Κριτική θεάτρου:«Θεατές»
H Eλένη Πετάση γράφει κριτική για την παράσταση «Θεατές» του Μάριου Ποντίκα που παρουσιάστηκε, σε σκηνοθεσία της Κατερίνας Ευαγγελάτου στο Εθνικό Θέατρο.
«Αλλά δεν έχουμε αντιληφθεί το νόημα της ζωής. Το οποίο εγώ συνοψίζω και το αντιλαμβάνομαι μέσα εις το κοίτα με να σε κοιτώ, να περνούμε τον καιρό. Μέσα εις το θεατής και αμέτοχος και εκ του μακρόθεν», λέει ο ήρωας του Μάριου Ποντίκα, συνοψίζοντας την κοινωνική καταγγελία του συγγραφέα.
Θεατής-ηδονοβλεψίας ο ίδιος (Νίκος Ψαράς), ένα χαμένο κορμί με αδρανοποιημένα αισθήματα, σκοτώνει το χρόνο της μόνιμης ανεργίας του, παρακολουθώντας τις ζωές των διπλανών του από μια τρύπα του άθλιου δωματίου στο ξενοδοχείο όπου διαμένει. Δεν είναι λίγα αυτά που βλέπει και που αργότερα αφηγείται με απάθεια στην εξίσου ψυχικά ξεχαρβαλωμένη ερωμένη του (Αλκηστις Πουλοπούλου). Ο άμοιρος γείτονάς του, ένας ανάπηρος πρώην ταγματασφαλίτης και νυν υποχείριο του κράτους, που τον χρησιμοποιεί για να καταφέρεται δημόσια ενάντια στον κομμουνισμό (Νικόλας Παπαγιάννης), προτρέπει τη γυναίκα του (Στεφανία Γουλιώτη) να δώσει τέλος στη μίζερη ζωή του και εκείνη, μετά την απελπισμένη, αποτρόπαιη πράξη της, αυτοκτονεί. Και σαν να μην έφθαναν όλα αυτά, ο πωρωμένος μπανιστιρτζής, αντί να αντιδράσει, τρυπώνει στο καταφύγιο των νεκρών, για να τους κλέψει.
Tο πολιτικό πόνημα του Ποντίκα, γραμμένο το 1978, σφυρηλατεί τις ενοχές μιας ολόκληρης γενιάς. Πέρα, όμως, από ωμό «ντοκουμέντο» μιας περασμένης και ίσως λησμονημένης -για τους νεότερους- εποχής, οι «Θεατές» του, ξεβρασμένοι από την ειδησιογραφία κάποιας εφημερίδας, αντικατοπτρίζουν την εφησυχαστική στάση του πολίτη -και μάλιστα του τηλεόπληκτου πολίτη- που διαιωνίζεται από τη Μεταπολίτευση μέχρι τις μέρες μας.
Εκεί φωλιάζει και η ουσία του έργου, στο οποίο το ιστορικό παρελθόν ζυμώνεται με την επικαιρότητα. Η ευθύβολη, καίρια, κυνική γραφή του, χωρίς να έχει υποστεί κάποια εκσυγχρονιστική αλλοίωση, στα χέρια της Κατερίνας Ευαγγελάτου, αποκτά ευρύτερες διαστάσεις.
Στην παράστασή της, δεν θεώνται μόνο οι ηθοποιοί αλλά οι θεατές που κυκλώνουν αμφιθεατρικά την «πλάγια» σκηνή του Εθνικού Θεάτρου και, μέσω αυτών, η παθητικότητα ολόκληρου του κόσμου. Γινόμαστε, δηλαδή, συνένοχοι του εγκλήματος που αφήσαμε να συμβεί και να καθορίσει τη αποσυντονισμένη σύγχρονη ζωή μας.
Αν, μάλιστα, η τοποθέτηση του, κατά τα άλλα, ευρηματικού σκηνικού της Ελένης Μανωλοπούλου (δύο διάτρητα εφαπτόμενα δωμάτια με σημαιάκια αντί τοίχων τα οποία αποκολλήθηκαν με τη δική μας συμμετοχή), δεν εμπόδιζε ένα μέρος του κοινού από την καλή θέαση και ακρόαση των δρώμενων, τότε το εγχείρημα θα είχε μεγαλύτερη επιτυχία.
Ωστόσο, έστω και από μια λοξή γωνία, η παρακολούθηση των τεκταινόμενων δεν έχασε ούτε στιγμή το ενδιαφέρον της. Με γοργούς ρυθμούς και ηλεκτρισμένες εναλλαγές, οι ηθοποιοί σκιαγράφησαν επιμελώς τους τέσσερις διαμετρικά αντίθετους χαρακτήρες. Στέκομαι στον Νίκο Ψαρά, που αποτυπώνει εξαιρετικά, τόσο με το σκληρό, ρεαλιστικό του λόγο όσο και με μια παιγνιώδη κινησιολογία ενταγμένη στη σιωπή (μέχρι του σημείου να εκμαιεύει ένα ύπουλο χιούμορ), το πορτρέτο του αντι-ιδεολόγου «θεατή». Δίπλα του, η Αλκηστις Πουλοπούλου δίνει μια χυμώδη, αν και μονοδιάστατη ερμηνεία.
ΕΛΕΝΗ ΠΕΤΑΣΗ[email protected]