τους το έργο.
«Το θέατρο μέσα στο θέατρο», ένα θέατρο αντικατοπτρισμών, ένα θέατρο όπου τα όρια μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας συγχέονται - ο τρόπος, δηλαδή, που χρησιμοποιεί ο Πιραντέλο για να εκφράσει τη φιλοσοφία του πάνω σε ουσιαστικά θέματα της σκηνικής τέχνης.
Η υπερβολικά σύνθετη διασκευή του Δημήτρη Μαυρίκιου, με δραματουργικές ρωγμές που έχουν ως αποτέλεσμα να χάνεται σε κάποια σημεία ο ειρμός, δεν διευκολύνουν την κατανόηση του έργου. Πιστή στο πρωτότυπο μένει μόνο το φινάλε το οποίο ερμηνεύει εξαιρετικά η Γιούλικα Σκαφιδά. Δεν ισχύει όμως το ίδιο για την ισχνή παρουσία του παρτενέρ της (Αλέξανδρος Βάρδης).
Ωστόσο αυτή η «παράσταση μνήμης» εμπεριέχει μια καταλυτική ποιητική ατμόσφαιρα και, ενδυναμώνοντας το παιχνίδι των αντικατοπτρισμών, ανασύρει εκπληκτικά σκηνογραφικά επιτεύγματα, όπως την αμφιθεατρική πλατεία θεάτρου με θεατές/κούκλες στο βάθος της σκηνής, που παρουσιάστηκε στην έκθεση της Εθνικής Πινακοθήκης «Ενδυμα θεάτρου» (2003).
Και όταν οι ηθοποιοί αφήνουν κατά μέρος το δραματικό τους πρόσωπο για να «υποδυθούν» τον εαυτό τους, αποκαλύπτοντας την εσώτερη διάρθρωση των ψυχών τους, δημιουργούν ένα γόνιμο πεδίο που ξεχειλίζει από συναισθηματισμό.
Η Λυδία Φωτοπούλου, παρ όλη την μανιέρα της, αλωνίζει τη σκηνή και συγκινείται όταν ακούει την ηχογραφημένη νεανική φωνή της στο ρόλο της Ιουλιέττας.
Η Ράνια Οικονομίδου, κατακτώντας υψηλά επίπεδα υποκριτικής, θυμάται ότι με την προτροπή του Χατζιδάκι αποφάσισε αντί για αρχιτέκτων να γίνει ηθοποιός.
Και ο 92χρονος Γιάννης Βογιατζής, σ αυτή την κορυφαία στιγμή της καριέρας του, εξομολογείται: «Ο μόνος τρόπος για να μην πεθάνω, είναι να βρίσκομαι στη σκηνή. Αυτή μου δίνει ζωή... Θα πρέπει να πεθάνω πάνω στη σκηνή. Για να μείνω αθάνατος».
ΕΛΕΝΗ ΠΕΤΑΣΗ / [email protected]