Κριτική θεάτρου:«Ολεάννα»

kritiki-theatrouoleanna

ΔΕΥΤΕΡΑ, 13 ΜΑΙΟΥ 2013

Η Ελένη Πετάση γράφει κριτική για την παράσταση «Ολεάννα» του Ντέιβιντ Μάμετ που παρουσιάζεται σε σκηνοθεσία της Ελένης Σκότη, στο θέατρο «Εμπορικόν» (παραστάσεις έως 19/5).

O τίτλος του έργου λέγεται ότι προέρχεται από έναν αμερικανικό θρύλο, στον οποίο δύο απατεώνες, ο Ολε, και η γυναίκα του, Άννα, πούλησαν ένα βάλτο για χωράφι και μετά εξαφανίστηκαν. Παραπέμπει, επίσης, σε ένα νορβηγικό τραγούδι, που αναφέρεται στην ουτοπική κοινότητα που δημιουργήθηκε στις ΗΠΑ το 1850, από τον διάσημο βιολονίστα Ολε Μπουλ και την μητέρα του Αννα, και η οποία απέτυχε παταγωδώς.

Ο Ντέιβιντ Μάμετ επινόησε το συγκεκριμένο σύνθετο όνομα, για να βαφτίσει το δραματικό του στοχασμό, επιδιώκοντας να υπαινιχθεί τόσο την ουτοπική ευεργετική επίδραση που προσφέρει στην αδηφάγο ανθρώπινη φύση η παιδεία, όσο και την επικινδυνότητα της «πολιτικής ορθότητας» (political correctness), που ιδιαίτερα στη χώρα του και, εδώ και δεκαετίες, αστυνομεύει τα «ήθη», μεταφράζοντας δικαίως ή αδίκως κάθε υποτροπιάζουσα χειρονομία σε σεξουαλική παρενόχληση.

Στην «Ολεάννα» (1994), ένας καθηγητής και μια μαθήτρια κονταροχτυπιούνται μέχρι τελικής εξοντώσεως. Στο πρώτο μέρος, ο εκπαιδευτικός, με πρόσχημα μια επιφανειακή δημοκρατικότητα, προσεγγίζει άστοχα την φοιτήτρια που ζητεί τη βοήθειά του. Από τη μια αυτοσαρκάζεται χλευάζοντας κυνικά το εκπαιδευτικό σύστημα («Μ' αρέσει να διδάσκω. Μ' αρέσει να δίνω παράσταση»), και από την άλλη διατηρεί μεγαλοπρεπώς τη θέση ισχύος που του αναλογεί, υποβαθμίζοντας την προσωπικότητά της νέας γυναίκας, καθώς εκείνη «δεν καταλαβαίνει...» το νόημα των μαθημάτων του.

Στο δεύτερο μέρος, η φοιτήτρια περνά στην επίθεση (η επίθεση είναι η καλύτερη άμυνα, εξάλλου), κατηγορώντας τον για σεξουαλική παρενόχληση -γεγονός που στη συνέχεια καταστρέφει την ποθητή ανοδική καριέρα του. Κι αν υπήρχε μια αχνή ελπίδα συμβιβαστικής λύσης στον ορίζοντα, αυτή διαλύεται με κάθε χτύπημα του τηλεφώνου, στο οποίο ο φιλόδοξος φορέας των γνώσεων ανταποκρίνεται με ζήλο, παζαρεύοντας την αγορά ενός καινούργιου σπιτιού και αγνοώντας τις δηλωμένες ανάγκες της συμπαίκτριάς του.

Στο τέλος, η Κάρολ αποκαλύπτει στον Τζον μία φέτα της δικής της αλήθειας: «Ανόητε. Δεν θέλω εκδίκηση. Θέλω κατανόηση». Ωστόσο, παρότι κανείς από τους δύο δεν ψεύδεται, η αλήθεια έχει πολλά πρόσωπα. Οπως και η θυματοποίηση. Ο Μάμετ είναι αμερόληπτος. Αφήνει μια απροσδιοριστία να αιωρείται, χωρίς να παίρνει το μέρος κανενός, και ωθεί το θεατή να βγάλει τη δική του ετυμηγορία.

Οι ρόλοι αντιστρέφονται, αλλά δεν αναιρούνται, ενώ η αποδοχή διαδέχεται νομοτελειακά την αμφισβήτηση της εξουσίας. Θλιβερό! «Τίποτα δεν αλλάζει... μόνο οι παίκτες αλλάζουν», μοιάζει να λέει ο συγγραφέας που χτίζει και γκρεμίζει πύργους με τη δύναμη της γλώσσας του. Το «πολιτικά ορθό», εξάλλου, ξεκινάει από τη γλώσσα και τη χειραγώγησή της, ασκώντας λεκτική βία που, μέσα από ελλειπτικές φράσεις (σημαντικό χαρακτηριστικό της ιδιαίτερης γραφής του) και αιχμηρούς θορύβους (ο οξύς ήχος του τηλεφώνου αρκεί για να αποσυντονίσει το νευρικό σύστημα), δεν αφήνει τίποτα όρθιο.

Η Ελένη Σκότη έστησε μια μεστή, ρεαλιστική παράσταση, με έξοχους νευρικούς ρυθμούς και παροξυσμικές κορυφώσεις. Το κυριότερο, όμως, επίτευγμα της παράστασης είναι πως αυτό το, δομημένο για σημαντικούς ρολίστες, έργο βρήκε τους ερμηνευτές που το αναδεικνύουν. Τόσο ο Δημήτρης Καταλειφός όσο και η Λουκία Μιχαλοπούλου ξεδιπλώνουν ένα σύμπαν που οδηγεί «νικητές» και «ηττημένους» στην οδύνη και τον εξευτελισμό.

ΕΛΕΝΗ ΠΕΤΑΣΗ - [email protected]