Κριτική θεάτρου: «Η μεγάλη και θαυμαστή ιστορία του εμπορίου»
«Το θέμα εξελίσσεται κυκλικά στο πενιχρό δωμάτιο ενός απρόσωπου ξενοδοχείου και μετατρέπει το νατουραλισμό σε ποίηση».
Η Ελένη Πετάση γράφει κριτική για την παράσταση «Η μεγάλη και θαυμαστή ιστορία του εμπορίου» του Ζοέλ Πομερά που παρουσιάστηκε στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών.
Μετά το «Θάνατο του εμποράκου», του Αρθουρ Μίλερ (1949), το «Οικόπεδα με θέα», του Ντέιβιντ Μάμετ (1982), και ακολουθώντας το νήμα του Μπερνάρ Κολτές («Στη μοναξιά των κάμπων με βαμβάκι»), ο Γάλλος δραματουργός και σκηνοθέτης, Ζοέλ Πομερά, έρχεται να συμπληρώσει την πορεία του αδηφάγου καπιταλιστικού συστήματος, χρησιμοποιώντας και αυτός ως παράδειγμα της πολιτικής του παραβολής τους μεσάζοντες μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης.
Στο έργο του, με τον ειρωνικό τίτλο «Η μεγάλη και θαυμαστή ιστορία του εμπορίου», λοιπόν, ασχολείται με ένα από τα, θεωρητικά, ευτελέστερα ζητήματα της φιλελεύθερης κοινωνίας, που κανείς δεν του δίνει σημασία και το οποίο όμως παίζει καθοριστικό ρόλο στη ζωή μας -έχει φτάσει να είναι το αξίωμα στη σημερινή πραγματικότητα.
Στη δική του εκδοχή, η σχέση ντίλερ-πελάτη εμπλουτίζεται με τη σχέση του πλασιέ με τον εαυτό του, αλλά και παρουσιάζεται σε δύο χρονικές περιόδους: στο τέλος της δεκαετίας του '60, με νωπές τις ελπιδοφόρες, ανανεωτικές ιδέες του Μάη του '68, και στις αρχές του 21ου αιώνα, με την απόλυτη διάβρωση του ανθρώπου από το σύστημα.
Στην πρώτη «ιστορία», παρακολουθούμε μαθήματα μύησης στις αρχές ή, ακόμα καλύτερα, στις τεχνικές της εμπορικής συναλλαγής, που παραδίδονται σε έναν αρχάριο ιδεολόγο πωλητή από μία ομάδα μεσήλικων, έμπειρων και, φυσικά, ανενδοίαστων επαγγελματιών του είδους. Κυρίαρχο μοτίβο, η «παράσταση» και πώς θα δοθεί επιτυχημένα από τους πιο επιτήδειους μονομάχους της απάτης, έτσι ώστε να χειραγωγήσουν τα στοχευμένα τους θύματα, κάνοντάς τα να πιστέψουν ότι «εξυπηρετούνται», όταν αγοράζουν το όποιο αντικείμενο τους πλασάρεται. Μόνο που η παγίδα που στήνεται εις βάρος τους έχει ως κατάληξη τη δική τους αυτοπαγίδευση, οδηγώντας στο σχιζοφρενή διχασμό του νέου που φλερτάρει με την αυτοκτονία, την τελική υποταγή του, την καταστροφή της ιδιωτικής του ζωής, αλλά και την απόλυτη μοναξιά όλων των υπολοίπων.
Στη δεύτερη «ιστορία», οι ρόλοι αντιστρέφονται. Και καθώς «μια μέρα ο πωλητής ξέχασε να αφαιρέσει τη μάσκα του μετά την παράσταση... και η μάσκα του έγινε δέρμα», ο αδύναμος μεταλλάσσεται σε ισχυρό και μάλιστα πιο αδίσταχτο από τους μέντορές του. Αλλά το πρόβλημα της απελπισμένης μοναξιάς, μιας προσωπικής βαθύτατης αποτυχίας, παραμένει το ίδιο.
Αν κάτι κάνει ιδιαίτερο το εγχείρημα του Πομερά, είναι ότι κείμενο και παράσταση δεν ξεχωρίζουν. Αυτή η «σκηνοθεσία ως δραματουργία», που διακατέχεται από μία εμμονή -τον περιορισμό σε ένα θέμα το οποίο εξελίσσεται κυκλικά στο πενιχρό δωμάτιο ενός απρόσωπου ξενοδοχείου- μετατρέπει το νατουραλισμό σε ποίηση. Οι όποιες αδυναμίες (π.χ. στο δεύτερο μέρος ο λόγος πλατειάζει, ενώ στο τέλος η νύξη ανθρωπιάς είναι μια αχρείαστη μελό χειρονομία) καλύπτονται από τη σκηνοθετική μαεστρία, καθώς και την εξαιρετική υποκριτική επίδοση των ηθοποιών.
Τεμαχίζοντας το έργο σε μικρές σκηνές, σαν σεκάνς κινηματογραφικές, καλύπτοντας τα oλιγόλεπτα διαστήματα που μεσολαβούν με την εμπνευσμένη μουσική του Antonin Leymarie, αλλάζοντας κατά τη διάρκειά τους με εκπληκτική ταχύτητα τη λειτουργία του σκηνικού χώρου (μετακινεί απλώς τα λιτά λιγοστά έπιπλα και αντικείμενα) και χρησιμοποιώντας χαμηλότονους φωτισμούς, ο Γάλλος θεατράνθρωπος δημιουργεί μια ατμόσφαιρα υπαινικτική, όπου υποβόσκει ο κυνισμός του ψυχικού ξεπουλήματος.
ΕΛΕΝΗ ΠΕΤΑΣΗ - [email protected]