Οι Παλιοί Καιροί και το παιχνίδι με τον χρόνο στο Κάρολος Κουν
Ο Γιάννης Χουβαρδάς στήνει μια παράσταση με ιδιαίτερη σκηνική παρουσίαση και ωραίες ερμηνείες.
Σκοτάδι. Δυο καναπέδες στη σκηνή, μερικές καρέκλες, κάποια αντικείμενα που συνήθως στολίζουν το καθιστικό ενός ευκατάστατου σπιτιού και πάρα πολλές στημένες κάμερες τοποθετημένες σε διάφορα σημεία της σκηνής. Η μουσική ξεκινάει, τα φώτα πέφτουν πάνω στην επιφάνεια προβολής του προτζέκτορα και οι σιλουέτες των ηθοποιοιών αρχίζουν να εμφανίζονται πίσω από την επιφάνεια σαν σκιές μία μία και χορεύοντας. Αυτή είναι η πρώτη μας επαφή με τους τρεις ήρωες του Χάρολντ Πίντερ στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης Κάρολος Κουν, τρεις θολές φιγούρες. Και παρόλο που οι ηθοποιοί μετά τον χορό τους βγαίνουν μπροστά στη σκηνή και μας αποκαλύπτονται, οι ήρωές τους παραμένουν θολοί ως το τέλος. Όπως και οι μεταξύ τους σχέσεις.
Η λέξη που αποτέλεσε απαρχή και έμπνευση για τη συγγραφή του έργου Παλιοί Καιροί ήταν το «σκοτάδι». Χωρίς να έχει καμία άλλη σκέψη για το πώς θα εξελιχθεί η πλοκή, ο Χάρολντ Πίντερ συνέχισε δημιουργώντας μια οπτική εικόνα, την εναλλαγή σκιάς και φωτός. Η λέξη κλειδί είναι η εναλλαγή, η συνεχής αλλαγή μιας κατάστασης, των δεδομένων, του φωτός, της αλήθειας, της μνήμης. Το έργο πραγματεύεται άλλωστε ακριβώς αυτό, τη ρευστότητα του παρελθόντος, των αναμνήσεων, και άρα της μνήμης.
Οι Παλιοί Καιροί περιγράφουν την ιστορία ενός παντρεμένου ζευγαριού, της Κέιτ και του Ντίλι, οι οποίοι ζουν σε μια απομονωμένη αγροικία της αγγλικής υπαίθρου. Οι δυο τους ετοιμάζονται να υποδεχτούν στο σπίτι τους μια πολύ παλιά φίλη της Κέιτ, την Άννα, για την οποία ο Ντίλι δεν γνώριζε σχεδόν την ύπαρξή της παρόλο που όπως αποδεικνύεται υπήρξε συγκάτοικος της γυναίκας του και η μοναδική της φίλη στα νεανικά της χρόνια. Με την άφιξη της Άννας διαταράσσεται η συζυγική αρμονία του ζευγαριού και πυρπολείται μια ιδιότυπη ανασκόπηση του παρελθόντος, των παλιών καιρών, μεταξύ του Ντίλι και της Άννας οι οποίοι χρησιμοποιούν τις αναμνήσεις και την αλήθεια τους για να κερδίσουν την Κέιτ.
Όλο το έργο έτσι αφορά την αναμέτρηση των τριών αυτών προσώπων (αν και στο μεγαλύτερο διάστημα η αναμέτρηση αφορά την Άννα και τον Ντίλι) στο λόγο και τη μνήμη. Οι χαρακτήρες και ο λόγος τους είναι ρεαλιστικοί, ωστόσο, η ρεαλιστική τους διάσταση υπονομεύεται συνεχώς από τις αναφορές και τις αφηγήσεις του παρελθόντος, το οποίο θέλουν να εξουσιάσουν κατά κάποιο τρόπο. Ξεκινώντας από απλά καθημερινά και ανώδυνα θέματα η συζήτηση των ηρώων καταλήγει σε ένα πεδίο σύγκρουσης και επιβολής με τον κάθε ήρωα να παρουσιάζει τη δική του εκδοχή του παρελθόντος και της πραγματικότητας μέχρις ότου έρθει η Κέιτ να διαταράξει την ισορροπία της τριγωνικής αυτής σχέσης.
