Κριτική θεάτρου:«Ulrike»
Σκηνή από το Urlike, με τη Δήμητρα Βλαγκοπούλου (αριστερά), και τη Μαρία Σκουλά.
Η Ελένη Πετάση γράφει κριτική για την παράσταση «Ulrike» που ανέβηκε σε σκηνοθεσία του Ακύλλα Καραζήση στη σκηνή του Bios.
«Διαμαρτυρία είναι όταν λέω ότι αυτό δεν μου αρέσει. Αντίσταση είναι όταν φροντίζω να μη συνεχίζεται αυτό που δεν μου αρέσει», έγραφε η Ουλρίκε Μάινχοφ στο αριστερό περιοδικό «Konkret», λίγο πριν περάσει στην όχθη της ένοπλης παρανομίας.
Ως εκείνη τη στιγμή, ήταν μια προτεστάντισσα, διανοούμενη αστή, γνωστή δημοσιογράφος αριστερής ιδεολογίας και μητέρα δύο κοριτσιών, που στα νεανικά της χρόνια σπούδασε φιλοσοφία, κοινωνιολογία και γερμανική φιλολογία, έπαιζε βιολί, άκουγε τζαζ και ενδιαφερόταν με ζήλο για τα κοινά. Ηταν, επίσης, από τους πρώτους σχολιαστές που κατέκριναν την ελληνική Χούντα.
Η πορεία της ως ιδρυτικού και ηγετικού μέλους της ακροαριστερής τρομοκρατικής οργάνωσης «Φράξια Κόκκινος Στρατός» (RAF), στις αρχές της δεκαετίας του ‘70, συνέπεσε -και όχι τυχαία- με την ταραγμένη, ενοχική μεταπολεμική εποχή της Γερμανίας, που εξώθησε πολλούς νέους σε ακραίες ενέργειες. Με τέσσερις ανθρωποκτονίες στο ενεργητικό της, οδηγήθηκε εν τέλει στη φυλακή, όπου, σύμφωνα με την επίσημη εκδοχή, λίγο αργότερα αυτοκτόνησε (απαγχονίστηκε) πριν δικαστεί.
Δεν είναι λίγοι αυτοί που πιστεύουν ότι δολοφονήθηκε και το μυστήριο του πρόωρου θανάτου της όχι μόνο απασχόλησε πολλούς μελετητές, αλλά δίχασε την κοινή γνώμη, προσδίδοντας στο πρόσωπό της ιδιότητες «ηρωικές». Η οργάνωση Μπάαντερ-Μάινχοφ, εξάλλου, στη δημοσκόπηση του Ινστιτούτου Allensbach (1971), όπου τέθηκε το ερώτημα «εγκληματίες ή ήρωες», συγκέντρωσε αρκετούς υποστηριχτές: 18% θεωρούσαν ότι τα κίνητρά της ήταν πολιτικά, ένας στους τέσσερις κάτω των 30 δήλωνε ότι έτρεφε «κάποια συμπάθεια» γι’ αυτούς, ενώ ένας στους 20 Δυτικογερμανούς ομολογούσε ότι θα έδινε καταφύγιο σε μέλος της ομάδας.
Η Γιούτα Ντίτφουρντ, βιογράφος της Mάινχοφ (εκδόσεις Νάρκισσος), δίνει έμφαση σ’ αυτή την αμφιθυμία, αναλύοντας την αντιφατική προσωπικότητά της σε σχέση με τη δύσκολη εφηβεία της (οι γονείς της πέθαναν και μεγάλωσε με την ερωτική σύντροφο της μητέρας της) και την πουριτανική κοινωνία που την εξόργιζε, καθώς φλέρταρε κρυφά με το ναζισμό.
Σπαράγματα αυτής της βιογραφίας, διάφορα ντοκουμέντα, συνεντεύξεις και στοιχεία από το βιβλίο του Ντον Ντελίλο, «Looking at Meinhof», αποτέλεσαν τον ιστό του έργου που επεξεργάστηκαν ο δημοσιογράφος Κώστας Καλφόπουλος με τη Μαρία Σκουλά, η οποία επωμίστηκε με εξαιρετική ευαισθησία και αθωότητα το μεγαλύτερο μέρος της αφήγησης, έχοντας δίπλα της την επαρκή ερμηνευτικά Δήμητρα Βλαγκοπούλου.
Ενα έργο (στο Θέατρο Bios) που δεν παίρνει θέση (δεν υπάρχει καμία αναφορά στη δράση της RAF), αλλά υπαινίσσεται πολλά (για παράδειγμα το αινιγματικό, μαύρο χιούμορ της ιστορίας του Μαρά, στο φινάλε, πυροδοτεί ποικίλους συνειρμούς).
Επιχειρώντας να ανιχνεύσει «τι είναι αυτό που καθορίζει έναν άνθρωπο» και μάλιστα μία γυναίκα που αναπάντεχα (;) μεταμορφώνεται σε αντάρτισσα των πόλεων, η λιτή, ευρηματική παράσταση του Ακύλλα Καραζήση ανασυνθέτει -αλλά χωρίς να αναπαριστά- μέσα από «κομμάτια και θρύψαλα», το παζλ της ζωής της.
Και πέρα από το γεγονός ότι εμβαθύνει στον ψυχισμό της, συνδιαλέγεται με μια φορτισμένη ιδεολογικά εποχή, που κατέληξε σε αδιέξοδο. Ο διάλογος με το παρελθόν υπογραμμίζεται από την προβολή ζωγραφικών έργων του διάσημου ζωγράφου Γκέχαρντ Ρίχτερ (τις ελαιογραφίες του που απεικονίζουν τα νεκρά μέλη της ομάδας) και από το ηχητικό τοπίο που συνοδεύει ισότιμα αυτή τη μη γραμμική δραματουργία.
Ο δημοσιογράφος Μάκης Μηλάτος, αφηγητής, αλλά και dj επι σκηνής, συνεισφέρει στην ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα, συνδυάζοντας τον Μπαχ με τους Μπιτλς, και μουσικές της εποχής με το αγαπημένο τραγούδι της Ουλρίκε, «A Whiter Shade of Pale», των Procol Harum.
ΕΛΕΝΗ ΠΕΤΑΣΗ - [email protected]