Κριτική θεάτρου:«Ιλιάδα»
Η Ιωάννα Κλεφτόγιαννη γράφει κριτική για την μαραθώνια πεντάωρη παράσταση της «Ιλιάδας» που παρουσιάστηκε σε σκηνοθεσία του Στάθη Λιβαθινού, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών.
Aναμετριέσαι με ένα ομηρικό έπος; Και αν το κάνεις, ποια είναι η φιλοδοξία; Στο δικό μας σήμερα, ένα σύγχρονο context που τα εμπεριέχει και τα ανέχεται σχεδόν όλα; Ερωτήματα που στο πρώτο σκέλος απαντήθηκαν σχεδόν ταυτόχρονα, αλληλοδιαδεχόμενα, με δυο παραστάσεις. Απίθανη σύμπτωση! Μετά την κατά Μπομπ Γουίλσον «Οδύσσεια» ήλθε η κατά Στάθη Λιβαθινό «Ιλιάδα» (παίχτηκε στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών).
Απαιτεί τόλμη ή, μάλλον, θράσος (το δεύτερο το παραδέχτηκε ο Λιβαθινός σε συνέντευξή του) για να τα βάλεις με τα μεγέθη των ομηρικών επών. Ιδίως την «Ιλιάδα», ένα μνημειώδες αξεπέραστο κείμενο για τον πόλεμο, γεμάτο εκκωφαντικές ιαχές μαχών και βαναυσότητας. Είναι σχεδόν ανέφικτο να μεταφερθεί σε μια θεατρική παράσταση χωρίς μεγάλες απώλειες και σμικρύνσεις.
Στην περίπτωση ενός μεταφραστή τα πράγματα είναι ελεγχόμενα, αν και αβέβαια. Στην περίπτωση του σκηνοθέτη, απλώς ρωσική ρουλέτα. Για πάρα πολλούς Έλληνες θεατές ο Αμερικανός εικονοκλάστης απέτυχε. Η εικαστική μαγεία της παράστασης που έστησε για το Εθνικό Θέατρα δεν μπόρεσε να ανατρέψει την «κακομεταχείριση» του έπους, το οποίο στο λεκτικό κομμάτι μετατράπηκε σε αφελή τηλεοπτικό διάλογο, στο δε οπτικό καρτούν, που συμπαρέσυρε μαζί και γνώριμα χολιγουντιανά κλισέ.
Στον αντίποδα, ο Στάθης Λιβαθινός στηρίχτηκε απολύτως στο λόγο του ραψωδού (στη μετάφραση του Δ.Ν.Μαρωνίτη με τα διόλου αμελητέα προβλήματά της, ειδικά ακούγοντάς της να μιλιέται φωναχτά - σε εξαντλητική επεξεργασία του σκηνοθέτη με την Ελσα Ανδριανού) και –να ένα κοινό σημείο με τον Γουίλσον- στη σωματικότητα των ηθοποιών του.
Τα αποτελέσματα, χωρίς να μπορεί κανείς να μιλήσει για τη «μεγάλη» παράσταση, αφού πραγματικά ποτέ δεν απογειώνεται, είναι αξιοπρόσεκτα, αν καταφέρεις να υπομείνεις την πρώτη αργή, σκοτεινή, «θαμπή» ώρα, με τους ηθοποιούς να μην έχουν μπει καλά- καλά στο ρόλο τους –χαρακτηριστικότερο όλων το παράδειγμα του Αγαμέμνονα Δημήτρη Ήμελλου. Η ώρα αυτή λειτουργεί κάπως σαν «ζέσταμα» .
Γρήγορα η παράσταση αποκτά βηματισμό και αρκετό ενδιαφέρον –οι λύσεις που συχνά δίνει ο Λιβαθινός είναι εμπνευσμένες - και μολονότι διαρκεί 5 ώρες τελικά δεν κουράζει. Είναι χαρακτηριστικό ότι κατά τη διάρκειά της δεν υπάρχουν διαρροές. Παρ’όλα αυτά, η συγκεκριμένη διάρκεια δεν φαίνεται να προκύπτει από πραγματική αναγκαιότητα.
Η φεστιβαλική παράσταση, ένα από τα δυνατά χαρτιά του φετινού θεσμού, ενώ δεν «δάμασε» την «Ιλιάδα», ούτε την πρόδωσε. Αυτό, από συγκεκριμένη οπτική ιδωμένο, συνιστά άθλο από μόνο του. Διότι τα μεγέθη μοιραία μικρύνανε σε σχέση τόσο με τον αριθμό των ηρώων, όσο και με το εκτόπισμα που απαιτεί η μυθική ή θεϊκή καταβολή τους. Άλλωστε την αρωγή της τεχνολογίας η παράσταση του Λιβαθινού με φανατικό τρόπο την αρνήθηκε. Η όψη των ηθοποιών που τους ενσαρκώνουν, ακόμα και τις Ολύμπιες θεότητες, δεν είναι άλλη από αυτή των «καθημερινών» ανθρώπων -μόνο οι θεότητες είναι γυμνόστηθες!
Η «Ιλιάδα» είναι η αφορμή να συναντηθούμε ξανά με δοκιμασμένες μανιέρες. Της Θέτιδας και αφηγήτριας Μαρίας Σαββίδου, που μαζί με τον Νικο Καρδώνη και την Αθηνά Αργυρώ Ανανιάδου στρογγυλεύουν το λόγο με στόμφο. Μαζί τους δίνουν αγώνα και με τον ομηρικό λόγο και με τα σωματικά όρια οι Χρήστος Σουγάρης, Αρης Τρουπάκης, Βασίλης Ανδρέου , Γιώργος Χριστοδούλου, Διονύσης Μπουλάς , Γεράσιμος Μιχελής, Γιώργος Τσιαντούλας (είναι ευχάριστη έκπληξη), Λευτέρης Αγγελάκης, Γιάννης Παναγόπουλος. Ανερχόμενη δύναμη η Αμαλία Τσεκούρα. Εξελισσόμενη και η Νεφέλη Κουρή.
Τα πράγματα γειώνονται συνειδητά σε μια παράσταση που διέθετε χιούμορ, εξαιρετικές σκηνές μάχης (στις οποίες ωστόσο δεν αντιλαμβάνεσαι ότι υπάρχει η εκπαίδευση ενός Σαολίν), συνεχή ζωντανή μουσική υπογράμμιση (από τον κρουστό Μανούσο Κλαπάκη) και ασταμάτητο «μπες-βγες» από το πρώτο πρόσωπο στην τριτοπρόσωπη αφήγηση –σημείο στο οποίο φαίνεται η εξαντλητική δουλειά της προσαρμογής.
Ενδιαφέρουσα η πρόταση του σκηνικού της Ελένης Μανωλοπούλου, που φλερτάρει με το βιομηχανικό χώρο –μοναδικό σχόλιο, οι γάντζοι των σφαγείων που πηγαινοέρχονται με τα στρατιωτικά αμπέχονα. Αποπνικτικοί, περισσότερο από όσο χρειαζόταν και αντέχει κανείς σε μια 5ωρη παράσταση, ήταν οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου.
ΙΩΑΝΝΑ ΚΛΕΦΤΟΓΙΑΝΝΗ