Αυτή η θολότητα του παρελθόντος, κεντρικής σημασίας στο έργο του Πίντερ (Μετάφραση: Έρι Κύργια), εμπνέει το σκηνοθέτη της παράστασης Γιάννη Χουβαρδά ο οποίος υιοθετεί μια έξυπνη παρουσίαση του έργου πάνω στη σκηνή (Σκηνικά: Εύα Μανιδάκη) με την παράλληλη βιντεοσκόπηση και απευθείας προβολή στον προτζέκτορα όσων διαδραματίζονται πάνω στη σκηνή. Βιντεοσκοπεί σαν να θέλει να απαντήσει σε αυτή την θολότητα με την καταγραφή των γεγονότων- κι ας μην έχουμε γεγονότα, αλλά αφηγήσεις γεγονότων. Μάλιστα προχωράει και πέρα από την απλή βιντεοσκόπηση βάζοντας τους ηθοποιούς να στήνονται μπροστά στην κάμερα, ή και να την χειρίζονται, πράγμα που συνεισφέρει στη λειτουργία της παύσης και της σιωπής του πιντερικού έργου.
Το όλο στήσιμο συνεισφέρει επιπλέον στο αισθητικό στοιχείο της παράστασης με τα κοντινά πλάνα στα μάτια ή στα χείλη των ηθοποιών δημιουργώντας από τη μία μπροστά στα μάτια μας αντικατοπτρισμούς αλήθειας και από την άλλη μια αισθησιακή ατμόσφαιρα στην ήδη φορτισμένη ερωτικά αφήγηση της σχέσης των δύο γυναικών.
Η βιντεοσκόπηση, ωστόσο, χρησιμοποιήθηκε σε τέτοιο βαθμό που σαν θεατής ζαλίζεσαι και χάνεσαι, δεν ξέρεις πού πρέπει να κοιτάξεις, στη σκηνή ή στην οθόνη που άλλοτε εστιάζει σε ένα μέρος του σώματος ενός ηθοποιού κι άλλοτε ανοίγει για να συνθέσει στο πλάνο τα πρόσωπα και των τριών; Κι ώσπου αποφασίσεις πού θα εστιάσεις έχεις χάσει τον λόγο των ηθοποιών, οι οποίοι από την πλευρά τους στάθηκαν και στήθηκαν πολύ καλά πάνω στη σκηνή και ως ηθοποιοί και ως εικονολήπτες. Ο Χρήστος Λούλης υιοθέτησε ένα χαμηλό τόνο και κινήθηκε μεταξύ της ανασφάλειας και του μόνιμου αιφνιδιασμού. Σαν άντρας άλλωστε δεν μπορεί να καταλάβει τη σχέση των δύο γυναικών. Η Μαρία Κεχαγιόγλου από την άλλη βγαίνει στη σκηνή δυναμικά και αισθησιακά- βοηθάνε πολύ οι ενδυματολογικές επιλογές της Ιωάννας Τσάμη- για να τον προκαλέσει, να τον κοντράρει, να συμμαχήσει μαζί του. Και ανάμεσα τους η Μαρία Σκουλά, μυστήρια, αινιγματική, ήσυχη ακόμα και στην «έκρηξή» της.
Τελικά, παρ΄όλη τη σύγχυση που δημιουργούσαν ανά διαστήματα οι κάμερες και η οθόνη πάνω στη σκηνή, το στήσιμο παρέμεινε ταιριαστό στο έργο, ομοιόμορφο σε όλη τη διάρκεια της παράστασης και γοητευτικό στο μάτι του θεατή.
Info
Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν - ΥΠΟΓΕΙΟ
Τετάρτη και Κυραική 20:00
Πέμπτη και Παρασκευή 21:15
Σάββατο 18:00 και 21:15
ΙΩΑΝΝΑ ΒΑΡΔΑΛΑΧΑΚΗ / [email protected]