Κριτική: Είδαμε την παράσταση «Η γίδα ή ποια είναι η Σύλβια» του Έντουαρντ Άλμπι

i-gida-i-poia-einai-i-sulbia-sulbia
ΔΕΥΤΕΡΑ, 04 ΜΑΡΤΙΟΥ 2019

Από την Ελένη Πετάση.

Μπορεί κανείς να ερωτευτεί μια γίδα; Όχι βέβαια, τουλάχιστον στον πολιτισμένο κόσμο ο οποίος χαλιναγωγεί τα ζωώδη ένστικτα που ενεδρεύουν κάτω από την εξανθρωπισμένη φύση μας και καθορίζει τι είναι κοινωνικά αποδεκτό, ηθικό και υγιές.

Ο Έντουαρντ Άλμπι, ωστόσο, στο προκλητικό, αλληγορικό έργο του, πρεσβεύει το αντίθετο φτάνοντας στα άκρα προκειμένου να δοκιμάσει τα όρια και την ανεκτικότητά μας σε οιανδήποτε σεξουαλική παρέκκλιση. Και όχι μόνο. Στοχεύει να καυτηριάσει  την υποδούλωσή μας σε ανελεύθερους, προκαθορισμένους κανόνες αλλά και όπως έχει δηλώσει: «Θέλω οι θεατές να σκεφτούν ότι πιο αβάσταχτο έχουν κρύψει μέσα τους και να το δουν με νέα ματιά».

Στην παράσταση «Η Γίδα ή ποια είναι η Σύλβια» (2000) τίποτα δεν μοιάζει να διαταράσσει τη σχέση ενός μεγαλοαστικού ζευγαριού που ζει αρμονικά μαζί με τον γκέι γιο του. Ο Μάρτιν είναι επιτυχημένος αρχιτέκτων, ερωτευμένος ακόμα με τη γυναίκα του μετά από είκοσι χρόνια γάμου. Η σύντροφός του, Στήβι, τρέφει ανάλογα αισθήματα διατυμπανίζοντας την απόλυτη σύμπνοια τους. Και όμως μέσα σε δευτερόλεπτα η ευάλωτη ευδαιμονία τους διαλύεται καθώς εκείνος εξομολογείται την συγκλονιστική του ερωτική εμπειρία με μια γίδα, τη Σύλβια.

Αυτή η αναπάντεχη αποκάλυψη μηδενίζει όλες τις ασφαλιστικές δικλίδες, διαβρώνει τις άρρηκτες συνθήκες υγιούς σεξουαλικής διαβίωσης, φανερώνει κρυφές ρωγμές στον οικογενειακό ιστό και μετατρέπει τη ζωή τους σε κόλαση.

Πού θα οδηγήσει; Στο αχαλίνωτο μίσος της προδομένης γυναίκας που, έχοντας εξευτελιστεί και χάσει την ταυτότητά της, θα οδηγηθεί σε μια ακραία εκδικητική πράξη. Και κυρίως στο υπαρξιακό αδιέξοδο του ήρωα που, στηλιτεύοντας τα κοινωνικά «πρέπει»,  υψώνει την απελπισμένη φωνή του: «Είμαι μόνος». Για να παραμείνει μόνος μέχρι την εξαιρετική σκηνή του τέλους - ένας δραπέτης από τον κανονικό κόσμο που σέρνεται στο έδαφος θρηνώντας με ζωώδεις κραυγές.

Το πολυεπίπεδο έργο του Άλμπι (το τελευταίο που έγραψε πριν πεθάνει), άγριο αλλά και τρυφερό, κωμικό αλλά και δραματικό, ανάμεσα στο λογικό και στο παράλογο, με ευφυείς διαλόγους και σφικτή ροή, δεν είναι τυχαίο, ωστόσο, ότι έχει απασχολήσει κάποιους μελετητές με τον αμφιλεγόμενο  υπότιτλο του: «Σημειώσεις για έναν ορισμό της τραγωδίας».

Η  παράσταση του Νικορέστη Χανιωτάκη διερευνά με τολμηρό τρόπο τα αιτήματα του διαφορετικού και του απαγορευμένου που θίγει ο συγγραφέας, φέρνοντας τους θεατές αντιμέτωπους με τον βαθύτερο εαυτό τους. Αν αυτό τους «δυσκολεύει» ή τους «ενοχλεί» τότε το κείμενο του Άλμπι  έχει πετύχει τον στόχο του.

Ο  ευρηματικός σκηνικός χώρος (Αρετή Μουστάκα) - μία γυάλινη κατασκευή/«φυλακή» μέσα στην οποία αναπνέουν ασθματικά  τα πρόσωπα του έργου - δημιουργεί μία αίσθηση ασφυξίας απόλυτα συμβατή με την ψυχική κατάσταση των ηρώων.

Ωστόσο, παρότι βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής από το κοινό που έχει τοποθετηθεί στις τέσσερις πλευρές του, συχνά βλέπουμε μόνο την πλάτη των ηθοποιών και αδυνατούμε να ακούσουμε τα λόγια τους.

Ο Νίκος Κουρής, σε μια από τις καλύτερες στιγμές του, σωματοποιεί τον εσωτερικό πανικό, τις ενοχές και τις απεγνωσμένες εκρήξεις του Μάρτιν ενώ ταυτόχρονα εκτοξεύει κωμικούς σπινθήρες.

 Η Λουκία Μιχαλοπούλου (Στήβι), εναλλάσσει αβίαστα την τραγικότητα με ένα διαβρωτικό χιούμορ εκφράζοντας την αντίδραση μιας γυναίκας που βλέπει ξαφνικά την τακτοποιημένη ζωή της να αιμορραγεί.

Ο νεαρός Μιχαήλ Ταμπακάκης (Μπιλ), ερμηνεύει με αμεσότητα αλλά και με κάποια υπερβολή τις συναισθηματικές εξάρσεις του τραυματισμένου εφήβου που ξεσκεπάζει την υποκρισία πίσω από την καλογυαλισμένη όψη της ιδανικής οικογένειας. Συμπαθής και ο Γιάννης Δρακόπουλος, ως φίλος του ζευγαριού.

Ελένη Πετάση - [email protected]