Κριτική θεάτρου:«Η μεγάλη και θαυμαστή ιστορία του εμπορίου»

kritiki-theatroui-megali-kai-thaumasti-istoria-tou-emporiou

ΔΕΥΤΕΡΑ, 08 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2013

Η Ιωάννα Κλεφτόγιαννη γράφει κριτική για την παράσταση «Η μεγάλη και θαυμαστή ιστορία του εμπορίου» του Ζοέλ Πομερά που παρουσιάστηκε στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών.

Ο ουμανισμός του Ζοελ Πομερά στην πολυαναμενόμενη «Μεγάλη και Θαυμαστή Ιστορία του Εμπορίου» που φιλοξενήθηκε στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών αποβαίνει άσφαιρος. Ο Γάλλος θεατράνθρωπος, που διαφημίζεται ως διάδοχος και επίγονος του Πίτερ Μπρουκ - τηρουμένων των αναλογιών, εν μέρει είναι- αντέγραψε το «αλφαβητάρι» των πωλήσεων, αναπαράγοντας απόψεις στερεοτυπικές όπως: «χωρίς Αγορά ο κόσμος πεινάει».

Η παραβολή του δείχνει πως ένας ιδεαλιστής μεταμορφώνεται από τους αμείλικτους κανόνες της αγοράς και της διαβίωσης σε τέρας που δεν υπολογίζει, ούτε αναγνωρίζει την ανθρώπινη ανημποριά και αδυναμία.

Το σκηνικό γεγονός, έτσι όπως μεταφέρθηκε στη σκηνή της Στέγης, έχει τη γοητεία του νουάρ. Άχρονο, σκοτεινό, αποπνικτικό, δείχνει στο πρώτο και σαφώς καλύτερο μέρος του, πώς ένας νέος άνθρωπος ζορίζεται από ήδη αλλοτριωμένους συνανθρώπους του για να αποδώσει (σε πωλήσεις) αδιαφορώντας για τον πόνο και την ανέχεια του συνανθρώπου στον οποίο πρέπει πάση θυσία να πωλήσει.

Επειδή δεν ενδίδει στις διδαχές των βετεράνων πωλητών, οι οποίοι επιμένουν «δεν πουλάμε, εξυπηρετούμε», ο νεαρός κατηγορείται (με ερωτηματικό ωστόσο) ευθέως: «Μήπως είσαι Κομμουνιστής;». «Είσαι ιδεολόγος της πεντάρας. Είσαι επικίνδυνος!», καταλήγουν αβίαστα οι μέντορες των πωλήσεων για έναν άνθρωπο που στο δεύτερο μέρος του έργου, όταν θα έχει πάρει τη θέση τους, θα αποδειχτεί πολύ πιο τερατώδης και εκβιαστικός.

Τα ελάχιστα έπιπλα (πάντα υποτίθεται ότι βρισκόμαστε σε δωμάτια ξενοδοχείων) μετακινούνται, όπως και οι εξαιρετικοί ηθοποιοί, σε μια χορογραφία μορφών και φώτων που θυμίζει τη δουλειά του περφεξιονίστα Γουίλσον.

Από τον Μάη του 1968 η σκηνική δράση εκτοξεύεται στο 2000. Κι ενώ το πρώτο μέρος αναπτύσσεται ομαλά οδηγώντας σε ενδιαφέροντες ιδεολογικοπολιτικούς «τόπους», στο δεύτερο η εξέλιξη που δίνει ο Πομερά υποσκάπτει το «οικοδόμημα». Τόσο που μοιάζει σαν να έχει γραφτεί από άλλο άνθρωπο.

Ο Πομερά συνδιαλέγεται με το ανοικτό πάντα ζήτημα φόρμας –περιεχομένου. Μάλιστα επιτυγχάνει στο πρώτο μέρος της παράστασης αξιοθαύμαστα αποτελέσματα από την επεξεργασία της μίξης τους. Δεν είναι τα πράγματα «άσπρο-μαύρο». Υπάρχουν και οι αποχρώσεις του γκρι στη δράση και στις προθέσεις των (αντι-)ηρώων.

Περιμένεις τα πράγματα να κορυφωθούν στο δεύτερο μέρος. Να φανεί ακόμη πιο έντονα η αντίφαση της ανθρώπινης ύπαρξης και βούλησης κι οι κραδασμοί της ηθικής και της συνείδησης. Υπάρχουν ήδη οι προϋποθέσεις. Στο δεύτερο, όμως, μέρος, το περιεχόμενο και η φόρμα, πιο πρόχειρα και «εύκολα», ισοπεδώνουν τα πάντα μανιχαϊστικά, κουράζοντας τον θεατή και ξεφουσκώνοντας απότομα ό,τι χτίστηκε προηγουμένως. Ειδικά το περιεχόμενο λιμνάζει στο πέλαγος του αυτονόητου.

ΙΩΑΝΝΑ ΚΛΕΦΤΟΓΙΑΝΝΗ