Είδαμε την παράσταση «Γένεσις 6, 6-7» της Ανχέλικα Λίντελ
Το Γένεσις 6, 6-7 (τρίτο μέρος της Τριλογίας του Απείρου) ήρθε τώρα να ταράξει τα νερά για άλλη μία φορά.
Αφιερωμένο στην «διαφορετικότητα», χωρίς ωστόσο, «να εστιάζει αναγκαστικά σε ζητήματα φύλου αλλά σε κάθε είδους μειοψηφικές και περιθωριακές κουλτούρες» είναι φέτος το Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου. «Στο δικαίωμα, δηλαδή, να είσαι αυτό που είσαι και αυτό που θέλεις να είσαι...».
Και άνοιξε μόλις τις πύλες του με την ανένταχτη, αμφιλεγόμενη, προκλητική Ανχέλικα Λίντελ που, ως συγγραφέας, σκηνοθέτης και περφόρμερ, όχι μόνο είναι μοναδική στο είδος της, αλλά κατακεραυνώνει με τις δημιουργίες της τις βαθιά ριζωμένες αντιλήψεις μας.
Για κάποιος αναλυτές το θέατρο της είναι συνώνυμο της βίας, του μηδενισμού και μιας ιδιαίτερης τρέλας. Δεν φοβάται να βρίσει τα πάντα και τους πάντες, δεν ενδιαφέρεται καν αν αρέσει στο κοινό της.
Κατ΄ επέκταση το «Ουρανός πάνω στη γη» (το σύνδρομο της Γουέντυ), που παρουσίασε στο ελληνικό κοινό πριν πέντε χρόνια, προκάλεσε έντονες συζητήσεις.
Το Γένεσις 6, 6-7 (τρίτο μέρος της Τριλογίας του Απείρου) ήρθε τώρα να ταράξει τα νερά για άλλη μία φορά.
Στην προκειμένη περίπτωση η Λίντελ συνδέει τον μύθο της Μήδειας με το πρώτο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης - στο οποίο αναφέρεται, εξάλλου, ο τίτλος του έργου της - και συγκεκριμένα εντοπίζεται στη στιγμή που ο Θεός μετανιώνει που δημιούργησε τον άνθρωπο και αποφασίζει να καταστρέψει τη ζωή στον πλανήτη.
Αλλά και ο κόσμος τον οποίο η ίδια περιγράφει, εξουθενωμένος πια, «αδυνατεί να κάνει υπομονή και επιθυμεί να εξαφανιστεί...». Κατ' επέκταση πιθανή λύση για την συνέχεια του, όπως υποστηρίζει, είναι «η αρχέγονη ανάγκη για καταστροφή».
Η περφόρμανς της Καταλανής καλλιτέχνιδος δεν είναι εύκολα κατανοητή. Ερμητικά κλεισμένη στο ιδιότυπο αισθητικό κέλυφος της, γεμάτη συμβολισμούς, θυμό και καταστάσεις που θυμίζουν τη δουλειά της Αμπράμοβιτς ή της Σάρα Κέιν, βυθίζεται στο σκοτάδι. Σ' αυτές τις «μαύρες τρύπες από τις οποίες δεν μπορεί ούτε το φως να περάσει και τις οποίες ονομάζουμε για να καταλαγιάσουμε την αγωνία μας, την αίσθηση του κενού, τη λαχτάρα μας για αιωνιότητα».
Σίγουρα υπάρχει «σύγχυση» στη δομή της δραματουργίας της. Σίγουρα είναι ναρκισσιστική και υπερεκτιμημένη. Όταν, όμως, βρεθείς μακρυά από την επιρροή των καταιγιστικών της δρώμενων αρχίζεις να ανακαλύπτεις κάποιες, συχνά ακραίες, αλλά ταυτόχρονα ενδιαφέρουσες πολιτικές και θρησκευτικές αναφορές της.
Στην σκηνή της Πειραιώς είδαμε, λοιπόν, μεταξύ άλλων, ένα μακρόσυρτο βίντεο που απεικόνιζε λεπτομερώς - και σε γκρο πλαν - την τελετουργία μιας περιτομής, τον Αδάμ και την Εύα με βαμμένα κατακόκκινα τα γυμνά κορμιά τους, δύο δίδυμες έγκυες κοπέλες που αποκάλυπταν τα σπλάχνα τους, μια νύφη που κρατούσε στα χέρια της ένα νεκρό χοίρο και, στο τέλος, την συγκλονιστική εικόνα ενός παιδιού που είχε ως "συντροφιά" ένα καρβέλι ψωμί και ένα Καλάσνικοφ.
Μπορεί η παράσταση σε κάποια σημεία να έκανε «κοιλιά» καθώς, αυτή τη φορά, ο περιορισμένος λόγος, έδωσε τη θέση του στη δημιουργία εικαστικών τοπίων και χορογραφημένων στιγμιότυπων. Ωστόσο η ένταση κλιμακώθηκε στον παραληρηματικό μονόλογο-σχόλιο της περσόνα που ενσαρκώνει η ίδια η Λίντελ αποτυπώνοντας την ματαιότητα της ύπαρξης:
«Δεν υπάρχει μεγαλύτερη μοναξιά από το να πεθαίνεις κοιτώντας τους απογόνους σου».
Ελένη Πετάση - [email protected]