Κριτική θεάτρου: «Αχ αυτά τα φαντάσματα»
Οι πρωταγωνιστές της παράστασης, Βασίλης Χαραλαμπόπουλος και Φαίη Ξυλά. Πίσω ο Αρης Σερβετάλης και αριστερά ο Αλέξανδρος Λογοθέτης.
Η Ελένη Πετάση γράφει κριτική για την παράσταση «Αχ αυτά τα φαντάσματα» του Εδουάρδο ντε Φιλίππο που παρουσιάζεται σε σκηνοθεσία του Γιάννη Κακλέα στο θέατρο Βρετάνια.
Μια υποβλητική παλιά έπαυλη, που γύρω της σφύζει από ζωντάνια κάποια άχρονη λαϊκή ναπολιτάνικη γειτονιά (σκηνικά Μανώλης Παντελιδάκης), με μπουγάδες να απλώνονται πάνω από τα κεφάλια των θεατών και «πλήθος» κόσμου να κατακλύζει το σκηνικό τοπίο, αποτελούν την πληθωρική, πολύχρωμη και κινησιολογικά εύρωστη έναρξη της παράστασης του Γιάννη Κακλέα. Για να ακολουθήσει μια κωμικοτραγική ιστορία με φαντάσματα που δεν είναι αληθινά φαντάσματα και ανθρώπους οι οποίοι παραπαίουν ανάμεσα στην απληστία και τη ματαιοδοξία, το ψεύδος και τη βολική καπηλεία της ψευδαίσθησης.
Αυτός ο μετεωρισμός μεταξύ πραγματικού και φανταστικού δίνει την ευκαιρία στον Εντουάρντο ντε Φίλιππο να καυτηριάσει τις σκοτεινές πλευρές της πανανθρώπινης ψυχής, όπως του κεντρικού του ήρωα Πασκουάλε.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Στο «Αχ! αυτά τα φαντάσματα», ένα «στοιχειωμένο» σπίτι παραχωρείται δωρεάν στον προαναφερθέντα αδύναμο φτωχοδιάβολο, ο οποίος, προσπαθώντας να επιβιώσει, αψηφά τις ανησυχητικές φήμες και ονειρεύεται να θησαυρίσει, μεταμορφώνοντάς το σε «boutique Hotel». Τόσο ώστε να στρουθοκαμηλίζει μπροστά στην αλήθεια και να λαδώνεται από τον εραστή της αγαπημένης γυναίκας του, θέλοντας να τον βλέπει ως γενναιόδωρο φάντασμα.
Από εκεί και πέρα, τα εύφορα όσο και μελαγχολικά «μπερδέματα» εξελίσσονται μέσα σε έναν καταιγιστικό ρυθμό, καθώς ο Ιταλός θεατράνθρωπος, ακολουθώντας την παράδοση των Εντουάρντο Σκαρπέτα και Ραφαέλε Βιβιάνι, εκτινάσσει την καθημερινότητα σε μία παράλογη κατάσταση παροξυσμικής τρέλας.
Το έργο, που πρωτοπαρουσίασε στην Ελλάδα ο Κάρολος Κουν (1948) και έγινε αργότερα ευρύτερα γνωστό από τη νεορεαλιστική κινηματογραφική μεταφορά του Ρενάτο Καστελάνι, με τον Βιτόριο Γκάσμαν και τη Σοφία Λόρεν (1967) στους πρωταγωνιστικούς ρόλους, παρ’ όλη την κριτική του διάθεση, αντιμετωπίζει ωστόσο με κατανόηση τον ταλαιπωρημένο λαϊκό άνθρωπο -ιδιαίτερα του ιταλικού Νότου- που πασχίζει να επιπλεύσει με κάθε μέσο σε έναν άδικο κόσμο.
Ο Γιάννης Κακλέας υποστηρίζει γενναία τη σκηνοθετική του γραμμή που, όπως ο ίδιος δηλώνει, παντρεύει την Comedia Dell' Arte με ένα πιραντελικό πνεύμα. Γλιστρώντας από το νεορεαλισμό, παραδίδει μια παράσταση ροκ με αισθητική των κόμικς, μεταμορφώνοντας τον περίγυρο του εραστή σε μία δαιμονισμένη «οικογένεια Ανταμς» (η ενδιαφέρουσα ενδυματολογία τους ανήκει στην Ειρήνη Τσακίρη) και διαπλέκοντας με μέτρο το κωμικό και τραγικό στοιχείο.
Με μέτρο διαχειρίζεται και ο Βασίλης Χαραλαμπόπουλος τον Πασκουάλε, ξορκίζοντας την άπληστη φύση του με ευαισθησία και αθωότητα. Παρότι δεν ξεφεύγει από τη συνηθισμένη μανιέρα του, χαμηλώνει τους τόνους και καταφέρνει να πείσει. Αντίθετα, κάποια από τα «φαντάσματα» ενίοτε ξεφεύγουν σε υπερβολές και φωνασκίες που αποδυναμώνουν την παρουσία τους. Αχρωμη η Φαίη Ξυλά, ως ανήσυχη σύζυγος. Γόνιμη η υποκριτική κατάθεση του Αλέξανδρου Λογοθέτη στο ρόλο του μικροαπατεώνα θυρωρού. Εξαιρετικά χτισμένη η μυστηριώδης περσόνα του εραστή-φάντασμα από τον Αρη Σερβετάλη ο οποίος, εκμεταλλευόμενος τη θητεία του στο χορό, αναπτύσσει μια άκρως εντυπωσιακή κινησιολογία.
Η μετάφραση του Θοδωρή Πετρόπουλου μεταφέρει το κείμενο του 1946 στο σήμερα, διανθίζοντάς το με εύστοχα λογοπαίγνια που εκμαιεύουν γέλιο.
ΕΛΕΝΗ ΠΕΤΑΣΗ[email protected]