Κριτική θεάτρου:«Γκόλφω»
Η Γκόλφω και ο Τάσος σε τρεις εποχές: Επάνω, στο κέντρο, η Εύη Σαουλίδου και ο Χάρης Φραγκούλης. Επάνω, δεξιά και αριστερά, η Λυδία Φωτοπούλου και ο Νίκος Καραθάνος, και κάτω η Αλίκη Αλεξανδράκη με τον Γιάννη Βογιατζή.
Η Ελένη Πετάσση γράφει κριτική για την παράσταση «Γκόλφω», του Σπυρίδωνος Περεσιάδη που παρουσιάζεται από το Εθνικό Θέατρο, σε σκηνοθεσία του Νίκου Καραθάνου.
Όποιες αντιρρήσεις και να προβάλει κανείς για την «Γκόλφω» του Εθνικού Θεάτρου, δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι πρόκειται για μια εξαιρετική δουλειά ύφους και σκηνικής μαγείας. Η ανανεωτική σκηνοθεσία, με έντονα εξπρεσιονιστικά στοιχεία, σε συνδυασμό με ακέραιο το δεκαπεντασύλλαβο της δημοτικής ποίησης, παραδίδει ένα λοξό ηθογραφικό αποτύπωμα, περισσότερο υπενθυμίζοντας ή ακόμα και νοσταλγώντας, παρά σχολιάζοντας την καταγωγή μας.
Χωρίς ίχνος ειρωνείας ή σοβαροφάνειας, το βουκολικό δραματικό ειδύλλιο του Περεσιάδη (1893) απεκδύεται της όποιας γραφικότητας, εμφορείται από γνήσιο συναίσθημα, αποκτά τις άναρχες διαστάσεις ενός σκοτεινού ονείρου που αντικαθιστά συμβολικά την περήφανη κορφή του Χελμού, τα ανθισμένα λιβάδια και τα γάργαρα νερά της Στύγας με το κατάμαυρο τοπίο της σημερινής πραγματικότητας.
Πάνω σε ογκώδη μαύρα «πουφ», που μεταμορφώνονται σε βουνά, πλαγιές και σχισμές βράχων, σκαρφαλώνουν, γλιστρούν, πλαγιάζουν ή χορεύουν ριψοκίνδυνα οι ήρωες του έργου, ανεμίζοντας τις πένθιμες φουστανέλες τους με μια φρενήρη κινητικότητα που αποδομεί το τσάμικο, κορυφώνεται σε ένα άγριο - θρηνητικό - γλέντι και έρχεται σε αντιπαράθεση με ηχηρές σιωπές ή επιβλητικές ακινησίες.
Σ' αυτό το σουρεαλιστικό όργιο εικαστικής, κινησιολογικής και μουσικής πανδαισίας (ευρηματική τόσο η σκηνογραφική - ενδυματολογική πρόταση της Ελλης Παπαγεωργακοπούλου όσο η κίνηση της Αμαλίας Μπένετ και η μουσική του Αγγελου Τριανταφύλλου ζωντανά εκτελεσμένη από τους ηθοποιούς), ο Νίκος Καραθάνος αρθρώνει την πίστη της Γκόλφως και την προδοσία του Τάσου ή αλλιώς την αθωότητα απέναντι στο ξεπούλημα του χρήματος, σαν μια διαχρονική «κατάρα» στον πυρήνα του έρωτα, όπου η κάθαρση έρχεται μόνο με το θάνατο. Έτσι, τρία ζευγάρια σε τρεις διαδοχικές ηλικίες μοιράστηκαν τους πρωταγωνιστικούς ρόλους: το πάθος της πρώτης νιότης (γεμάτοι υπέροχους χυμούς η Εύη Σαουλίδου και ο Χάρης Φραγκούλης), την τραγική ωμότητα της μέσης ηλικίας (ώριμος ο Νίκος Καραθάνος αλλά εκτός ατμόσφαιρας η Λυδία Φωτοπούλου, καθώς παρασύρθηκε σε μελοδραματισμούς) και τη σοφία των γηρατειών (συγκινητικά ευαίσθητοι η Αλίκη Αλεξανδράκη και ο Γιάννης Βογιατζής).
Οι δύο τελευταίοι αρχίζουν την παράσταση με ένα παθιασμένο φιλί και την κλείνουν αντιδραματικά, με εκείνη να προσπαθεί να ζωντανέψει τη θολωμένη της μνήμη και εκείνον, μετανιωμένο, να προσπαθεί να βρει την Γκόλφω της ψυχής του έξω από τα όρια του θεάτρου. «Τάσο τρέξε....τρέξε...» προτρέπει ο θίασος και αυτός διασχίζει, τρέχοντας, την κατάμεστη αίθουσα και χάνεται στο σκοτάδι.
Και δεν είναι το μόνο ευφάνταστο στοιχείο με το οποίο ο σκηνοθέτης εμβολιάζει το έργο, ενώ ταυτόχρονα αξιοποιεί τους κωμικούς σπινθήρες που διαπερνούν συχνά τον ποιητικό λόγο του Περεσιάδη. Η αδίστακτη ερωτική αντίπαλος, η Σταυρούλα, εμφανίζεται ως αρκούδα (ισορρόπησε πάνω στην ολισθηρή υπερβολή του ρόλου της η Μαρία Διακοπαναγιώτου), ο αρχιτσέλιγκας Ζήσης παίρνει τη μορφή ενός επαρχιακού μαφιόζου (εντυπωσιακός ο Αγγελος Τριανταφύλλου), η υπέροχη φωνή της Χριστίνας Μαξούρη μας καθηλώνει με το δημοτικό τραγούδι της, που γράφτηκε ειδικά για την παράσταση, ένας Κένταυρος, δημιουργημένος από τα σώματα των ηθοποιών, ξεπηδάει από το πουθενά, σταγόνες νερού αντικαθιστούν τα δάκρυα, κελαηδίσματα πουλιών παράγονται από τα αγγίγματα των ερωτευμένων, εμβόλιμα αποφθέγματα, με διαχειριστή τους τον εύστοχο Γιώργο Μπινιάρη, ονομάζουν με χιούμορ θλιβερές αλήθειες: «Μίσος. Μίσος ελληνικό. Πολύ ωραίο έργο».
Υπάρχουν ωστόσο στιγμές -ιδιαίτερα προς το τέλος-, που έχουν ανάγκη μεγαλύτερης πύκνωσης ρυθμού, αλλά η γενναιόδωρη ενέργεια των ερμηνευτών (παίζουν ακόμη οι: Γιάννης Κότσιφας, Μιχάλης Σαράντης, Αγγελος Παπαδημητρίου), κάτω από τους θεσπέσιους ήχους των πνευστών και των διακριτικών φωτισμών του Λευτέρη Παυλόπουλου, καλύπτει τις όποιες αδυναμίες.
ΕΛΕΝΗ ΠΕΤΑΣΣΗ[email protected]